Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

Η ΜΑΓΑΛΗ ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ ΣΤΟ ΜΕΛΑΝΟ

Ο Μέλανος είναι ένας μεγάλος τόπος τοποθετημένος από το Θεό στην άκρια του οροπεδίου της Χλώρακας στα νότια σύνορα του χωριού με την Κάτω Πάφο, που αγναντεύει όλο το πέλαγο απ άκρη σ άκρη,. Τα πετρώματα του είναι στο σύνολο τους από μέλανο, εξ ου και το τοπωνύμιο. Καθώς άγονα και σκληρά τα εδάφη που η υγρασία δεν μπορεί να τα διαπεράσει και οι ρίζες των δεντρών δύσκολα μπορούν να προχωρήσουν βαθιά, έμεινε στους αιώνες τόπος άγριος βλαστημένος μόνο με χαμηλή βλάστηση, ιδανικός για βόσκηση. 

Όταν τα χρόνια τα παλιά εκείνα ,που η δουλεία υπήρχε ως θεσμός σε όλους τους πολιτισμούς του κόσμου και πήγαζε από την ανάγκη εξεύρεσης εργατικού και αγροτικού δυναμικού καθώς και άλλων αναγκών, και η υποδούλωση των ανθρώπων θεωρείτο μια απόλυτα νόμιμη κατάσταση κατά την οποία δούλοι ή σκλάβοι αντιμετωπίζονταν ως αντικείμενα και η μεταχείριση τους στη σκληρή εργασία ήταν μέχρι θανάτου, έτσι και η Κύπρος δεν εξαιρέθηκε του κανόνος, και κατά τη διάρκεια των αιώνων, ο φτωχός πληθυσμός ως υπόδουλοι κάτοικοι, υπήρξαν σκλάβοι. Καθώς όμως μικρός ο πληθυσμός, οι τσιφλικάδες και οι ιδιοκτήτες των λατομείων του χαλκού, χρησιμοποιούσαν εισαγόμενους σκλάβους, νέγρους που άρπαζαν οι πειρατές, ή ηττημένους σε πολέμους που οι νικητές πουλούσαν στους δουλέμπορους.

Συνήθως οι σκλάβοι ήταν πολύ περισσότεροι από τους ελεύθερους πολίτες. Έτσι για να τους ελέγχουν από τυχόν επαναστάσεις, τους συμπεριφέρονταν σκληρά. Τους είχαν αλυσοδεμένους και τους τιμωρούσαν απάνθρωπα ή και τους σκότωναν δια βασανισμού προς παραδειγματισμό. 

Στην Πάφο το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε να συμβαίνει εις μεγάλο βαθμό κατά τον 12ο αιώνα, όταν οι Φράγκοι κατακτητές μοίρασαν τη γη σε φεουδάρχες, οι οποίοι ησχολήθησαν με την καλλιέργεια ζαχαροκάλαμων και τεύτλων για την παραγωγή ζάχαρης την οποίαν εξήγαγαν στις γειτονικές χώρες της Ευρώπης. Με πλοία που προσάραζαν την ακτή του Κοττσιά μια παραλία αμμώδη που πάνω προσάραζαν τα πλοία, οι δουλέμποροι έφερναν τους σκλάβους και τους πουλούσαν. Επίσης με τα ίδια πλοία γίνονταν εισαγωγές και εξαγωγές διαφόρων γεωργικών προϊόντων ή μεταλλευμάτων. Έτσι στη θάλασσα εκεί, κάθε φορά γινόταν μεγάλο σκλαβοπάζαρο.

Ο μεγαλύτερος αριθμός σκλάβων δούλευε σε μεταλλεία και σε αγρούς, που ήταν οι σημαντικότερες πηγές πλούτου στην Κύπρο. 

Στη Πάφο ένας προεστός είχε στη κατοχή του περισσότερους από 1000 σκλάβους τους οποίους όριζε ως ιδιοκτησία και τους είχε να εργάζονται σε λατομεία και σε αγρούς, ιδιαίτερα σκληρές εργασίες.
Κατείχε όλη την περιοχή από τη Μάα μέχρι την πέτρα του Ρωμιού και οι δούλοι την καλλιεργούσαν και την έσπερναν ζαχαροκάλαμα και τεύτλα με τα οποία κατασκεύαζαν ζάχαρη που ακολούθως έκαναν εξαγωγή στις γειτονικές χώρες της Ευρώπης. Ως απόδειξη επί τούτου, υπάρχουν τα χνάρια του αυλακιού της Ρήγαινας που έκτισε ο Διγενής Ακρίτας για να φέρνει νερό από τη μακρινή Τάλα και να ποτίζουν τα ζαχαροκάλαμα.

Η δουλεία ως θεσμός που νομιμοποιούσε τη μετατροπή του ανθρώπου σε ιδιοκτησία, συνεπαγόταν όχι μόνον τον κοινωνικό θάνατο του ατόμου, αλλά του αφαιρούσε την ανθρώπινη υπόσταση και το υποβίβαζε σε αντικείμενο. Η καταπίεση τους ήταν μεγάλη και χωρίς όρια. Τα ζώα είχαν πολύ καλύτερη ζωή από αυτούς. Οι ανθρώπινες απώλειες ήταν μεγάλες είτε από τις κακουχίες, είτε για την ανυπακοή τους, είτε ως παραδειγματισμό, και αντικρίζονταν από τους αφεντάδες μόνο ως απώλεια περιουσίας. Οι γυναίκες και τα κοριτσάκια χρησιμοποιούνταν ως σκεύη ηδονής, και διαχωρίζονταν οι οικογένειες όταν προέκυπτε να πουλήσουν μέλη της.

Οι ξεσηκωμοί που συνέβαιναν κατά καιρούς, καταπνίγονταν σκληρά εν τη γενέσει τους.

Στη Χλώρακα εκείνη την εποχή, ένας σκλάβος του μεγάλου αφέντη ανυπόταχτος, κατάφερε μια νύχτα να σκοτώσει τον φύλακα και παίρνοντας τα κλειδιά, ελευθέρωσε και τους υπόλοιπους οι οποίοι χωρίς να σκεφτούν τις σίγουρες καταστροφικές           συνέπειες για τη ζωή τους, τον ακολούθησαν καθώς δεν άντεχαν τις κακουχίες.

Χωρίς σχέδιο και προσανατολισμό, η άλλη μέρα τους βρήκε μαζεμένους και στρυμωγμένους πάνω στο οροπέδιο του Μελάνου. Και από κάτω γύρω γύρω, στρατιώτες τους είχαν περικυκλώσει. Τους έστειλε ο βασιλιάς με διαταγή να τους σφάξουν όλους, να μην γλυτώσει κανείς, ούτε γέρος, ούτε νέος, ούτε παιδί. Έπρεπε να σταλεί μήνυμα σε όλη την Κύπρο πως όσοι άλλοι επεδίωκαν την ελευθερία τους, θα είχαν το ίδιο τέλος. Έπρεπε να διαφυλαχθεί η τάξη, διότι χωρίς σκλάβους δεν θα υπήρχε ανθηρή οικονομία για την ανώτερη τάξη. Έπρεπε λοιπόν, να εφαρμοστεί ο νόμος χωρίς διάκριση.

Και μια ανελέητη σφαγή άρχισε. Οι λίγοι δούλοι που κρατούσαν τσάπες και δικράνια, σκοτώθηκαν πρώτοι, και ύστερα οι στρατιώτες κατέσφαξαν χωρίς έλεος μάνες και παιδιά, γέρους και νέους. Με μια αγριότητα φοβερή που εκείνους τους καιρούς ήταν συνηθισμένη, έπαιρναν τα κεφάλια αι άνοιγαν τις κοιλιές κάνοντας το αίμα να ρέει σαν ποτάμι. 1000 σκλάβοι σφαγιάστηκαν και όλη η γη του Μελάνου βάφτηκε κόκκινη. Και έγινε το αίμα ποτάμι και έτρεξε στη θάλασσα που ήταν λίγα μέτρα παρακάτω, και χρωματίστηκε και αυτή μελανιά,  μελανιά .

Από τότε ο χερσαίος τόπος της άγριας σφαγής ονομάστηκε Μέλανος και η θάλασσα Μελανούθκια, καθώς η γη στη στεριά και στη θάλασσα, έμεινε βαμμένη σε χρώμα μελανί από το αίμα των σκλάβων.

Από τότε η γη θεωρείτο καταραμένη από τους ντόπιους, και όλοι απέφευγαν να την κατοικήσουν ή να την αξιοποιήσουν.

Αυτή η κατάσταση διήρκησε 1000 χρόνια, ώσπου οι άνθρωποι ξέχασαν αυτήν την μεγάλη αμαρτία, και τώρα, τα τελευταία χρόνια έκτισαν όλη την περιοχή με διαμερίσματα που έχουν απρόσκοπτη θέα όλη την πόλη της Κάτω Πάφου, και όλο το πέλαγο της νοτιοδυτικής Μεσογείου.

Το μόνο που έμεινε να υπενθυμίζει τη μεγάλη σφαγή, είναι το όνομα Μέλανος που προήλθε εξ αυτής.

ΤΟ ΓΑΙΜΑΝ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΤΖΙΗ

Από την αρχή της ανθρώπινης ύπαρξης η λέξη αίμα έλκυε τους ανθρώπους. Η δύναμη του ήταν αρκετή για να προκαλέσει πολλούς μύθους και θρύλους. Αναγνωρίζοντας την ζωοδότρα δύναμη του, πίστευαν ότι είχε δυνάμεις υπερφυσικές και απόκρυφες, πίστευαν ότι η πολλή αξία και δύναμη του συνδεόταν με τη ψυχή που μέσω της αποκτούσε ανώτερη αξία και όταν αποχωρίζονταν, η ψυχή αποκτούσε αθανασία που κάποιες φορές περιτριγύριζε στην ατμόσφαιρα χωρίς να βρίσκει αμάντα και ηρεμία.

Στη λευκή μαγεία συνήθως χρησιμοποιούσαν το αίμα κάποιου ζώου για να σφραγίσουν μιά ευχή ή ένα ξόρκι, ώστε να φύγει αυτή η κακή δύναμη και να αφήσει την ψυχή ελεύθερη να ταξιδεύσει όπου ανήκει, στην κόλαση ή στον παράδεισο.

Έτσι πολλοί έκαναν ξόρκια για ο μάτιασμα, τη βασκανία και το στοίχειωμα. Προσπαθούσαν δι αυτών των τρόπων να απελευθερώσουν τις ψυχές από τον εναγκαλισμό του διαβόλου που τις είχε αιχμάλωτες. 

Μια φορά έναν καιρό κοντά στο 1900 ένα νεαρόν παιδίν ο Γιαννάτζιης, ανέβηκε σε μια τρεμιθιά να τρυγήσει τρεμίθια, αλλά σε μια κακή στιγμή το κλαδί που πατούσε έσπασε, και με φόρα έπεσε κάτω στη γης και χτύπησε η κοιλιά του πάνω σε μια πέτρα μυτερή σαν το μαχαίρι, και σκίστηκε και άνοιξε, και το αίμα κυλούσε από το σώμα του σαν βρύση.

-Αχ",

φώναξε,  δεν πρόλαβε να πει τίποτε άλλο. Μόνο αυτή η χαμηλόφωνη κραυγή, ο λυγμός, ξέφυγε από το ματωμένο στόμα του. Το χτύπημα σαν σπαθιά που είχε δεχτεί με την πτώση του, είχε ανοίξει μια μεγάλη πληγή, και ένα κατακόκκινο αυλάκι ξεκινούσε από το στήθος και κατέληγε στη βάση της κοιλιάς. Το αίμα κυλούσε και άδειαζε σαν φλασκί με κρασί που τρύπησε.

Ανήμπορος έμεινε κατάχαμα με φοβερούς πόνους να σπαρταρά σαν ψάρι έξω από το γιαλό. Έχοντας τις αισθήσεις του, καταλάβαινε πως δεν μπορούσε να κινηθεί, δεν μπορούσε να σταματήσει το γαίμα που έτρεχε, πως μέσα στην ερημιά που βρισκόταν κανείς δεν θα τον έβρισκε, πως δεν είχε σωτηρία. Ο φόβος του θανάτου άρχισε να τον σκιάζει και τρόμος τον έζωσε καθώς καταλάβαινε πως η ψυχή του έφευγε και αβοήθητος άφηνε την τελευταία του πνοή με πόνο στο κορμί και φόβο στη ψυχή. Καταλάβαινε πως ήταν η ώρα του θανάτου του και δεν ήταν έτοιμος. Ήταν νέος, δεν έζησε πολύ, δεν ήθελε να φύγει.

Ο θάνατος είναι πολύ φοβερός, όσοι δεν τον έχουν γευτεί δεν ξέρουν, οι στιγμές είναι αγωνιώδεις, το ξεψύχισμα δύσκολο. Ο ετοιμοθάνατος στις στιγμές αυτές που ο αρχάγγελος του παίρνει τη ζωή, με βλέμμα απλανές βλέπει τρομοκρατημένος να εγκαταλείπει τα εγκόσμια και ούτε τα παρακάλια στο Θεό βοηθούν, και φόβος τον καταλαμβάνει καθώς καταλαβαίνει πως ήρθε το τέλος.

Και χάνοντας τον έλεγχο με το περιβάλλον, ο Γιαννάτζιης με τα μάτια ανοιχτά χωρίς να βλέπει, παρά μόνο με τα μάτια της ψυχής αντίκρυζε το χάρο να του παίρνει τη ζωή, και ψηλότερα στον ουρανό τον Αρχάγγελο Μηχαήλ με τη ρομφαία έτοιμο να τον αποτελειώσει.

Ικέτευε η ψυχή του εκείνη την ώρα, αυτός όχι. Δεν είχε τη δύναμη το σώμα του, ήταν αποτελειωμένο, σκοτωμένο, το μυαλό του θολωμένο. Και ο θάνατος άπονος, ανελέητος δεν ήθελε να προσπεράσει, έσκυψε να τον φορτωθεί να τον πάρει μαζί του. 

Ήταν την ώρα εκείνη του αποχωρισμού ζωής και ψυχής που τον βρήκε ο Λεωνής ο αδελφός του, που έβοσκε τα πρόβατα και έτυχε να περάσει από το μέρος εκείνη την ώρα. Τον βρήκε κάτω πεσμένο στο χώμα μισοπεθαμένο με όλο το αίμα να έχει ποτίσει τη γη δίπλα. Αλαφιασμένος έβγαλε το βρακοζώνι και του έδεσε σφικτά την πληγή, μόλις πρόλαβε να μην χυθεί όλο, του έμεινε μια σταλιά. Ήταν η στιγμή που έφευγε η ψυχή. Του έδεσε τις πληγές, τον φορτώθηκε και τον μετέφερε στο σπίτι τους. Δεν υπήρχε γιατρός κοντά, γι αυτό φώναξαν τη μαμμού που τον περιποιήθηκε με όσα γιατροσόφια ήξερε.

Η κατάσταση ήταν  άσχημη, τον είχαν ξεγραμμένο. Όμως νέος και δυνατός, πάλεψε με το χάρο σαράντα μέρες. Αλλά η πάλη ήταν άνιση, νίκησε ο χάρος.

Άντεξε σαράντα μέρες πάλης, που για παρόμοιες καταστάσεις υπάρχουν αναφορές στη δημοτική ποίηση δεισιδαιμονικές, πως η ψυχή εγκλωβίζεται και δεν φεύγει παρά μένει στη γήινη ατμόσφαιρα και βασανίζεται. Και το αίμα που πότισε τη γη, βογκά και οδύρεται. Κογκά και αναστενάζει, και οι κλαυθμοί τρομάζουν τα παιδιά και φοβίζουν τους ανθρώπους.

Το ίδιο συνέβηκε δυστυχώς με τον Γιαννάτζιη. Έμεινε η ψυχή του να αιωρείται και να μην φεύγει, έμεινε και η γη ποτισμένη με το αίμα του να αναστενάζει και να γογκά.

Και έμεινε το πνεύμα του στοιχειωμένο  και κάθε που φυσούσε άνεμος δυνατός, από τον τόπο που σκοτώθηκε, ακούγονταν κραυγές γοερές που προκαλούσαν τρόμο και φόβο στις καρδιές ακόμα και των πιο άφοβων ανθρώπων.

Όλοι στο χωριό τρομοκρατημένοι, απέφευγαν να περνούν από εκείνο το μέρος. Και πάντα την ημέρα του θανάτου του κοντά στα ξημερώματα, τα κογκήματα δυνάμωναν και έφταναν ως την άλλη άκρη του χωριού. 

Και πίστεψαν οι άνθρωποι πως για να ησυχάσει η ψυχή του θανόντος, αλλά και οι ίδιοι από τους γοερούς κλαυθμούς, χρειάζονταν ξόρκια και αγιασμοί κατά πως λέγουν οι παραδόσεις, και ζήτησαν από τον παπά να διαβάσει και να θυμιάσει.

Αλλά τίποτα καθώς δεν γινόταν, οι ίδιοι έκαμαν άλλα ξόρκια παγανιστικά. Έκαψαν λαρδί χοίρου και το έριξαν στην ποτισμένη με το αίμα του σκοτωμένου γη, για να φύγει το σατανικό πνεύμα. Και αφού το κακό συνεχιζόταν, πάνω σε σταχτωμένα κάρβουνα στο θυμιατήρι, έβαλαν κομμάτι από καρδιά χοίρου ώστε το στοισειό να μυρίσει την καπνιά να φύγει.

Έκαναν αυτά και άλλα πολλά, όταν κατά καιρούς το αίμα κογκούσε και αναστάτωνε το χωριό, η κατάρα όμως δεν έφευγε, και περνούσαν τα χρόνια. Ο τόπος οπου γίνηκε το κακό έγινε στο νου των ανθρώπων καταραμένος και κανείς δεν περπατούσε εκεί.

Πέρασε κι άλλος πολλής καιρός, μια μέρα έφθασε στο χωριό ένας καλόγερος. Ήταν ένας πολύ ευσεβής και Άγιος άνθρωπος, που κάποιοι έλεγαν πως με την προσευχή του έδιωχνε το διάβολο από σεληνιασμένους και δαιμονισμένους.

Γνώρισε το φοβερό πρόβλημα που είχαν οι χωριανοί, και τους λυπήθηκε.

Έτσι γύρεψε τον πατέρα του πεθαμένου νέου και του ορμήνεψε τι να κάμει…

-Σήμερα του Αϊ Γιανιού,

του είπε,

-αν έχεις παιδί αβάφτιστο, να το ονοματίσεις το όνομα του Αγίου και του πεθαμένου. Και όταν γίνει όσα τα χρόνια του Χριστού, να του ορμηνέψεις να ξορκίσει το μνήμα και τον καταραμένο τόπο.

Έτσι ο Ττοουλής ο κύρης του σκοτωμένου νέου, βάφτισε το γιο του Γιαννάτσιη και αυτός με τη σειρά του καθώς του είχαν ορμηνέψει, όταν έγινε 33 χρονών έκαμε ξόρκι και Αγιασμό, και το κακό πέρασε. Το θαύμα γίνηκε, και η στοιχειωμένη ψυχή βρήκε αναπαμό.

Ήταν μια κατάσταση τρόμου που διήρκησε δεκαετίες, που όποτε φυσούσε Χειμωνιάτικος αγέρας δυνατός, στο χωριό έπεφτε βαθιά σιωπή γεμάτη φόβο και όλοι κλείνονταν στα σπίτια τους καθώς ο γαίμα κογκούσε και η βουή του απλωνόταν στην ατμόσφαιρα και τους φόβιζε.

Η ιστορία είναι πραγματική και συνέβηκε πραγματικώς, και ο νέος που σκοτώθηκε ήταν από την οικογένεια του Ττοουλουθκιού Σιαμμά.

Στα υστερινά χρόνια, κάποιοι γραμματιζούμενοι είπαν πως δεν κογκούσε το γαίμα, αλλά ήταν κάποιο νυχτερινό πουλί που φώναζε το ταίρι του.

Όμως η λογική αυτή εξήγηση, δεν εξηγεί γιατί με τον Αγιασμό σταμάτησε το κόγκημα και από τότε δεν ξανακούστηκε.

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

ΟΙΚΟΙ ΑΝΟΧΗΣ ΣΤΗ ΠΑΦΟ

Οίκοι ανοχής ή πορνεία ή μπουρδέλα, είναι σπίτια όπου γυναίκες δέχονται πελάτες με σκοπό τη σεξουαλική συνεύρεση σύντομη σε διάρκεια μαζί τους έναντι αμοιβής.

Στη Πάφο έως την δεκαετία του ’80 υπήρχαν τέσσερις αδειούχοι οίκοι ανοχής και ευρίσκονταν στα στενά δρομάκια  γύρω από τη περιοχή της Λοζάνης. Ήταν γυναίκες Κύπριες κυρίως, κακάσχημες, χοντρές και γερασμένες καθώς η Πάφος ήταν μικρή επαρχία που δεν την προτιμούσαν οι νεαρές και όμορφες ιερόδουλες. Όμως υπήρχε καλό μεροκάματο και για τις άσχημες, καθώς εκείνες τις εποχές οι ελεύθερες στενές σχέσεις μεταξύ των αντιθέτων φύλων ήσαν αυτηρά απαγορευμένες, έτσι οι άνδρες αναγκαστικά γίνονταν πελάτες στα σπίτια αυτά.

Ύστερα η ευμάρεια που προέκυψε στην Πάφο, οδήγησε τους πελάτες στα καμπαρέ που άνθισαν σε μεγάλο βαθμό και διέθεταν νεαρές και όμορφες εισαγόμενες καλλιτέχνιδες. Γέμισε η Πάφος καμπαρέ, και οι οίκοι ανοχής έκλεισαν.

Μετά την ένταξη μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ελεύθερη είσοδο στη χώρα μας πλήθος γυναικών από άλλες χώρες, το επάγγελμα της πόρνης πήρε διαφορετικές διαστάσεις. Η κάθε μια από μόνη της χωρίς προστάτες και μαστροπούς εξασκούσε το επάγγελμα υπό μορφή επίσημης ερωμένης, με αποτέλεσμα σιγά να εκλείψουν τα καμπαρέ. Το άσχημο των πραγμάτων στις σχέσεις αυτές ήταν πολλοί να πτωχεύυουν καθώς τους τα έτρωγαν οι επιτήδειες, και πολλοί να εγκαταλείπουν τις οικογένειες τους για να τις ακολουθήσουν, ή πολλοί να χωρίζουν ένεκα συνεπειών των εξωσυζυγικών αυτών σχέσεων.

Τώρα με την οικονομική κρίση, οι άνδρες έπαυσαν να έχουν ερωμένες επί χρημασι, αρκούμενοι στις σύντομες και φθηνές επισκέψεις στις λεγόμενες επιτήδειες γυναίκες. Καθώς όμως οι επιτήδειες γυναίκες δεν θέλουν να είναι στιγματισμένες ως πόρνες, δεν εξασφαλίζουν τις απαιτούμενες άδειες για το επάγγελμα, με αποτέλεσμα η αστυνομία να τις συλλαμβάνει και να σφραγίζει τους οίκους ανοχής.

Στις σημερινές εποχές με την πρόοδο της κοινωνίας και την πρόσμιξη της τοπικής κοινωνίας με άλλους λαούς, τα ήθη και έθιμα μας έχουν διαβρωθεί και η  πολιτιστική μας κουλτούρα έχει αλλάξει. Οι ελεύθερες στενές σχέσεις μεταξύ των φύλων έπαυσαν να είναι απαγορευμένες, και όταν καμιά φορά αυτό δεν συμβαίνει, θεωρείται ντεμοντέ.

Σήμερα στη Κυπριακή κοινωνία συμβαίνει μια κατρακύλα των θεσμών και των οικογενειακών δεσμών, που πριν δεν υπήρχε. Πολύ εύκολα τα αντρόγυνα χωρίζουν, και πολύ εύκολα συμβαίνουν εξωσυζυγικές σχέσεις με αποτέλεσμα την διαταραχή της οικογενειακής συνοχής. Οι μονογονικές οικογένειες έχουν πληθήνει και τα παιδιά χωρίς τους δυο γονείς και χωρίς επαρκείς προστάτες βιώνουν δύσκολες ψυχολογικές καταστάσεις, οι οποίες συνήθως τα οδηγούν στην παραβατικοτητα και στο έγκλημα.

Πιστεύω πως, αν υπήρχαν οι οίκοι ανοχής, τα προβλήματα θα ήσαν λιγότερα. Κανένας άνδρας δεν θα παρασυρόταν από αυτές να εγκαταλείψει την οικογένεια του, ούτε θα ήταν δυνατό να ξοδέψει περιουσίες καθώς η ταριφα τους είναι χαμηλή. Πιστεύω πως επιτελούν κοινωνικό έργο, γι αυτό εξάλλου δεν απαγορεύεται ως επίσημο επάγγελμα. 

Οι σκέψεις οι δικές μου είναι πως θα ήταν καλύτερα αντί η αστυνομία να κλείνει τους παράνομους οίκους ανοχής, να τους προτρέπει να εκδώσουν άδειες και να καταστούν νόμιμοι, τοιουτοτρόπως θα ελέγχονται για την καλή και υγιεινή τους λειτουργία παρά να αναγκάζουν τις γυναίκες τους είδους να δρουν παράνομα και επικίνδυνα. Διότι, κανένας νόμος η σώμα ασφαλείας μπόρεσε από αρχαιοτάτων χρόνων να εμποδίσει το επάγγελμα αυτό. Γι αυτό πιστεύω πως καλύτερα θα ήταν να υπήρχαν νόμιμοι οίκοι ανοχής υπο την παρότρυνση του κράτους, παρά το παράνομο κρυφό και επικίνδυνο σεξ που μόνο κινδύνους εμπεριέχει.

ΟΙ ΜΙΛΛΩΜΕΝΟΙ ΚΑΦΕΔΕΣ

Το κουγιούμι είναι ένα είδος νηστιάς κατασκευασμένο από γαλβανιζέ λαμαρίνα για να αποφεύγεται κατά το δυνατό το σκούριασμα της. Πάνω από τη φωτιά ενός ματιού που ανάβει με γκάζι, βρίσκεται η χόβολη με την άμμο όπου μέσα τοποθετείται το μπρίκι με τον καφέ. Πάνω από τη χόβολη υπάρχει ένα ντεποζιτάκι με νερό που ένεκα της καυτής άμμου σιγοβράζει. Από ένα μικρό κρουνό ο καφετζής γεμίζει το μπρίκι με νερό το οποίο πρεπει να είναι χλιαρό, γι αυτό υπάρχει ένα στούπωμα από το οποίο ο καφετζιής τροφοδοτεί με κρύο νερό, ώστε αυτό να παραμένει πάντα χλιαρό.     

Ο Καλαπάχης ήταν φίλος του Χαρίλαου και του έκανε αρκετές νουθεσίες, θέλοντας να τον πείσει να μην διακινδυνεύει την ελευθερία του και την υπόληψη του για λίγες όρνιθες, διότι στο τέλος αργά ή γρήγορα κανείς δεν γλίτωνε από το χέρι του νόμου, και κάποια μέρα θα πιανόταν στα πράσα. Ήξερε ότι ο Χαρίλαος είχε λιμπίσει να επισκέπτεται ένα ξαπώλητο χωράφι όπου μέσα έβοσκαν όρνιθες της γειτονιάς, και να αρπάζει ένα δυο τη κάθε φορά. Ήταν ένα χωράφι που ο κάτοχος του ήταν ξενιτεμένος μακριά, και το είχε παρατημένο και παραμελημένο. Ήταν γεμάτο με άγρια βλάστηση και οι όρνιθες από το διπλανό γουμά πετάσσονταν από τα ττέλια για να βοσκήσουν.  Η γερόντισσα Ευτυχού αναγκαζόταν να πεϊκλώνει τα πόδια τους για να μην μπορούν να πετάσσονται και μερικές να χάνονται, αλλά μάταια. Αυτές συνέχιζαν να βρίσκουν τρόπο να πηγαίνουν στο διπλανό χωράφι να βόσκουν, με αποτέλεσμα κάποιες να εξαφανίζονται. Ήταν γριά και ανήμπορη να παραφυλάξει να πιάσει τον κλεφτή, εξάλλου ο Χαρίλαος ήταν πολύ καπάτσος στο έργο του.

Όμως όπως ξέρουμε ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο, η Ευτυχού πληροφορήθηκε από καλοθελητές γειτόνους ότι ο Χαρίλαος που κατοικούσε στο παρέκει σπίτι, κάθε Κυριακή απόγευμα για να πάει να ανοίξει το καφενείο στο οποίο δούλευε, περνούσε από το ξαπώλητο χωράφι και άρπαζε μια όρνιθα. Την έσφαζε, την καθάριζε, την μαγείρευε και έκανε ένα καλό τσιμπούσι κάθε φορά, της είχαν πεί.

Αποφασισμένη να τελειώσει αυτή την ιστορία, ειδοποίησε την αστυνομία μυνώντας τους ότι αν τον επισκέπτονταν Κυριακή απόγευμα στο καφενείο, θα τον συνελάμβαναν επ αυτοφώρω. 

Ο Χαρίλαος έξω σε ένα χωράφι δίπλα στο τσιάκκι είχε τελειώσει το ξιφτέρισμα της όρνιθας και μπαίνοντας μέσα με ένα μυτερό τσιακκί ετοιμαζόταν να τη σκίσει και να της καθαρίσει τα εντόσθια. Ήταν μόνος στο καφενείο και βιαστικά προσπαθούσε να τελειώσει το καθάρισμα και να τη βάλει να ψηθεί στη κατσαρόλα που μισογεμάτη με νερό, έβραζε στη φωτιά. Ήθελε να τελειώσει γιατι ήρθε το σούρουπο και οι πελάτες θα άρχιζαν σιγά να καταφθάνουν. Η φωτιά κάτω από την άμμο στο κουγιούμι έβραζε όσο έπρεπε, έτοιμη να δεχτεί το μπρίκι με τον καφέ.

Το νερό μέσα στον μισογεμάτο κάδο σιγόβραζε κι αυτό. Ειχε πάντα μισοάδειο το κουγιούμι για να μπορεί να το πιντώνει όταν ζεσταινόταν πολύ, γιατι ο καφές για να ψηθεί καλά, χρειαζόταν χλιαρό νερό. Είχε ένα μεγάλο στούπωμα στο πάνω μέρος που το άνοιγε και έριχνε μέσα το νερό.

Σχεδόν είχε τελειώσει, αλλά ο νους του ήταν πάντα έξω στο δρόμο παρακολουθώντας να μην πιαστεί στα πράσα να μαγειρεύει τη ξένη όρνιθα από κάποιον που δεν έπρεπε και τον μαρτυρήσει. Έτσι κάθε τόσο έβγαινε στην αυλή και έριχνε μια ματιά στο βάθος του δρόμου παρακολουθώντας μην ερχόταν κάποιος ή κάποιο λαντρόβερ της αστυνομίας. Είχε πάντα το νου του, διότι ήξερε ότι στις πολλές φορές, σίγουρα κάποια φορά η αστυνομία θα τον επισκεπτόταν.

Εκείνη τη μέρα λοιπόν λίγο πριν τελειώσει με την όρνιθα, βγηκε έξω στη στράτα να ρίξει μια ματιά. Ήταν ερημος από κόσμο, κανεις δεν περπατούσε, αλλα μακριά στο βάθος του,  είδε να έρχεται ένα Αστυνομικό περιπολικό. Σκέφτηκε ότι ίσως να μην ήταν για λόγου του, αλλά δεν θα το άφηνε στην τύχη. Μπήκε μέσα λοιπόν στο τσιάκκι, και παίρνοντας την όρνιθα την έβαλε με το ζόρι μέσα στο στενό λαιμό του κουγιουμιού και την έσπρωξε μέσα στο νερό για τους καφέδες. Έβαλε και το στούπωμα, και με το πάσο του έκανε να βγει στην αυλή.

Δεν πρόλαβε όμως, μπούκαραν οι αστυνομικοί και τον έστησαν στον τοίχο. Ένας τον πρόσεχε, και οι άλλοι έψαξαν με πολλή προσοχή να βρουν την όρνιθα που είχε κλέψει. Ήταν σίγουροι γι αυτό, οι πληροφορίες τους ήταν ασφαλείς. Με άγριο τρόπο τον είχαν ακινητοποιημένο και με μανία έψαχναν. Έψαχναν και όλο έψαχναν, αλλά τίποτα δεν έβρισκαν. Εκνευρισμένοι στο τέλος σταμάτησαν την έρευνα, και προσπάθησαν με φοβέρες να τον ανακρίνουν και να τον κάνουν να ομολογήσει. 

Όμως ο Χαρίλαος δεν ανησυχούσε, γιατι ήξερε ότι κανείς ποτέ, δεν θα φανταζόταν ότι μέσα στο κουγιούμι θα σκεφτόταν να κρύψει μια όρνιθα.

Ήταν ένα σχέδιο που κατέστρωσε και είχε κατά νου να εφαρμόσει σε περίπτωση εφόδου της αστυνομίας -καλή ώρα-, που το είχε σχεδιάσει ύστερα από πολλή σκέψη, γιατι όπως πίστευε κανείς μα κανείς δεν θα φανταζόταν μια τόσο έξυπνη κρυψώνα.

Το κουγιούμι ήταν ένα ντεποζιτάκι  γεμάτο νερό πάνω από την καυτή άμμο, με το οποίο ο καφετζής έψηνε τους καφέδες.Ο καφές ψημένος στην άμμο έχει φήμη εκλεχτού ροφήματος, γιατι ψήνεται με τον παραδοσιακό τρόπο στο κουγιουμι. Αυτό επιτυγχάνεται γιατι ο καφές μέσα στο χάλκινο μπρίκι πάνω στη χόβολη με την άμμο που βράζει ψήνεται ομοιόμορφα και σε σταθερή θερμοκρασία, εξασφαλίζοντας έτσι μια ξεχωριστή ποιότητα.

Πριν μπουκάρουν λοιπόν οι Επικουρικοί αστυνομικοί στο καφενείο για έρευνα, ο Χαρίλαος πρόλαβε και έριξε μέσα στο κουγιούμι την όρνιθα όπως ήταν ξιφτερισμένη με τα εντόσθια εντός. Ήταν μια χώστρα που κανείς δεν θα σκεφτόταν, έτσι και οι Εγγλέζοι όσο κι αν έψαξαν δεν ανακάλυψαν τίποτα και έφυγαν άπραχτοι.

Ο λαιμός όμως στο κουγιουμι ήταν μικρός, και η όρνιθα δεν χωρούσε να βγει. Γι αυτό ο Χαρίλαος αποφάσισε να την αφήσει μέσα να βράσει ώσπου να καλοψηθεί για να ξιμασκαλίζεται, και ύστερα να την βγάλει κομμάτι με κομμάτι.

Τα νέα για την έρευνα από την αστυνομία διαδόθηκαν αμέσως σε όλο το χωριό, και οι κάτοικοι γεμάτοι περιέργεια κατέβηκαν στον καφενέ να μάθουν τι συμβαίνει. Ένας ένας κατέφθαναν και αφού κάθονταν, έδιναν την παραγγελιά τους. Οι καρέκλες όλες γέμισαν ασφυκτικά, και πολλοί έμειναν όρθιοι να πίνουν τον καφέ τους ακουμπισμένοι στους παραστατούς και στους τοίχους. Όλοι μιλούσαν και όλοι ρωτούσαν και έδειχναν μια μεγάλη ανυσηχία μήπως βρει τον μπελά του το καημένο το παραπαίδι, και έδειχναν όλοι να τον συμπονούν.

Εκείνη η μέρα έμεινε αξέχαστη στο Χαρίλαο, γιατι μαζεύτηκε όλο το χωριό και δεν προλάβαινε να φτιάχνει καφέδες. Παρόμοια κίνηση και τόσο μεγάλη είσπραξη μόνο κάθε Λαμπρή συνέβαινε, όταν όπως όριζε το έθιμο όλοι απο το χωριό και από μακριά, μαζεύονταν τα απογεύματα στην πλατέια για να παίξουν παραδοσιακά παιχνίδια και να ιδωθούν οι ξενιτεμένοι με τους ντόπιους.

Εκείνη η μέρα έμεινε αξέχαστη στο Χαρίλαο, γιατι βλέποντας όλους να ανησυχούν για πάρτη του τάχατες, μέσα του γελούσε. Ηταν πενηνταήμερο και σε λίγες μέρες θα ερχόταν το Πάσχα. Ήξερε ότι όλοι οι χωριανοί νήστευαν για να μεταλάβουν, ενώ αυτός τους έφτιαχνε να πιούν καφέ μιλλωμένο, αφού μέσα στο κουγιούμι στο βραστό νερό σιγοψηνόταν η όρνιθα που έχωσε.

Εκείνη η μέρα έμεινε αξέχαστη στο Χαρίλαο, γιατι μέσα του ένιωθε μια εφορία, είχαν τα πράγματα πάρει τη σειρά τους όπως αυτός τα είχε σχεδιάσει. Με το δίσκο στο χέρι μπαινοβγαίνοντας στο τσιάκι, περπατούσε και κάθε τόσο έριχνε μια ματιά στο φίλο του τον Καλαπάχη που καθόταν έξω στην αυλή, και στο συναπάντημα των βλεμμάτων τους και οι δυο μειδιούσαν ευχαριστημένοι. Ο Καλαπάχης έσουζε το κεφάλι του σε ένδειξη παραδοχής για το σιεϊττανίκκι του φίλου του. Έφερνε στο νου του τες πολλές νουθεσίες να είναι προσεχτικός που του έκανε, ενώ Χαρίλαος τον άκουγε και γελούσε λέγοντας του ότι δεν φοβόταν, γιατι είχε σχέδιο για τέτοια περίπτωση, πώς να γλιτώσει.

Ο παπάς του χωριού που καθόταν στην άλλη μεριά της αυλής τον ρώτησε πως μπορούσε να είναι ευδιάθετος ύστερα από την περιπέτεια που είχε, αλλά πριν προλάβει να του απαντήσει, δέχτηκε μια φιλοφρόνηση από τον επίτροπο της εκκλησιάς τον ΧατζιηΕυστάθιο που καθόταν μαζί με τον παπά.

-Σήμερα Χαρίλαε ο καφές σου είναι θεσπέσιος, έβαλες τίποτα μέσα;

Ο Χαρίλαος προτιμώντας να απαντήσει πρώτα στη φιλοφρόνηση του Χατζιη Ευστάθιου, είπε,

-Μα όχι ΧατζιηΕυτάθιε, δεν έβαλα τίποτα μέσα. Ο καφές σήμερα είναι δικής μας εισαγωγής από τη Μέκκα, είναι ολόφρεσκος και τον αλέθουμε επί τόπου,

απάντησε ο Χαρίλαος κάνοντας όλους τους θαμώνες να μείνουν ευχαριστημένοι για τον ολόφρεσκο καφέ που μπορούσαν να απολαμβάνουν και τον οποίο με τόση μαεστρία έψηνε ο μισταρκός του καφενέ χωρίς καν να περάσει από τη σκέψη τους ότι έπιναν μιλλωμένους καφέδες.

ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Πριν γίνει αρχιεπίσκοπος Κύπρου το 1767, ο Χρύσανθος είχε διατελέσει για πέντε χρόνια επίσκοπος Πάφου ως Χρύσανθος Α'. Από τη θέση αυτή, προώθησε ως δραγουμάνο τον Χατζηγεωργάκη Κορνέσιο από την Κρήτου Τέρρα ο οποίος ήταν συγγενής του, παντρεμένος με την ανιψιά του Μαρουθκιάν Παυλίδη. Η Μαρουθκιά με το παιδί της πνίγηκε λίγα χρόνια πριν, όταν το πλοίο που ταξίδευε για τους Αγίους τόπους έπεσε σε τρικυμία και ναυάγησε στις ξέρες του Φουρφουρή στη Χλώρακα. Η συνεργασία του Αρχιεπισκόπου και του Δραγουμάνου προσέδωσε και στους δυο σημαντική ισχύ, που όμως προκάλεσε τον φθόνο των αγάδων οι οποίοι υποκίνησαν εξέγερση που οδήγησε στην πτώση του Χατζηγεωργάκη και τη φυγή του στην μεγάλη πύλη για να βρει το δίκαιο του το 1808, όπου όμως εκτελέστηκε δια αποκεφαλισμού. Κατά κακήν του τύχη έπεσε σε ένα υψηλά ιστάμενο αξιωματικό ο οποίος κατά το παρελθόν όταν υπηρετούσε στην Αίγυπτο και περνώντας από την Κύπρο για να πάει στην Τουρκία, επισκέφθηκε τον Χατζηγεωργάκη φορώντας κίτρινα σανδάλια σημάδι πως ήταν ένας απλός λοχίας, και του ζήτησε δυο πουγγιά γρόσια. Ο Δραγουμάνος όμως του έδωσε μόνο ένα, γνωρίζοντας πως θα ήταν χωρίς επιστροφή.

Ο Οθωμανός Τούρκος νευριασμένος, φεύγοντας μουρμούρισε στα Τούρκικα «Έν θε να ππέσεις στα χέρια μου»;. Ανταπαντώντας ο Χ΄Γεωργακης του λέει «σαν εσένα με κίτρινα υποδήματα, τα μάτια μου είδαν πολλούς».

Δεν παρήλθε πολύς καιρός από της αναχωρήσεως του Τούρκου αξιωματικού, και ήρχισε ο  φοβερός διωγμός από τους Τούρκους εναντίον του Χ΄Γεωργάκη. Τον εξύβριζαν και τον ελιθοβολούσαν, υπέφερε τα πάνδεινα, και τα παράπονα του δεν εισακούοντω. Έπαυσε να έχει ισχύ. Ηναγκάσθην να κλειστεί εις την οικία του, αλλά και πάλι εδέχετω ενοχλήσεις.

Ο ίδιος διωγμός κατά την ίδια χρονική περίοδο, συνέβαινε και στον Καραβά εναντίον του Χριστοδούλου Παλταδώρου, φίλου του Χ΄Τζηγεωργάκη. Αυτός ήτο ένας ευφυής άνθρωπος, και εσυμβούλευσε τον φίλο του, να μεταβούν στην Κ/Πόλη και να ζητήσουν ακρόαση στη Μεγαλη Πύλη. Με τη μεσολάβηση του Άγγλου Πρόξενου στην Λάρνακα, επιβιβάστηκαν σε πλοίο, και έφτασαν στην Πόλη, ελπίζοντας ότι με την βοήθεια της Αγγλικής Πρεσβείας, με τα συστατικά γράμματα που είχαν από τον Άγγλο Πρόξενο στην Κύπρο, και με την βοήθεια των ισχυρών φίλων που είχαν εκεί, θα εύρισκαν προστασία ώστε να επανέλθουν στην Κύπρο δικαιωμένοι. Άμα έφτασαν, ο Παλταδωρος πρότεινε να μεταβούν στην Αγγλική Πρεσβεία για να επιδώσουν τις συστατικές επιστολές. Αλλά ο Δραγομάνος επέμενε να παει αμέσως στην Υψηλή Πύλη, ελπίζοντας να έβρει αμέσως δικαίωση, έτσι είπε στον φίλον του, αυτός να παει στην Πρεσβεία, και ο ίδιος επήγε στην Υψηλή Πύλη. Φθάνοντας εκεί, έσπευσε αμέσως εις τον Βεζίρη ο οποίος οπού τον βλέπει τον ερωτά εάν τον ενθυμείται. «Πως μπορώ εγώ ο ταπεινός να γνωρίζω ένα τόσο υψηλό πρόσωπο»; Απήντησε ο Δραγουμάνος. «Είμαι εκείνος ο οποίος ήλθων εις την οικία σου με τα κίτρινα σανδάλια και ες΄υ με επεριφρ’ονησες», ανταπήντησε εκείνος. Και ευθύς αμέσως, χωρίς άλλη διαδικασία, διέταξε «Αποκεφαλίστε αυτόν», και η διαταγή εξετελέσθη αμέσως.  

Αυτό εσυνέβη για ένα απλό περασμένο επεισόδιο που ο Δραγουμάνος ούτε το ενθυμείτο καν. Έχασε τη ζωή του δια αποκεφαλισμού. Τον σκότωσαν, του πήραν το κεφάλι, το κάρφωσαν σε ένα κοντάρι, και το εξέθεσαν σε κοινή θέα ως εσυνήθιζαν να πράττουν οι Τούρκοι τον καιρό εκείνο. 

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρύσανθος (1767-1810) πριν ενδυθεί τα ράσα, ήταν πολίτης και νυμφευμένος, και είχε αποκτήσει και έναν υιό. Όταν η σύζυγος του απέθανε, αυτός ιερώθηκε, και το 1762 εξελέγη στον μητροπολιτικό θρόνο Πάφου, ενώ το 1767, ανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου. Ήταν γνωστό της πάση, ότι έπιαναν πολύ οι κατάρες του. Η εξέγερση του 1804 δεν κλόνισε την ισχύ του. Η πτώση όμως του Κορνέσιου το 1809  επέτρεψε στους πολιτικούς του αντιπάλους μεταξύ αυτών και του Κυπριανού ο οποιος διεκδικούσε το θρόνο με οποιονδήποτε τρόπο, να τον κατηγορήσουν  ότι δημιούργησε μεγάλα χρέη στην εκκλησία, ότι προωθούσε τους συγγενείς του στα διάφορα εκκλησιαστικά αξιώματα, και ότι συνεργαζόταν με άλλους για επανάσταση. Έτσι πέτυχαν να εκδοθεί σουλτανικό διάταγμα εξορίας του αρχιεπισκόπου στην Εύβοια. Μεταφερόμενος με άμαξα από τους Τούρκους στο λιμάνι της  Λάρνακας για το ταξίδι της εξορίας, ζήτησε από τους φρουρούς του να τον αφήσουν να προσευχηθεί για τελευταία φορά στα χώματα της Κύπρου. Γονατιστός και βλέποντας προς τη μεριά της Λευκωσίας, παρακάλεσε το Θεό όπως στον υπαίτιο που παρακίνησε τους Τούρκους να τον εξορίσουν, να πέσει τιμωρία στο κεφάλι του, και να κρεμαστεί από τους Τούρκους. Στην εξορία αφού πέρασαν 5 μήνες, απεβίωσε. Ανελαβε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ο Κυπριανός, ο οποίος το 1821 συνελήφθη από τους Τούρκους και κρεμάστηκε.

ΟΙ ΑΝΕΡΑΔΕΣ


Μια φορά τον παλαιόν καιρό στα Παλιόκαστρα της Πάφου, ήταν ένα βοσκόπουλο που μια μέρα αποφάσισε να βοσκήσει τα πρόβατα του λίγο μακρύτερα απ ότι συνήθως. Έφτασε ως τον Καπυρό, ένα πλούσιο από βλάστηση κάμπο στο χωριό της Χλώρακας. Ήταν μια όμορφη περιοχή με ψηλά δένδρα και πλούσια βοσκή, αλλά και τρεξιμιό νερό που πήγαζε από τη γη σχηματίζοντας ένα μικρό ποταμάκι. Το ποταμάκι πριν συνεχίσει το δρόμο του για την θάλασσα σχημάτιζε μια μικρή λιμνούλα που ξεχείλιζε, και το νερό ύστερα συνέχιζε το δρόμο του.

Τα πρόβατα απλώθηκαν και έβοσκαν ήσυχα, γι αυτό το βοσκόπουλο ξάπλωσε κάτω από τον πυκνό ίσκιο των ψηλών δέντρων χωρίς να έχει όρεξη να φύγει. Όταν είρθε το δείλη, σκέφτηκε να διανυχτερέψει εκεί, ώστε το κοπάδι του να βοσκήσει και την άλλη μέρα το πλούσιο χορτάρι, και αυτός να απολαύσει περισσότερο την δροσιά του καιρού και την ομορφιά του τοπίου. Κοίταξε στη βούρκα του, και διαπιστώνοντας πως είχε τροφή και για την επόμενη μέρα, αποφάσισε να κάμει αυτό που σκέφτηκε.

Όταν τα πρόβατα σιγά με το βραδύς ηρέμισαν, έγειρε και ο ίδιος πάνω σ ένα γουνάρι φύλλα και αποκοιμήθηκε με το τραγούδι των γρυλλίδων σαν νανούρισμα. Το τραγούδι των γρύλλων ήξερε πως είναι οιωνός για καλοτυχία και ευημερία, γι αυτό καθώς πίστευε  στους οιωνούς, ακούγοντας τους ευχαριστημένος παραδόθηκε στον Μορφέα.

Ξαφνικά κοντά στα μεσάνυχτα τον γλυκό του  ύπνο διέκοψαν φωνές, γέλια και τραγούδια. Ανασηκώθηκε λίγο και στο φεγγαρόφωτο που έριχνε τις αχτίνες του μέσα από τα πλατιά φύλλα των ευκαλύπτων, είδε κοπέλες όμορφες να χαριεντίζονται και να παίζουν μέσα στα νερά της λίμνης. Έκθαμβος τις παρακολουθούσε να λούζονται και να χτενίζονται, και σκεφτόταν αν όσα έβλεπε ήταν πραγματικότητα, ή αποτέλεσμα του τραγουδιού των γρύλλων που τον επηρέασαν.

Όμως ναι, όσα έβλεπε ήταν αληθινά. Ήταν πραγματικές νεράιδες των νερών, που συνήθιζαν μετά τα μεσάνυχτα να βγαίνουν στις δροσερές πηγές να λούζονται υπό τη σκεπή των αστεριών.

Σηκώθηκε ανάλαφρα χωρίς φασαρία, και σίμωσε κοντά τους. Κρυμμένος πίσω από ένα κομό δένδρου, τις είδε όλες πανέμορφες να στροβιλίζονται με χάρη, και η μελωδική τους φωνή σαν γλυκό βάλσαμο κατέκλυζε το είναι του και εύφραινε την καρδιά του.

Και ανάμεσα σε όλες, ξεχώρισε μια με κατάμαυρα μαλλιά που χόρευε καλύτερα και ήταν ομορφότερη από τις άλλες.

Απέμεινε να τις κοιτάζει ώρα πολλή, και λίγο πριν το ξημέρωμα να φεύγουν και να χάνονται στον πρωινό ορίζοντα, ενώ στα αφτιά του έμεινε ο γλυκός απόηχος από τα κρυστάλλινα γέλια τους και τα χαρούμενα τραγούδια τους.

Από εκείνο τον καιρό η όμορφη νεράιδα έμεινε στη σκέψη του και δεν μπορούσε να την βγάλει. Την αγάπησε με πάθος, και μαράζωνε και ήταν πολύ δυστυχισμένος που δεν μπορούσε να την έχει δικιά του. Συνεχώς την σκαφτόταν, και η καρδιά του πονούσε από τον παράφορο έρωτα που φώλιασε μέσα της. Άλλη σκέψη και έγνοια δεν είχε, κατάλαβε πως αν δεν έκανε κάτι να την αποκτήσει, θα τρελαινόταν.

Γι αυτό σκέφτηκε να ρωτήσει άλλους ανθρώπους μήπως ήξεραν, να τον συμβουλεύσουν. Αποφάσισε να συμβουλευτεί τους γεροντότερους, και ένας από αυτούς του είπε ότι μαγεύτηκε από την ανεράδα και μόνη ελπίδα να ξεματιαστεί, ήταν να την στεφανωθεί. Αλλά αυτό οπωσδήποτε ήταν αδύνατο, γιατί οι ανεράδες ήταν άπιαστες μάγισσες και πως για να χάσουν τα μάγια τους θα έπρεπε πρώτα να αιχμαλωτιστούν και να εκτεθούν άπλετα στο φως της ημέρας και να λουστούν στις ακτίνες του ήλιου.

Έκατσε το βοσκόπουλο και σκέφτηκε καλά τι να κάμει, και αποφάσισε να παραμονέψει και να αιχμαλωτίσει την αγαπημένη του. Ήξερε πως ήταν δύσκολο, και πως χρειαζόταν πονηριά.

Έκαμε λοιπόν τα σχέδια του, και τα έβαλε σε εφαρμογή. Παραμόνεψε πολλές νύχτες κρυμμένος δίπλα στη μικρή λίμνη, και οπλισμένος με υπομονή από την πολλή αγάπη που είχε μέσα του, άντεξε αγόγγυστα το πολυήμερο καρτέρι που έστησε.

Πέρασαν μέρες και οι νεράιδες δεν φαίνονταν. Σκέφτηκε ότι θα βρήκαν άλλες λίμνες ομορφότερες, αλλά ήταν σίγουρος, κάποτε θα τις βαριόντουσαν και θα επέστρεφαν πίσω.

Πέρασαν κι άλλες μέρες, και ένα βράδυ κοντά στα μεσάνυχτα, άκουσε τα γέλια πάλαι  να γεμίζουν με όμορφους μουσικούς ήχους τη φεγγαρόλουστη νύχτα. Ήξερε ότι η προσμονή του τέλειωσε, εκείνη τη νύχτα θα την έκανε δική του.

Όταν οι νεράιδες μέσα στη λίμνη άρχισαν να χορεύουν και να τραγουδούν, μόλις η αγαπημένη του στάθηκε σε ένα συγκεκριμένο σημείο, τράβηξε το δίχτυ που είχε στήσει πάνω στα κλαριά του ευκαλύπτου που απλώνονταν πάνω από τη λίμνη, και αιχμαλώτισε την καλή του. Σαν το ψάρι σπαρταρούσε η καημένη, και φώναζε βοήθεια. Μα το βοσκόπουλο αποφασισμένο, φανερώθηκε και φωνάζοντας δυνατά, φόβισε τις άλλες νεράιδες που έφυγαν μακριά χωρίς να μείνουν να την βοηθήσουν

Έμεινε να την κοιτάζει στο σπαρτάρισμα και στο φόβο της και να τη λυπάται, όμως με σφιγμένη την καρδιά περίμενε μέχρι που ο Ήλιος ανέτειλε και οι αχτίνες του έλουσαν την μάγισσα νεράιδα.

Και αμέσως αυτή ημέρεψε, έχασε τα μάγια της και έμεινε μια απλή κοπέλα χωρίς μαγικές ιδιότητες.

Χαρούμενο το βοσκόπουλο έσκυψε και την απελευθέρωσε, την αγκάλιασε και της είπε να μην φοβάται γιατί αυτός θα την προστατεύσει.

Την πήρε μαζί του και την παντρεύτηκε. Από εκείνο τον καιρό, όλα του πήγαν δεξιά, γιατί καθώς φαίνεται η μαγική αύρα που περιέβαλλε την καλή του σύζυγο, δεν την εγκατέλειψε. Απέκτησε πλούτη και περιουσία, και έγινε άρχοντας. Και η ευτυχία του συμπληρώθηκε καθώς απόκτησε με την καλή του και μια όμορφη κόρη που την ονόμασαν Μαργαρινή.

Και ο καιρός περνούσε, και ο κάθε χρόνος ήταν καλύτερος από τον προηγούμενο. Το βοσκόπουλο έγινε μεγάλος βοσκός, απέκτησε πολλά πρόβατα και κτήματα και χρήματα, και είχε μεγάλη ευτυχία έχοντας δίπλα του τις δυο αγαπημένες του. Και μέσα σε όλη αυτή τη χαρά, σκέφτηκε πως θα ήταν καλά να αγοράσει τον κάμπο στον Καπυρό, ώστε να προσφέρει λίγη χαρά στην αγαπημένη του σύζυγο, που από τον καιρό που την παντρεύτηκε έμεινε μελαγχολική και αγέλαστη. Σκέφτηκε πως αν μετακόμιζαν εκεί στους γνώριμους τόπους, θα ξαναέβρισκε τη χαρά της.

Αυτό έκαμε λοιπόν, αλλά αντί ο παλιός γνώριμος τόπος να αρέσει στη σύζυγο του, άρεσε στην κόρη του την Μαργαρινή, και όπως κάτι βαθύ να την συνέδεε μαζί του, καθημερινά έκανε τον περίπατο της εκεί. Καθόταν δίπλα στα γάργαρα νερά κάτω από τον βαθύ ίσκιο των δένδρων και κοίταζε το νερό σαν μαγεμένη, και έλπιζε να έβγαιναν οι ανεράδες να την έπαιρναν μαζί τους.

Ώσπου κάποια μέρα κοντά στα μεσάνυχτα τα βήματα της την οδήγησαν και πάλιν στη λίμνη.

Το φεγγάρι που ήταν ολόγιομο και οι αχτίδες του διαπερνούσαν τα πυκνά πλατιά φύλλα των ευκαλύπτων και φώτιζαν τη λίμνη, για μια στιγμή φώτισαν  μια όμορφη νεράιδα να βγαίνει από τα νερά και να γνέφει στην όμορφη κόρη να πάει κοντά της. Η Μαργαρινή πήγε κοντα  της, και σε λίγο μαζί με άλλες ανεράδες που βγήκαν από το νερό, έστησαν χορό ως το ξημέρωμα, και λίγο πριν βγει ο ήλιος, όλες μαζί με γέλια και τραγούδια με την όμορφη Μαργαρινή χαμογελαστή ανάμεσα τους, χάθηκαν μέσα στα βάθη της λίμνης…

ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥ ΑΗ ΝΙΚΟΛΑ

Το αρχαίο ξωκκλήσι του Αη Νικόλα στη Χλώρακα στέκει στην άκρη ενός γκρεμού, και πριν χρόνια οι κάτοικοι αποφάσισαν να κτίσουν τοίχο για να μην κινδυνεύουν τα μικρά παιδιά να πέσουν να χτυπήσουν. Κουβάλησαν πέτρες και πρόσλαβαν μαστόρους και αρχίνησαν να κτίζουν.

Την πρώτη μέρα έβαλαν σημάδια και έκτισαν τις πρώτες σειρές με πέτρες πελεκητές όμορφα κτισμένες, ομοιόμορφες με το μικρό εκκλησάκι που και αυτό ήταν πετρόκτιστο από αρχαίες πέτρες. Η νύχτα όταν έφτασε σχόλασαν οι εργάτες, πήγαν σπίτι τους να ξεκουραστούν ως την άλλη μέρα το πρωί.

Την άλλη μέρα το πρωί όμως όταν πήγαν να δουλέψουν, βρήκαν τον τοίχο χαλασμένο και τις πέτρες σωριασμένες στο χώμα. Σκέφτηκαν πως σίγουρα κάποιος ιερόσυλος τον χάλασε, το συζήτησαν, κάκισαν την πράξη, αλλά δεν μπόρεσαν να σκεφτούν κάποιον που θα προέβαινε σε τέτοια αμαρτία.

Ο μάστρε Στάθιος ο πρωτομάστορας αποφάνθηκε πως η ζημιά ήταν λίγη, και διέταξε να πιάσουν δουλειά από αρχής.

Και αρχίνησαν ξανά. Έκτισαν τον μισό τοίχο και σχόλασαν για να επιστρέψουν την επομένη να τον τελειώσουν.

Το άλλο πρωί όμως έκπληκτοι τον βρήκαν ξανά χαλασμένο. Διάφορες σκέψεις άρχισαν να τους τριβελίζουν το συλλογισμό.

-Μήπως πάλι ο νυχτοβάτης ξαναχτύπησε,

είπαν κάποιοι. 

-Μήπως τα τσιμέντα που έφτιαχναν τη λάσπη ήταν χαλασμένα,

αναφώνησε ένας εργάτης.

-‘Η μήπως ήταν θέλημα του Αγίου,

αποφάνθηκε ένα γεροντάκι.

Τα νέα διαδόθηκαν σε όλο το χωριό και οι άνθρωποι συζητούσαν και έκαναν εικασίες.

Οι γριούλες καθώς θεοφοβούμενες, αποφάνθηκαν πως ήταν θέλημα του Αγίου και πως έπρεπε να σταματήσουν το κτίσιμο. Πήγαν στον Παπακώστα και του φανέρωσαν τις σκέψεις τους και του ζήτησαν να διατάξει να σταματήσει το κτίσιμο.

Ο Παπακώστας τους είπε ότι συμφωνεί, αλλά για να είναι σίγουρος, θα συνέχιζε ακόμα μια φορά, και αν ο τοίχος ξαναχαλούσε, τότε θα ήταν φανερή και αδιαφιλονίκητη η επιθυμία του Αη Νικόλα.

Έτσι την επόμενη μέρα οι κτίστες αρχίνησαν να ξανακτίζουν τον τοίχο. Οι εργάτες με δέος στη καρδιά δούλευαν και εκστασιασμένοι δόξαζαν τον Άγιο καθώς η πίστη για θαύμα φώλιαζε σιγά σιγά στις καρδιές τους.

Ο μάστρε Στάθιος πονηρός όμως, αφού έλεγξε ότι ήταν γερά κτισμένες οι πέτρες, σκέφτηκε να παραφυλάξει τη νύχτα για να διαπιστώσει την αλήθεια. Όταν βράδιασε στήθηκε απόμερα και παρακολουθούσε. Πέρασαν οι ώρες, δεν συνέβηκε τίποτα, ήρθε το χάραμα. Κουρασμένος και ξαγρυπνισμένος, πήγε στο καφενείο να πιει καφέ, και από εκεί με τους εργάτες αλλά και κάμποσους χωριανούς που τους έτρωγε η αγωνία και η περιέργεια, κίνησαν για τον Άγιο Νικόλα να τελειώσουν τον τοίχο.

Όμως τι έκπληξη, βρήκαν τις πέτρες πάλιν χαλασμένες ριγμένες στο έδαφος. Έμειναν όλοι άφωνοι, πίστεψαν σίγουρα πως ήταν το θέλημα του Αγίου.

Ο Παπάκωστας σίγουρος πλέον, κάλεσε την εκκλησιαστική επιτροπή για να συζητήσουν το μέγα γεγονός.

-Είναι φανερό πως ο Άη Νικόλας που είναι και κύριος των θαλασσών, δεν επιθυμούσε τον τοίχο γιατί θα του έσκιαζε τη θέα του πελάγου που απλωνόταν απρόσκοπτα κάτω από το εκκλησάκι,

τους είπε,

-γι αυτό αντί τοίχο θα έπρεπε να τοποθετήσουν κάγκελα ώστε να σεβαστούν την επιθυμία του Αγίου, και ταυτόχρονα να μην κινδυνεύουν τα μικρά παιδιά που μαζεύονταν στην αυλή για να παίξουν.

Φώναξαν λοιπόν τον κωμοδρόμο του χωριού και κατασκεύασε κάγκελα σιδερένια. Έτσι έμεινε ευχαριστημένος ο Άη Νικόλας, έμειναν ευχαριστημένοι οι γονιοί για τα παιδιά τους, έμειναν ευχαριστημένοι και όλοι οι κάτοικοι του χωριού που εκπλήρωσαν την επιθυμία του Άη Νικόλα. 

Παλιά ο Άη Νικόλας ήταν για τις ψυχές πρώτα να τις παίρνει, αλλά συμπονούσε τους νέους και έπαιρνε τους γερόντους. Για αυτό ο Θεός τον έβγαλε από τη θέση του και έβαλε τον Μιχαήλ Αρχάγγελο που ήτανε πιο σκληρός.

Ο Άη Νικόλας ήταν ίλαρος και πονόψυχος, και στεναχωριόταν όταν έπαιρνε τις ψυχές των νέων.

Μια φορά τον έστειλε ως προπομπό στη Χλώρακα να πάρει τη ψυχή μιας νέας κοπελιάς. Ήταν η μικρή αδερφή του Παπάκωστα η Στασού, η ομορφότερη του χωριού, κόρη υπάκουη με καλές καταβολές, φρόνιμη και προκομένη. Οι γονείς της και τα αδέρφια της σαν στερνοπαίδι την αγαπούσαν πολύ και ήσαν υπερήφανοι καθώς είχε όλες τις χάρες του κόσμου. Είχε καλοσύνη, σεβασμό, ομορφιά, εξυπνάδα και καλή ανατροφή.

Έτσι εκείνο το πρωί που την βρήκαν στο κρεββάτι πεθαμένη όπως να κοιμόταν, ο πόνος τους ήταν αβάσταχτος και ασύλληπτος. Ο θρήνος τους σπάραζε τις καρδιές όλων των χωριανών, και κανείς δεν ήθελε να πιστέψει πως ο Άη Νικόλας που πριν λίγες μέρες έκανε το θαύμα του στο χωριό, τώρα πήρε την ψυχή της νιας κοπέλας που όλοι αγαπούσαν και εκτιμούσαν. Πως ήταν δυνατόν να γίνει τέτοιο άδικο; Τόσοι γέροι στο χωριό, γιατί δεν πήρε έναν από αυτούς; Γιατί πήρε τη νέα κοπέλα μόλις είκοσι χρονών; Κάποιοι τα έβαλαν με το Θεό, και κάποιοι με τον Άη Νικόλα.

Ο Παπάκωστας όμως πολύ πιστός στο Θεό, συντετριμμένος πήρε τη στράτα για το μικρό παρεκκλήσι και γονάτισε μπροστά στο εικόνισμα του Αγίου για πολλή ώρα να προσεύχεται και να τον θερμοπαρακαλεί να ξανακάμει ακόμα ένα θαύμα. Ύστερα με μια κρυφή ελπίδα ότι οι προσευχές του εισακούστηκαν, πήρε το δρόμο του γυρισμού.

Όταν σιμά στο πατρικό του σπίτι έφτασε, άκουσε χαρούμενες φωνές να φτάνουν στα αφτιά του. Αλαφιασμένος από αγωνία και με μια ελπίδα ότι ίσως να γίνηκε το θαύμα, έτρεξε με όση δύναμη είχε.

Φτάνοντας βρήκε την μικρή του αδερφή να κάθεται ολοζώντανη στο κρεββάτι της, όπως να είχε μόλις ξυπνήσει, ενώ όλοι γύρω φώναζαν χαρούμενοι και έκαναν το σταυρό τους.

Σκέφτηκε πως ο Άη Νικόλας έκαμε ακόμα ένα θαύμα για να αποδείξει την Αγιότητα του σε όσους δεν πίστευαν, αλλά και σε όσους πίστευαν.

Υ.Γ.

‘Όταν ο Θεός τον ρώτησε γιατί παράκουσε, ο Άη Νικόλας βρήκε δικαιολογία πως νόμισε ότι διαταγή είχε να πάρει την ψυχή μιας άλλης Στασούς από άλλο χωριό, και ότι έκανε ένα λάθος το οποίον ύστερα διόρθωσε

Από εκείνο τον καιρό ο Θεός έβγαλε τον Άη Νικόλα που ήταν να παίρνει τις ψυχές, και έβαλε τον Μιχαήλ Αρχάγγελο που ήτανε πιο σκληρός.

Ο ΚΩΣΤΑΝΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΡΙΟ ΤΗΣ ΠΕΓΕΙΑΣ

Ο Γιωρκάτσιης ένας χωρικός από τη Πέγεια, είχε μια λόττα που μια μέρα χάθηκε. Πιστεύοντας ότι την έκλεψε ένας γείτονας του ο Χαραλάμπης, τον κατήγγειλε στην αστυνομία. Τον κατηγόρησαν και τον έστειλαν στο δικαστήριο, αλλά ο δικαστής τον δίκασε αθώο γιατί δεν υπήρχαν μαρτυρίες και αποδειχτικά στοιχεία.

Έμεινε ο Γιωρκάτσιης μαραζωμένος που έχασε την περιουσία του πιστεύοντας ότι το δικαστήριο δεν απόδωσε δικαιοσύνη, και έχοντας άχτι τον Χαραλάμπη, δεν του μιλούσε και τον κατηγορούσε για κλέφτη στα καφενεία. Όλο σκεφτόταν τη χαμένη του περιουσία και όλο μαράζωνε.

Ο Χαραλάμπης πικραμένος και προσβεβλημένος μαράζωνε κι ‘αυτός, και μούτρα δεν είχε να κυκλοφορεί. Σταμάτησε να πηγαίνει στοΝ καφενέ, και σκεφτόταν γιατί τον κατηγορήσουν άδικα, και του έμεινε μια τέτοια ρετσινιά.

Οι χωριανοί μοιράστηκαν στα δυο, άλλοι πίστευαν στην ενοχή του, άλλοι στην αθωότητα του, και άλλοι δεν ήξεραν τι να πιστέψουν.

Οι μέρες περνούσαν, ώσπου μια μέρα το νερό της Βρύσης του χωριού άρχισε να τρέχει θολό, και από τα βάθη του λαγουμιού, ακούγονταν βρυχηθμοί και μουγκρίσματα. Και αυτό συνεχίστηκε για μέρες, το νερό μια έβγαινε θολό, και μια καθαρό. Τα μουγκρητά μια σταματούσαν, μια άρχιζαν.

Φοβισμένοι οι κάτοικοι έπλαθαν ιστορίες. Πίστεψαν ότι ήταν ένας δράκος του νερού, ένα ζώθκιο. Καμιά γυναίκα δεν πήγαινε να γεμώσει νερό, και ο τρόμος φώλιασε στις καρδιές τους.

Δεν είχαν νερό να πιούν και να πλυθούν καθώς φοβόντουσαν να πάνε στη βρύση, ενώ τις νύχτες άκουγαν τα κογκήματα από τα βάθη της γης, και περισσότερο τους έζωνε ο φόβος.

Κάθισαν λοιπόν σε σύσκεψη οι προεστοί, και έβγαλαν φιρμάνι, πώς θα έδιναν αμοιβή σε όποιον έμπαινε στο λαγούμι να σκοτώσει τον δράκο.

Το φιρμάνι κυκλοφόρησε στα γύρω χωριά και το άκουσε ο Κωσταντάς από τη Χλώρακα, ένας φημισμένος παλικαράς.

Είχε καρδιά λιονταριού και ήταν ανδρείος. Στη πάλη δεν τον νικούσε κανείς, και τα κατορθώματα του ήταν ξακουστά. Αποφάσισε πως μόνο αυτός μπορούσε να νικήσει το θεριό, γιατί γνώριζε πως άλλος κανείς δεν ήταν σαν κι’ αυτόν. Δεν σκέφτηκε την αμοιβή, παρα μόνο τη φήμη του που θα εξαπλωνόταν σε όλη την κοινωνία.

Γυάλισε λοιπόν τα άρματα του και κίνησε για την Πέγεια. Καβαλίκεψε τον μαύρο του και σε λίγες ώρες καμαρωτός μπήκε στο χωριό. Οι κάτοικοι που ήξεραν την ανδρειά του, του επεφύλαξαν θερμή υποδοχή. Οι προεστοί τον καλωσόρισαν, τον κέρασαν καφέ και του εξήγησαν τα γεγονότα.

Η άφιξη ενός τέτοιου παλικαρά, εμψύχωσε κάποιους νεαρούς που ήθελαν να του έμοιαζαν, και δυό  παλικάρια αποφάσισαν πως με ένα τέτοιο σύντροφο θα μπορούσαν και αυτοί να πολεμήσουν το θεριό. Έτσι προσφέρθηκαν να γίνουν βοηθοί του στο κυνήγι του δράκου.

Μαζί λοιπόν και οι τρεις, μπήκαν στο λαγούμι. Μπροστά ο Κωνσταντάς με τη μάχαιρα στο χέρι, και οι άλλοι με δάδες στα χέρια πίσω του, του έφεγγαν τον δρόμο.

Εκείνη την ώρα το θεριό, ίσως γιατί τους άκουσε σκέφτηκαν, άρχισε να μουγκρίζει. Οι βρυχηθμοί ακούγονταν ανατριχιαστικοί καθώς ο αντίλαλος μέσα στο λαγούμι τους πολλαπλασίαζε και τους έκανε περισσότερο ανατριχιαστικούς. Οι νεαροί άρχισαν να φοβούνται, αλλά ο αντρειωμένος Κωνσταντάς τους καθησύχασε. Και έτοιμος για να δώσει τη μάχη, προχωρούσε σκυφτός μέσα στο μακρύ λαγούμι που όσο τους χωρούσε για να συναντήσει το θεριό.

Έξω οι χωριανοί μαζεμένοι με αγωνία και αδημονία, καρτερούσαν και από μέσα τους προσεύχονταν ο Θεός να βοηθήσει τους γενναίους να τα καταφέρουν. Η ώρα έμοιαζε αιώνια, η αναμονή ήταν μεγάλη, τρομερή, ατελείωτη.

Ξαφνικά τα μουγκρητά σταμάτησαν και μια άκρα σιωπή έπεσε σαν νεκρική σιγή. Κανείς δεν μιλούσε, όλοι σώπαιναν, η αγωνία του φόβου τους άφησε χωρίς φωνή… 

Και να που επιτέλους από τα βάθη του λαγουμιού και του σκοταδιού, είδαν αμυδρά να  φεγγοβολούν οι δάδες, σημάδι πως ήταν καλά, πως επέστρεφαν πίσω.

Ανακουφισμένοι βρήκαν τη φωνή τους και αναφώνησαν χαρούμενοι, και δόξασαν το Θεό. Επιτέλους τέλειωσε το κακό, θα είχαν πάλι νερό να πιούν έλπισαν όλοι.

-Ευτυχώς που υπάρχουν άξια παλικάρια που βοηθούν τους ανθρώπους,

.είπε ο Μούχταρης.

-Τους πρέπει τιμή και δόξα,

είπε κάποιος άλλος.

Και ανέφαναν από τα σκοτάδια τα παλικάρια να ξεπροβάλλουν, και ως νέοι Ηρακλείς που επιτέλεσαν ακόμα ένα άθλο, φάνηκαν στα μάτια των χωρικών. Μαζί τους έσερναν το δράκο, ένα μαύρο θεριό,  που όμως τι παράξενο, ήταν ήρεμο σαν ήμερο ζώο. Όλοι έτρεξαν κοντά, και με έκπληξη αντίκρυσαν να σέρνουν μια λόττα που τους ακλουθούσε ήρεμα και ήσυχα.

Ήταν η λόττα του Γιωρκάτσιη που χάθηκε εδώ και μέρες. Δεν την είχε κλέψει ο Χαραλάμπης, αλλα είχε πέσει σ ένα φωτιστικό του λαγουμιού της βρύσης Άντεξε και έζησε 40 ολάκερες μέρες πίνοντας νερό και τρώγοντας ρίζες δέντρων που κατέβαιναν στο νερό. Και όταν ανακάτωνε  το νερό να τις βρει, η χούβελη το θόλωνε, και όταν δεν έβρισκε ρίζες, βρυχιόταν από την πείνα. Και όλοι νόμιζαν πως ήταν βρυχηθμοί του δράκου του νερού.

Τα χωριανά παλικάρια από εκείνον τον καιρό, από όλους τους χωριανούς έχαιραν μεγάλης εκτίμησης για την αντρειοσύνη τους, και η τιμή του Χαραλάμπη αποκαταστάθηκε. Ο Γιωρκάτσιης γεμάτος ντροπή ζήτησε συγνώμη και συγχώρεση, αλλά ο Χαραλάμπης δεν του έδωσε άφεση αμαρτιών, ούτε του ξαναμίλησε σε όλη του τη ζωή.

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΥΜΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΣ

Οι τοιχογραφίες που αναπαραστούν τη βάπτιση του Χριστού εντελώς γυμνού ειναι πολύ σπάνιες. Είναι Ρωσσικής τεχνοτροπίας που αναπτύχθηκε και ζωγραφίστηκε στις εκκλησίες από Ρώσσους εικονογράφους σπανίως και επί μικρού χρονικού διαστήματος, από τον 6ο αιώνα, μέχρι τον 9ον αιώνα. 

Η δημόσια Βάπτιση του Χριστού εντελώς γυμνού, συμβολίζει την απαλοιφή των μέχρι την ημέρα της βαπτίσεως αμαρτημάτων, και την απαλλαγή από τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος.

Όταν οι Ναΐτες το1192 πώλησαν την Κύπρο  στο Φράγκο Γκι ντε Λουζινιάν πρώην βασιλιά της Ιερουσαλήμ, αυτός για να ενισχύσει την εξουσία και τη δυναστεία του, παραχώρησε κτήματα και τσιφλίκια σε ιππότες σταυροφόρους οι οποίοι εγκαταστάθηκαν και απετέλεσαν την ανώτερη τάξη του πληθυσμού.

Ο ελληνικός πληθυσμός παραγκωνίστηκε εντελώς και απετέλεσε τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις που μόνο υποχρεώσεις είχαν απέναντι στους αφέντες τους και κανένα σχεδόν δικαίωμα.

Όταν οι Σταυροφόροι το 1204 άλωσαν την Κωνσταντινούπολη, λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τμήματα της πόλης, ένας από αυτούς, λεηλάτησε ένα μεγαλόπρεπο ναό που ήταν αφιερωμένος στην Παναγία τη Χρυσελεούσα και έκλεψε όσα πολύτιμα υπήρχαν, τα εκποίησε σε χρυσάφι, και πήρε το θησαυρό μαζί του στους Αγίους τόπους όπου πήγε να πολεμήσει.

Και όταν οι Σταυροφόροι στην Ιερουσαλήμ ηττήθηκαν, φόρτωσε τα χρυσάφια του σε ένα πλοίο και κατέφυγε στην Κύπρο, στην Πάφο. Αγόρασε ένα τσιφλίκι και ασχολήθηκε με τη γη, αλλά ταυτόχρονα και με το εμπόριο του μεταξιού. Κατάφερε να αποκτήσει αμύθητη περιουσία, και ανέβηκε θεαματικά τις σκάλες της ανώτερης κοινωνικής τάξης.

Η εποχή αυτή χαρακτηριζότανι από πλούτο και χλιδή για τους ξένους, και από εξαθλίωση και ανέχεια για τους ντόπιους. Κυρίαρχη ήταν η τάξη των Λατίνων ευγενών, ιπποτών και αρχόντων, των εκκλησιαστικών και των ανώτερων κρατικών αξιωματούχων.

Η μεγάλη μάζα του ντόπιου πληθυσμού ήταν δουλοπάροικοι και ακτήμονες, σκλάβοι σε αυτούς. Πολλοί ανταλλάσσονταν με άλογα, με κυνηγετικά γεράκια ή και με γαϊδούρια.

Έτσι και ο Ναίτης από τη θέση ισχύος που απέκτησε, είχε πολλούς Κύπριους στη δούλεψη του ως εργάτες και σκλάβους στα χωράφια, που τους συμπεριφερόταν απάνθρωπα και βάναυσα, θεωρώντας τους κατώτερους και δουλοπάροικους. Με ασήμαντες αφορμές τους τιμωρούσε χωρίς έλεος με δαρμούς, φυλακίσεις, και φοβερά μαρτύρια.

Οι ντόπιοι του κόλλησαν το παρατσούκλι Ιεροεξεταστής. Όλοι τον μισούσαν και αντί για προσευχή στο στόμα τους, είχαν κατάρες και ανάθεμα για λόγου του. Παρακαλούσαν τον Θεό να τον τιμωρήσει, να τον κάνει να πληρώσει για την απανθρωπιά, τη σκληρότητα και την κακία του.

Οι κατάρες συνήθως πιάνουν στους κακούς και άδικους, και επισύρουν την οργή του δίκαιου Θεού, που σε αυτή την περίπτωση δεν άντεξε την τόση αδικία, και του έστειλε τιμωρία προς ανακούφιση και δικαίωση των αδικημένων.

Ύστερα που πέρασαν χρόνια, ο κακός Ιεροεξεταστής, αισθάνθηκε άγνωστη αρρώστια να τον κυριεύει, που σιγά σιγά χειροτέρευε και τον ταλαιπωρούσε. Τον έριξε στο κρεββάτι, πονούσε το κορμί του, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, και βασανιζόταν κάθε μέρα και περισσότερο. Όταν για λίγο τον έπαιρνε ο ύπνος, εφιάλτες και άσχημα ονείρατα τον ξυπνούσαν. Νύσταζε και ήθελε να κοιμηθεί, μα δεν μπορούσε. Κατάκοιτος, ακίνητος και άγρυπνος καθώς ήταν, τον έζωναν ειρηνείες και τον κατέτρεχαν, του ενθύμιζαν τις αδικίες και τα κακά που είχε διαπράξει στη προηγούμενη ζωή του.

Είχε καλέσει όλους τους γιατρούς, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τον γιάνει.

Ήταν ένα αφόρητο βάσανο που δεν το άντεχε. Καταλάβαινε ότι ήταν τιμωρία από το Θεό, και ως απέλπιδα προσπάθεια, στράφηκε σε αυτόν, και άρχισε να τον παρακαλά, και έλπιζε να τον βοηθήσει και να τον συγχωρέσει ως ανταμοιβή που γι αυτόν είχε πολεμήσει στους Άγιους τόπους.

Σταμάτησε να καταπιέζει τους εργάτες του, προέβαινε σε καλές πράξεις, ελεούσε τους φτωχούς, αλλά οι δαίμονες και τα βάσανα του συνέχιζαν.

Παρακαλούσε να πεθάνει, να γλυτώσει, δεν άντεχε άλλο το μαρτύριο. Αλλά ο χάρος δεν τον έπαιρνε και τον άφηνε να βασανιέται. Έβλεπε στον ξύπνιο και στον ύπνο του εφιάλτες τρομερούς, και ένας ήταν κυρίως τον βασάνιζε, έβλεπε τον εαυτό του μέσα στην εκκλησία της Παναγίας της Χυσελεούσης στην Πόλη, να αρπάζει και να λεηλατεί τα ιερά του ναού. Τότες όταν τα έκλεβε, δεν φοβόταν Παναγία και Χριστό, τώρα στη σκέψη αυτή, μια βουή του τριβέλιζε το μυαλό και τον πονούσε αφάνταστα.

Το ίδιο γινόταν κάθε μέρα επί μακρού καιρού, σκέφτηκε η Παναγία η Χρυσελαιούσα που τότες δεν την σεβάστηκε, τώρα τον τιμωρούσε.

Έτσι αποφάσισε να δοκιμάσει άλλο τρόπο μήπως την ημερέψει, και μήπως τον ποσπάσει. Σκέφτηκε όσα πήρε απ αυτήν, να τα δώσει πίσω εις διπλούν, και παραπάνω. Να τα δώσει για τη χάρη της και να του δώσει τη συγχώρεση της.

Αφού λοιπόν ανακάλυψε μια εκκλησία με το ίδιο όνομα στη Χλώρακα, πρόσλαβε Αγιογράφους να την τοιχογραφήσουν. Και την τοιχογράφησαν ολόκληρη και την έκαναν ολόλαμπρη, και μέσα στο ιερό ζωγράφησαν τον Χριστό γυμνό να βαφτίζεται στον Ιορδάνη ποταμό. Από διαταγή του τον ζωγράφησαν γυμνό θέλοντας να παρομοιάσει με τον εαυτό του που πλούσιος και τρανός ήταν γυμνός στην αρρώστια του, όπως και ο Χριστός ήταν γυμνός και αγνός απέναντι στις αμαρτίες των ανθρώπων…

Ύστερα ζήτησε ένα παπά και βαπτίσθηκε ορθόδοξος Χριστιανός. Και ύστερα ένα πρωί, τον βρήκαν πεθαμένο, ησυχασμένο, ειρηνεμένο και γαληνεμένο.

Ως φαίνεται τον συγχώρεσαν η Παναγία και ο Χριστός, και τον πόσπασαν από τα βάσανα του.

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ - όλο το έργο

  ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΚΟΥΔΗΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ  (όλο το έργο) ISBN:                     Ετος έκδοσης: 2023 Στα καφενεία σύχναζαν συνήθως μόνο άν...