Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

Ο ΣΤΟΙΣΕΙΟΜΕΝΟΣ (μια τρομερή ιστορία)

Μια ιστορία παλιά λέει πως την εποχή της Ελληνικής επανάστασης που οι αγριότητες των Τούρκων ήσαν απερίγραπτες, το ίδιο και μερικοί Έλληνες στην προσπάθεια τους να αντισταθούν αλλά και να πάρουν εκδίκηση, αγρίεψαν και οι ίδιοι, έγιναν το ίδιο σκληροί και απάνθρωποι. Για έναν συγκεκριμένο Έλληνα, ένας παλιός παπάς της Χλώρακας εκείνης της εποχής, ο Παπάγιαννης, μαρτύρησε μια ιστορία που από στόμα εις στόμα αμυδρώς έμεινε, και σήμερα εγώ την αποτυπώνω στο χαρτί να μείνει παντοτινή.

Πολλοί Κύπριοι φιλόπατρεις μετέβησαν στην Ελλάδα για να αγωνιστούν δίπλα στους αδερφούς Κλέφτες και Αρματωλούς. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες πως πήραν μέρος σε πολλές μάχες κατά την διάρκεια της επανάστασης. Τη δράση τους βεβαιώνουν τα πιστοποιητικά που εξέδωσαν μετά τη λήξη του αγώνα ξακουστοί οπλαρχηγοί της επανάστασης όπως ο Πετρόμπεης, ο Νικηταράς, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης και άλλοι. Στην επιστροφή τους στη Κύπρο, μαζί ήρθαν και λίγοι Έλληνες. Ένας που ήταν φίλος και σύντροφος του γνωστού Κύπριου αγωνιστή Γιάννη Πασαπόρτη από την Κοίλη της Πάφου που πολέμησε στην πολιορκία και στην έξοδο του Μεσολογγίου, ήρθε με την ελπίδα να βρει ένα καινούργιο πόλεμο για να συνεχίσει τον αγώνα εναντίον των Τούρκων καθώς ακόμα η Κύπρος τελούσε υπό Τουρκική κατοχή.

Μισούσε τους Τούρκους και κατά τη διάρκεια της επανάστασης τους πολέμησε βάναυσα, και τον ονόμαζαν Χασάπη καθώς με τη χαντζάρα τους έκοβε μικρά κομμάτια και τάιζε τους σκύλους.

Και όταν πλέον δεν είχε άλλο πόλεμο εκεί, ήρθε εδώ, με την ελπίδα πως θα ξεκινούσε ένας καινούργιος απελευθερωτικός αγώνας. Ήθελε να βοηθήσει να λευτερωθεί η Κύπρος από τους άπιστους.

Στην Κύπρο όμως δεν υπήρχε ξεσηκωμός, δεν υπήρχε πόλεμος, ούτε αντάρτικο. Έτσι μη έχοντας τι να κάμει, γυρνούσε στα καφενεία και τα κρασοπολεία, τους αγρούς και τα χωριά της Πάφου. Ήταν απόμακρος, φοβερός και είχε πρόσωπο βλοστρό και αγριωπό, και στο στόμα λόγια λιγα. Οι απλοϊκοί χωρικοί γνωρίζοντας τη φήμη του, του έδιναν φαγητό και χρήματα από το υστέρημα τους φοβούμενοι την δυσαρέσκεια του.

Έτσι περνούσε ο καιρός, απολάμβανε ο χασάπης μια καλή και αραχτή ζωή, χωρίς να χρειάζεται να κοπιάζει.

Ώσπου όμως κάποια φορά στις περιπλανήσεις του, στη Χλώρακα συνάντησε μια όμορφη κοπέλα που κεραυνοβόλα την ερωτεύτηκε με πάθος, και κατάλαβε πως θα ήταν καταλύτης για την επόμενη ζωή του. Τη ζήτησε σε γάμο, και οι γονιοί της του την έδωσαν με ευχές, καθώς ο φόβος που τους προκαλούσε ήταν μεγαλύτερος από την επιθυμία τους να αρνηθούν.

Την παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε σε ένα μικρό σπιτάκι. Η αγάπη τον ημέρεψε και έγινε ανθρώπινος και προσιτός. Άλλαξε, έγινε άλλος άνθρωπος. Άνοιξε ένα χασαπιό, και καθώς καλώς ήξερε να κόβει ανθρώπινες σάρκες, τώρα με πολλή μαεστρία πετσόκοβε τα σφαχτάρια ζώα.

Έγινε νοικοκύρης και με τον καιρό, όλοι ξέχασαν το κακόν του παρελθόν. Όσοι τον γνώρισαν πριν και μετά, έλεγαν για τη μεγάλη αλλαγή του χαρακτήρα του και της συμπεριφοράς του, τώρα έλεγαν γι αυτόν καλά λόγια. Ένα ναϊπι είχε μόνο, στην εκκλησία δεν πήγαινε, ούτε καν στις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων και της Ανάστασης. Είχε χάσει κάθε επαφή με το θεό, καθώς πολλές αποτρόπαιες πράξεις είχε κάμει τον καιρό του πολέμου. Μοναδικές φορές λοιπόν που πέρασε το κατώφλι της εκκλησίας, ήταν για να παντρευτεί και όταν άλλοι τον πήραν σηκωτό για την κηδεία του.

Πέθανε ο χασάπης μια μέρα, όταν τον πρόδωσε η καρδιά του. Ένα απόγευμα που γυρνούσε από τη δουλειά, σταμάτησε η καρδιά του και έμεινε στον τόπο. Κάποιοι στενοχωρήθηκαν λίγο, κάποιοι δάκρυσαν λίγο, και όλοι μαζί τον έθαψαν και ύστερα τον ξέχασαν.

Εδώ είναι που ξεκινά η ανατριχιαστική μαρτυρία του ιερέως. 

Μια μέρα η χήρα αναστατωμένη, εξομολογήθηκε φοβισμένη στον παπά ότι της φάνηκε πως είδε τον άνδρα της ζωντανό στη φραχτή να τσαπίζει τον μικρό κήπο. Σκέφτηκε μήπως τρελάθηκε ή έβλεπε φαντασιώσεις, έτσι ήρθε στον παπά που γνώριζε γράμματα να της εξηγήσει.

Και ο παπάς που γνώριζε γράμματα της εξήγησε πως έως το σαρανταήμερο της κηδείας, το πνεύμα του πεθαμένου περιτριγυρίζει στους τόπους που συνήθιζε εν ζωή, γι αυτό να μην ανησυχεί, μετά το σαρανταήμερο η ψυχή του θα πήγαινε στον ουρανό.

Όταν όμως πέρασαν κάποιοι μήνες, η χήρα ξαναπήγε στον παπά περισσότερο φοβισμένη, γιατί της φάνηκε πώς τον ξανάδε να τσαπίζει.

Τότε σκέφτηκε ο παπάς πως κάτι άλλο συνέβαθνε, και άρχισε Αγιασμούς και ξόρκια στο σπίτι, στην αυλή και στον τάφο. Αλλά μάταια, οι επισκέψεις του νεκρού κατά καιρούς, συνέχιζαν.

Τα νέα γρήγορα μαθεύτηκαν και οι κάτοικοι πολύ αναστατώθηκαν, και τα παιδιά περισσότερο φοβήθηκαν. Οι κουβέντες των ανθρώπων έγιναν φοβισμένες και  τρόμος έσκιασε τις σκέψεις τους.

Ο ΠαπάΓιαννης καθώς ομολογεί, και αυτός τα είδε σκούρα γιατί κατάλαβε πως κάτι απόκοσμο συνέβαινε, κάτι πέραν από τους φυσικούς νόμους, ίσως ο πεθαμένος να στοίχιωσε. Με ψυχραιμία όμως, σκέφτηκε πως έπρεπε να δράσει συναιτά. Πήγε στον Δεσπότη (εκείνο τον καιρό επίσκοπος ήταν ο Χαρίτων) που σίγουρα γνώριζε περισσότερα, και του είπε την ιστορία. Και ο Δεσπότης που ήξερε καλύτερα, του ορμήνεψε τι να κάμει.

Έτσι με τον νεκροθάφτη ξέθαψαν τον πεθαμένο, και όπως είχε προβλέψει ο Δεσπότης, βρήκαν το πτώμα ακέραιο χωρίς αποσύνθεση, σημάδι ότι το νεκρό σώμα ήταν Βρυκολακιασμένο, στοιχιό του Σατανά.

Ξώρκισε λοιπόν το πτώμα, και άκαμε αγιασμό για να φύγουν τα δαιμόνια ώστε να μπορέσει η ψυχή να ημερέψει, και το νεκρό σώμα να λιώσει. Και ξανασκέπασαν το, τάφο.

Πέρασε λίγος καιρός, η χήρα δεν ξανά παραπονέθηκε. Όλοι πίστεψαν πως έπιασε ο εξορκισμός.

Ώ, κακή μοίρα όμως, κάποια μέρα βρέθηκε σε μια ρεματιά νεκρός ένας χωρικός με ζωγραφισμένο ανείπωτο τρόμο στο πρόσωπο, και στον επόμενο καιρό στα περίοικα χωριά άλλοι δύο.

Ήταν φανερό πως τα ξόρκια και οι αγιασμοί δεν έπιασαν. Ήταν φανερό πως ο θεός δεν έδινε ανάπαυση στον κριματισμένο.

Έτσι ο Παπαγιάννης με τον νεκροθάφτη, μια σκοτεινή νύχτα να μην τους βλέπει κανείς, έσκαψαν ξανά τον τάφο, και στο φως του καντηλεριού, αντίκρισαν τον νεκρό ελάχιστα λιωμένο, σχεδόν άθικτο.

Τον φόρτωσαν σε ένα μουλάρι και πήγαν μακριά, σε ένα μέρος ερημικό, σε απάτητα βουνά, και μάζεψαν ξύλα και άναψαν μεγάλη πυρά και κατέκαυσαν τον πεθαμένο. Και ύστερα κοπάνησαν τα απομεινάρια του, και τα έκαμαν στάχτη, και την ανέμισαν στους ανέμους. 

Έτσι δόξασι ο Θεός, από εκείνο τον καιρό όλα πήγαν καλά, το κακό σταμάτησε και οι άνθρωποι ξαναβρήκαν την ηρεμία τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ - όλο το έργο

  ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΚΟΥΔΗΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ  (όλο το έργο) ISBN:                     Ετος έκδοσης: 2023 Στα καφενεία σύχναζαν συνήθως μόνο άν...