Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

ΟΤΑΝ ΘΕΛΕΙ Η ΠΕΘΕΡΑ

Μετά την Τούρκικη εισβολή και τον πόλεμο του 1974 η οικονομία της Κύπρου όπως ήταν φυσικό καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς. Πολλοί άνθρωποι ξενιτεύτηκαν άλλοι δια παντός, πολλοί για να δουλέψουν σε ξένες χώρες κυρίως στις Αραβικές, και άλλοι στα καράβια.

Αλλά η πλειονότης του πληθυσμού στράφηκε στο πρωτογενή τομέα εργασίας. Τα πρώτα χρόνια όλα δύσκολα, πολλοί καταστηματάρχες έκλειναν τις επιχειρήσεις τους καθώς ο κόσμος ψώνιζε μόνο τα προς το ζην, ο τουρισμός ήταν ελάχιστος από το φόβο εχθροπραξιών, και η προσπάθεια επιβίωσης και ανάκαμψης πολύ σκληρή.

Αλλά το αγωνιστικό πνεύμα των Κυπρίων και η εγκαρτέρηση στα δεινά τους, βοήθησε σιγά σιγά η οικονομία να αναπτυχθεί με ραγδαίο τρόπο. Ξοδεύοντας μόνο για τα απαραίτητα καθώς οι δουλειές λιγοστές και τα χρήματα λιγότερα, προσπαθούσαν να ανταπεξέλθουν και να ορθοποδήσουν.

Έτσι έκαναν τη συμφορά πρόκληση για επανάκτηση των χαμένων κόπων τους, και επιδόθηκαν κυρίως στη Γεωργία, στο πατροπαράδοτο αυτό επάγγελμα των προγόνων τους. Με το θερμό κλίμα του τόπου και τα εύφορα εδάφη, κατάφεραν οι παραγωγοί να παράξουν πρώιμα προϊόντα για την ντόπια αγορά καθώς και για εξαγωγή.

Έτσι εγώ τυχερός, ερχόμενος από τα καράβια και έχοντας κάποιες οικονομίες, μαζί με τον πατέρα μου ασχολήθηκα με το επάγγελμα του πράτη. Αγόραζα τα Γεωργικά προϊόντα και τα μεταπωλούσα στις άλλες επαρχίες. Η δουλειά πολλή, αλλά και εξ ίσου σκληρή.

Ολημερίς φόρτωνα καθημερινά εκτός Σαββάτου και ολονυχτίς ταξίδευα στη Λευκωσία για να μεταφέρω τα προϊόντα. Κάθε Σάββατο φρόντιζα να ξεκινώ ενωρίς το ταξίδι της επιστροφής, και φτάνοντας στο Κτήμα την άραζα στο καφενείο – σουβλατζίδικο του Μωυσή. Ευρισκόταν δίπλα στο παζάρι, στην οδό Πάφου Χρυσάνθου ενός κεντρικού δρόμου που ήταν στεγασμένα τα πλείστα καταστήματα όλων των λογιών της εποχής εκείνης.

Κάθε Σάββατο ο δρόμος γέμιζε κόσμο από όλα τα χωριά, γιατί οι χωρικοί πάντα αυτή τη μέρα άφηναν τις δουλειές τους, έβαζαν τα καλά τους και με τα λεωφορεία κατέβαιναν είτε για να πουλήσουν τα προϊόντα τους, είτε για να ψωνίσουν. Στο δρόμο αυτό που συνόρευε με το παζάρι, κάθε τέτοια φορά γινόταν το αδιαχώρητο. Έτσι μου άρεσε να κάθομαι στο απέναντι πεζοδρόμιο του Μωυσή ο οποίος έβαζε μια μεγάλη σειρά καρέκλες απέναντι που είχε το μαγαζί, ένα μικρούτσικο μαγαζί που αυτός έψηνε σουβλάκια και η καλή γυναίκα του σέρβιρε καφέδες, αναψυκτικά, λεμονάδες, τριαντάφυλλα και μουχαλλεπιά.

Εκεί συναντιόμουν με φίλους και τρώγοντας ή πίνοντας, χαζεύαμε και φλερτάραμε τα νεαρά κορίτσια που πήγαινε-έλα, ήθελαν να εκθέσουν την ομορφιά τους και τα κομψά φορέματα που ντύνονταν εκείνη τη μέρα. Τα φλερτ γίνονταν διακριτικά χωρίς οι νέοι να ενοχλούν τις νέες παρα μόνο παίζοντας με τις ματιές, καθώς εκείνες τις εποχές συνήθως πίσω ακολουθούσε και κάποιος αδερφός για να τις προσέχει. Έτσι όταν σε κάποιων νεαρών τα κορίτσια ενέδειναν εξ αποστάσεως, τα παντρολογήματα γίνονταν με προξενιό. Πολλοί γνωστοί μου παντρεύτηκαν δι αυτού του τρόπου, το ίδιο έλαχε και σε μένα παρ΄ όλο που ταξίδευσα σε πολλές χώρες όπου αυτά τα ήθη ήταν ξεπερασμένα. 

Δίπλα από το σουβλατζίδικο ήταν ένα μικρό κατάστημα που πουλούσε παπούτσια. Ένα Σάββατο είδα μέσα να στέκει μια πανέμορφη κοπέλα που αμέσως με εντυπωσίασε. Ήταν μελαχρινή με κατάμαυρα μακριά μαλλιά και συνεσταλμένο ύφος. Αμέσως ρώτησα τους φίλους μου και μου είπαν πως ήταν η κόρη του μαγαζάτορα και πως τώρα που τέλειωσε το γυμνάσιο ερχόταν και βοηθούσε τους γονείς της. Αλλά να μην ελπίζω μου συμπλήρωσαν, γιατί ήταν πολύφερνη νύφη, και οι γονείς της θα ενδιαφέρονταν μόνο για μια καλή τύχη.

Σκέφτηκα μέσα μου να μην ασχοληθώ αφού δεν θα είχα την τύχη, όμως το ενδιαφέρον μου ήταν μεγάλο, έτσι την κοίταζα επίμονα. Αυτή η επιμονή μου την έκανε να με προσέξει. Στα επίμονα μου κοιτάγματα, άρχισε να ενδίδει, και κάθε λίγο, έστρεφε και αυτή το βλέμμα της πάνω μου.

Από εκείνη τη μέρα έγινα τακτικός θαμώνας του Μωυσή. Από ενωρίς μόλις άνοιγαν τα καταστήματα, ευρισκόμουν καθισμένος απέναντι και έπινα τον καφέ μου.

Το απόμακρο φλερτ κράτησε μέρες, και όταν πίστεψα πως ήθελε και αυτή, και ότι υπήρχε ανταπόκριση, έστειλα προξενητάδες. 

Οι μέρες περνούσαν όμως, και απάντηση δεν είχα. Έτσι παρακάλεσα ένα ξάδερφο μου μεγάλο στην ηλικία, να πάει στα ίσα να τους ρωτήσει.

Δυστυχώς τα μαντάτα δεν ήταν καλά, δεν με ήθελαν για γαμπρό τους με τη δικαιολογία ότι ο πατέρας μου ήταν χαρτοπαίκτης, και ο θείος μου το ίδιο, αλλά επιπλέον ο θείος μου ήταν και ξακουστός γυναικάς, έτσι θα μπορούσα να είμαι και εγώ το ίδιο, και στα χέρια μου η κόρη τους να μην περνούσε καλά.

Αυτή την εξήγηση έδωσε η μάνα της κοπέλας, και εγώ πληγώθηκα συναισθηματικά, αλλά περισσότερο θείκτικε το εγώ μου.

Έτσι νευριασμένος αποφάσισα να μην δώσω συνέχεια.

Σταμάτησα να πηγαίνω στο καφενεδάκι, και είπα να τους προσπεράσω. Για μια βδομάδα στα μακρινά ταξίδια μου σκυφτός στο τιμόνι οδηγώντας, προσπαθούσα να ξεδιαλύνω μέσα μου αν ήμουν περισσότερο νευριασμένος, ή ερωτευμένος.

Στην εβδομάδα επάνω ακριβώς μια Δευτέρα, έφθασα στη Πάφο κατά τις μεσημεριανές ώρες. Είχα καθυστερήσει στο παζάρι γιατί κάθε Δευτέρα εισέπραττα από τους μεσητεμπόρους το αντίτιμο της πώλησης των προϊόντων μου όλης της προηγούμενης εβδομάδας. Ασυναίσθητα αντί να πάω στη δουλειά μου, πάρκαρα το φορτηγό και πήγα στο γνωστό στέκι να πιώ ένα καφέ. Παράγγειλα και έγειρα πίσω στην καρέκλα με το βλέμμα μου να στρέφεται που αλλού;

Είδα την όμορφη κόρη που μόλις με πρόσεξε βγήκε έξω, στάθηκε στο πεζοδρόμιο και ένιωσα πως με κοίταζε με προσμονή.

Της χαμογέλασα πλατιά, και το ίδιο χαμογέλασε και αυτή.

Έχω ένα καλό, σε όλα τα ξαφνικά και δύσκολα ο νους μου κατεβάζει φαεινές ιδέες. Έτσι πριν να μου φέρουν τον καφέ, σηκώθηκα και πήγα ολόισια στο μαγαζί. Χαιρέτησα την κόρη, με χαιρέτησε με ένα πλατύ χαμόγελο, και της είπα θέλω να αγοράσω παπούτσια. Μπήκαμε μέσα και με ορθάνοιχτο στόμα οι γονείς της έμειναν να με κοιτάζουν. Εγώ θέλοντας να εντυπωσιάσω τη μάνα καθώς κατάλαβα πως αυτή έκανε κουμάντο, την έπιασα κουβέντα, και μαζί με τη κόρη της με βοήθησαν να βρω τα παπούτσια που ήθελα. Μου τα έβαλαν σε ένα σακούλι, και αποτεινόμενος στη μάνα, τη ρώτησα πόσα χρωστάω.  

Έβαλα το χέρι στη μια τσέπη και έβγαλα ένα χοντρό μάτσο χαρτονομισμάτων αξίας πολλών χιλιάδων λιρών, ύστερα τα έβαλα πίσω και από την άλλη τσέπη έβγαλα ένα άλλο χοντρό μάτσο μικρότερων χαρτονομισμάτων αλλά και αυτά αξίας πολλών χιλιάδων, για να πληρώσω. Και με την άκρη του ματιού μου παρακολουθούσα την αντίδραση της μάνας, έχοντας μια ελπίδα να την εντυπωσιάσω και να μου δώσει την κόρη της.

Την ίδια εβδομάδα έγιναν τα λογιάσματα και την επόμενη τα χαρτώματα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ - όλο το έργο

  ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΚΟΥΔΗΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ  (όλο το έργο) ISBN:                     Ετος έκδοσης: 2023 Στα καφενεία σύχναζαν συνήθως μόνο άν...