Το βαφτιστικό όνομα της γυναίκας μου ήταν Μαρινέλλα αλλά όλοι την φωνάζαμε εν συντομία Λούλλα. Είχαμε τέσσερα χρόνια παντρεμένοι και δύο παιδιά τριών και δύο ετών, τον Πάμπο και την Αγγελική, ονόματα που τους δώσαμε τιμής ένεκεν του πατέρα μου Χαράλαμπου και του πεθερού μου Αγαθάγγελου.
Και
τα δύο τα γεννήσαμε στη Γεροσκήπου σε ένα σπίτι που της το έδωσαν προίκα οι
γονείς της. Ήταν κτισμένο καινούργιο, αλλά σε κακή κατάσταση καθώς τα υλικά που
χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του ήταν κακής ποιότητας. Το χειμώνα έβαζε
νερά από παντού, από τους τοίχους και από την ταράτσα. Ξόδεψα πολλά χρήματα να
το επισκευάζω, αλλά η κατάσταση δεν διορθωνόταν. Υπήρχε πολλή υγρασία και τα
μικρά παιδιά υπέφεραν και αρρωστούσαν.
Έτσι
αποφάσισα να κτίσω καινούργιο σπίτι στο χωριό μου, στη Χλώρακα. Οι δουλειές
πήγαιναν καλά, είχα χρήματα στη τράπεζα, έτσι αγόρασα ένα οικόπεδο το οποίον
ήταν σε περιουσία που άνηκε στη μητέρα μου αλλά ο πατέρας μου το είχε πουλήσει
μιαν παλαιότερη εποχή.
Έκτισα
λοιπόν το πρώτο συγκρότημα κτιρίων σε ανώγι και κατώγι όπου το σπίτι ήταν στο
ανώγι και στο κατώγι μεγάλες αποθήκες και μεγάλα ψυγεία για φύλαξη των φθαρτών,
καθώς να ωριμάζω και πράσινες μπανάνες. Επικέντρωσα τη δουλειά και έκανα τις
αποθήκες χώρο συγκέντρωσης των οπωρικών όπου έκανα αγοραπωλησίες με παραγωγούς
και εμπόρους, και τα βράδια όσα περίσσευαν τα φόρτωνα σε φορτηγά και οι οδηγοί
μου τα μετέφεραν στις μεγάλες αγορές των Επαρχιών,
Οι
δουλειές πήγαιναν καλά, δεν χρωστούσα στις τράπεζες, αλλά ακόμα είχα κάποια
κεφάλαια δικά μου. Ένεκα αυτής μου της οικονομικής άνεσης αγόρασα ακόμα δύο
φορτηγά, πρόσλαβα οδηγούς και εργάτες και έστρωσα μια δουλειά ρολόι. Αγόρασα
και μια κούρσα Vauxhall Cavalier, την οποία
κυρίως οδηγούσε η σύζυγος μου. Ήταν ένα ωραιότατο μπλε αμάξι 20 ίππων, πλατύ
και μακρύ, άνετο με πολυθρόνες πολυτελείας. Την είχα εκπαιδεύσει στο μικρό
φορτηγάκι και έμαθε να οδηγά καλά. Ήταν όμορφη, και μέσα στο ωραίο Cavalier
έδειχνε ομορφότερη.
Όμως
ήταν εποχές που η πλειονότης του πληθυσμού δεν είχε συνέλθει ακόμα από τις
πληγές του πολέμου, και υπήρχε πολύς κόσμος που δυστυχούσε. Έτσι ίσως κάποιοι
ζηλόφθονες τρίμματοι τη ζήλεψαν και τη μάτιασαν και της προκάλεσαν δεινά. Αλλά
από την άλλη επειδή ο Θεός με αγαπά και με προστατεύει -έτσι πίστευα και ακόμα
πιστεύω για λόγου μου-, προστάτευσε την οικογένεια μου από το μεγάλο κακό που
ίσως της προκάλεσαν οι τρίμματοι.
Στη
γειτονιά λίγες δεκάδες μέτρα από το σπίτι μου είναι κτισμένο ένα παλιό μικρό
ξωκκλήσι αφιερωμένο στον Αρχάγγελο Μηχαήλ στο οποίο συνήθιζα κάθε Σάββατο να
επισκέπτομαι να προσκυνώ και να προσεύχομαι να έχει καλά την οικογένεια μου και
όλους τους ανθρώπους.
Έτσι
μια επόμενη μέρα ενός Σαββάτου όταν η δουλειά ήταν πολλή και χρειάστηκε η
σύζυγος μου να βοηθήσει τις εργάτριες στη συσκευασία μπανανών, και επειδή τα
παιδιά έκλαιγαν ασταμάτητα, σκέφτηκε να τα μεταφέρει στη Μεσόγη, στη μάνα της,
να τα προσέχει.
Οι
εργάτριες έφθασαν πρωί, και ξεκίνησαν δουλειά να κόβουν και να συσκευάζουν τις
μπανάνες. Κάθε φορά συσκευάζαμε 400 κιβώτια και βάλε, ήταν μια εργασία σκληρή
και επίπονη, αλλά τις πλήρωνα καλά και έτσι αυτές με όρεξη εργάζονταν σαν
μέλισσες. Τα κιβώτια στοίβες στην αποθήκη, οι παραγωγοί έφθαναν με προϊόντα τα
οποία παραλαμβάνοντο και στοιβάζονταν σε μεγάλες σειρές, ενώ ταυτόχρονα οι
εμπόροι κατέφθαναν και άρχιζε το αλίσι βερίσι.
Στη
φούρια της δουλειάς δεν πρόσεξα ότι η σύζυγος μου αργούσε να επιστρέψει. Όταν
σε μια στιγμή αργά κοντά μεσημέρι το διαπίστωσα, άρχισα να ανησυχώ. Όμως ήταν
μια εποχή που δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα, έτσι δεν μπορούσα να τηλεφωνήσω να
μάθω τι συμβαίνει.
Την
ίδια στιγμή όμως, ένα ταξί σταμάτησε και από μέσα κατέβηκαν η σύζυγος μου με τα
παιδιά και την πεθερά μου. Ο νους μου πήρε στροφές και κατάλαβα ότι είχαν
κάποιο δυστύχημα, αλλά η χαρά μου ήταν μεγαλύτερη από την ανησυχία καθώς τους
είδα όλους σώους και καλά στην υγεία τους. Έτρεξα κοντά τους γεμάτος ταραχή και
έμαθα ότι πράγματι είχαν αυτοκινητικό δυστύχημα.
Οδηγούσαν
στη πλατιά κατηφορική λεωφόρο προς τη Πάφο όταν σε κάποιο σημείο φρενάροντας
ελαφριά, δυστυχώς το αυτοκίνητο πατώντας σε χυμούς σταφυλιών που υπήρχαν πάνω
στο οδόστρωμα γλίστρησε, και πηγαίνοντας ζιγκ ζαγκ ξέφυγε από το δρόμο,
αναποδογυρίστηκε και γυρνώντας τούμπες ακινητοποιήθηκε σε παρακείμενο χωράφι.
Όλοι βρέθηκαν πεσμένοι στο φρεσκοοργωμένο χωράφι ευτυχώς χωρίς κανείς να έχει
πάθει απολύτως τίποτα. Στις πολλές ανατροπές του αυτοκινήτου, σε κάθε
ντεραπάρισμα οι επιβαίνοντες πετιόνταν με φόρα από τις πόρτες και τα παράθυρα
πέφτοντας πάνω στο μαλακό χώμα.
Κανείς
δεν τους πήρε είδηση καθώς τροχαία κίνηση δεν υπήρχε εκείνη την ώρα, έτσι όλοι
υγιείς αφού συνήλθαν από το σοκ σταμάτησαν ένα περαστικό ταξί και
εγκαταλείποντας το αναποδογυρισμένο cavalier,
επέστρεψαν.
Μες
τη πολλή χαρά μου που τους είδα όλους σώους χωρίς καμιά γρατσουνιά, ο νους μου
αμέσως πήγε στον γείτονα μου Άγιο Αρχάγγελο που τους προστάτεψε.
Και
όταν ύστερα πήγα στο τόπο του δυστυχήματος αντικρύζοντας το αυτοκίνητο ως μια
άμορφη μάζα παλιοσίδερων, κατάλαβα πόσο σοβαρό ήταν το δυστύχημα. Σίγουρα
όποιος περαστικός το αντίκρυζε, αμέσως θα υπέθετε με σιγουριά πώς κανείς
επιβάτης δεν θα είχε γλυτώσει.
Αλλά
σε εμένα και στην οικογένεια μου, έλαχε να έχουμε τύχη βουνό και τον Άγιο
Μηχαήλ προστάτη. Ένα Αρχάγγελο που τον όρισε ο Θεός να παίρνει τις ψυχές, αλλά
που σε εμάς χαρίστηκε και προστάτευσε τις ζωές μας. Διότι αν πάθαιναν κακό οι
δικοί μου, σίγουρα θα καταστρεφόταν και η δική μου ζωή καθώς δεν θα άντεχα τόσο
μεγάλο πόνο.
Αμέσως
έκαμα τάμα στον Άγιο, και την άλλη μέρα παράγγειλα ιερά άμφια για την Αγία
τράπεζα και την ιερή πύλη του μικρού ναού.
Από
τότε πέρασαν πάρα πολλά χρόνια, και ακόμα μέχρι σήμερα, αυτά τα ιερά άμφια
σκεπάζουν την Αγία τράπεζα και την ιερά πύλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου