Ο Χαμπής ο Μαύρος ήταν ο πιο ξακουστος ψαράς με δυναμίτη. Μια φορά με βοηθούς τον Χαρίλαο, τον Κουρούσιη και τον Βέργα, εξόρμησαν στη Μάα να ψαρέψουν.
Αγκάζαραν τον Φίλιππο το Λαούρη ιδιοκτήτη ταξί να
τους μεταφέρει, και συμφώνησαν να τους περιμένει μέχρι να τελειώσουν για να
τους πάρει πίσω.
Ο Βέργας και ο Κουρούσιης δεινοί
κολυμβητές γυμνοί με τα σώβρακα, ήταν έτοιμοι να βουτήξουν να βγάλουν τα ψάρια.
Ο χαρίλαος που είχε μακρύ και δυνατό χέρι βαστούσε το δυναμίτη έτοιμος να τον
ρίξει. Και ο χαμπής που είχε αετίσιο μάτι, κατόπτευε τη θάλασσα.
Δεν περίμεναν πολλή ώρα, σε λίγο φάνηκε
ένα μεγάλο αλάγι από σορκούς, οπότε ο Χαμπής, έδειξε το ακριβές σημείο εκείνο
που περνούσαν τα ψάρια και στο οποίο ο Χαρίλαος ανάβωντας το φυτίλι, έριξε το
δυναμίτη με ακρίβεια.
Ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ και η θάλασσα
από τη μεγάλη πίεση της δυνατής έκρηξης αναταράχτηκε και µανιασµένη ανέβηκε
ψηλά στον ουρανό. Οι νεαροί βούτηξαν στην κρύα πρωινή θάλασσα και πριν τα ψάρια
βουλιάξουν στον βαθύ πάτο της θάλασσας, άρπαξαν τα πρώτα και ύστερα
ανεβαίνοντας στην επιφάνεια τα έριξαν έξω στα βράχια. Με κάθε βουτιά έφερναν
δυο τρεις μεγάλους γκριζόμαυρους σορκούς. Σε κάποια στιγμή ο Χαμπής ο Μαύρος
τους φώναξε να μαζέψουν μόνο τα μεγάλα και να αφήσουν τα μικρά, διότι η έκρηξη
ήταν δυνατή και ακούστηκε μακριά, γι αυτό θα έπρεπε να τελειώσουν γρήγορα.
Σε λίγη ώρα πάνω στα βράχια έξω στην
παραλία σχηματίστηκε ένας μεγάλος σωρός και ο Φίλιππος σκεφτόταν ότι δεν θα
χωρούσαν όλα στο ταξί.
Ο Χαρίλαος συμφώνησε και αυτός, και τους
είπε να σταματήσουν να βουτούν άλλο.
Ο Χαμπής από το ψηλό βράχο που στεκόταν
έβλεπε τον πάτο της θάλασσας να είναι σπαρμένος από σκοτωμένα γκριζόμαυρα ψάρια
που από την διάθλαση του ήλιου γιάλλιζαν και σκέπαζαν τα κίτρινα φύκια και την
άσπρη άμμο. Μαράζωνε κι αυτός με τη σειρά του σκεπτόμενος ότι ήταν κρίμα κι
άδικο τόσα ψάρια να μείνουν να τα φάν τα άλλα ψάρια. Παρ όλα αυτά χωρίς να
χασομερά, έδινε οδηγίες στους άλλους να βιαστούν για να μην πιαστούν στα πράσα.
Ο Χαμπής σκεφτόταν ότι σε όλη του τη ζωή
δεν ματαείδε άλλη φορά τόσα πολλά ψάρια, ο Χαρίλαος ως χωρατατζής διερωτοταν τι
θα τα έκαναν τόσα πολλά, ποιος θα τα έτρωγε, και οι νεαροί της παρέας κάθονταν
στο πίσω κάθισμα κορτωτοί και περήφανοι, ενώ τέλος ο Φίλιππος δήλωσε ότι τώρα
που τελείωσαν και θα έφευγαν χωρίς να τους πάρουν χαπάρι, η καρδιά του πήγε στη
θέση της που από την έγνοια όλη την ώρα χτυπούσε τρελλά.
Μπήκαν όλοι μέσα εκτός από τον Χαρίλαο
που τους είπε να περιμένουν γιατι κατουρήθηκε. Πήγε πίσω από ένα μεγάλο πυκνό
θάμνο, πριν σκιάσει όμως πίσω του, γύρισε κατά πάνω τους φωνάζοντας ,
-αστυνομία, μας έπιασε η αστυνομία.
Μεμιάς πίσω από την πυκνή βλάστηση
πρόλαβαν αστυνομικοί οπλισμένοι με τα όπλα προτεταμένα. Τους έπιασαν επ
αυτοφώρω, ήταν όλοι καταδικασμένοι, το ήξεραν. Τα προστίματα θα πολύ μεγάλα,
ακόμα γνώριζαν πως αν κάποιος είχε προηγούμενη καταδίκη, δεν θα γλύτωνε τη
φυλακή.
Σήκωσαν τα χέρια ψηλά και παραδόθηκαν. Ο
Φίλιππος προσπάθησε να μιλήσει στον επικεφαλής και να τους εξηγήσει ότι αυτός
ήταν μόνο ο ταξιτζής και δεν ψάρευε μαζί τους, αλλά ο αρχιτελώνης αγριεμένα του
είπε ότι είχε να πει, θα το έλεγε στον ανακριτή.
Και σπρόχνωντας τον βίαια πρώτα αυτόν και μετά τους άλλους, τους μπουζούριασαν τον ένα πάνω στον άλλο σε ένα λαντρόβερ και τους οδήγησαν στα κρατητήρια.
Η κατηγορίες που τους βάραιναν ήταν
μεγάλες, για παράνομη αλιεία, κατοχή καψουλιών, φυτιλιού, δυναμίτιδας και
χρησιμοποίηση τους με αποτέλεσμα την καταστροφή της θαλάσσιας πανίδας και
χλωρίδας, και την έκθεση σε κίνδυνο άλλων τυχόν διερχομένων ανθρώπων από την
περιοχή.
Το 1940 – 50 στη Πάφο ήταν διορισμένοι
δυο δικαστές, ένας Ελληνοκύπριος και ένας Τουρκοκύπριος που επέβαλλαν τις
ποινές κατά το δοκούν, κυρίως όταν οι υποθέσεις ήταν συνηθισμένες και απλές.
Όμως το παράνομο αλίευμα ετιμωρείτο αυστηρά.
Ο Χαμπής ως ταχτικός δυναμιτιστής, κατάφερε
με το ρουσφέτι να έχει τα μέσα και τις απαιτούμενες διασυνδέσεις με τους
εκάστοτε αστυνόμους και δικαστές, και έτσι να γλυτώνει τις καταδίκες.
Για καλή τους τύχη ο δικαστής που θα τον
δίκαζε ήταν ο Τούρκος Χουλουσής που ήταν στενός του φίλος, αφού πολύ ταχτικά
από τις ψαριές που αλείευε, αρκετές ποσότητες κατέληγαν πεσκέσι στο τραπέσι
του.
Εκείνον τον καιρό οι δικαστές δίκαζαν
όπως ήθελαν, δεν έδιναν λογαριασμό, ακόμα και για το θεαθήναι δεν τηρούσαν τα
προσχήματα. Έτσι και σε αυτή την περίπτωση, ο Χουλουσή εφέντης θέλωντας να
αθωώσει τον φίλο του, ρώτησε τον εισαγγελέα τι έκαμαν οι κατηγορούμενοι, και
αυτός παρουσίασε σαν τεκμήριο ένα δυναμίτη τυλιγμένο με σπάγγους και
απαγγέλλωντας την κατηγορία είπε,
-Κύριε δικαστά, τους συλλάβαμε επ
αυτοφώρω στη θάλασσα με δυναμίτη και ψάρια σκοτωμένα.
-Περιπαίζεις δικαστή πε, με σπάγγους
πιάνει ψάρι; Ψάρι σίγουρα έπιασαν με καλάμι.
Απάντησε ο δικαστής.
-Κύριε δικαστή, πανω έχει καψούλι,
φυτίλι και σπίρτο, και με αυτή τη σπιριθκιά ανάβει και παίζει,
του εξήγεισε ο εισαγγελέας.
Και θυμωμένος τάχατε ο δικαστής, τον
διατάσσει
-Έξω πε, θέλεις να ανατινάξεις
δικαστήριο στον αέρα;
και γυρνωντας στους κατηγορούμενους λέει,
-Ατε Χαμπή, πηαίννετε στη δουλειά σας και
μη ξανακάμετε, γιατί Χουλουσής πέψει σας φυλακή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου