Πριν γίνει αρχιεπίσκοπος Κύπρου το 1767, ο Χρύσανθος είχε διατελέσει για πέντε χρόνια επίσκοπος Πάφου ως Χρύσανθος Α'. Από τη θέση αυτή, προώθησε ως δραγουμάνο τον Χατζηγεωργάκη Κορνέσιο από την Κρήτου Τέρρα ο οποίος ήταν συγγενής του, παντρεμένος με την ανιψιά του Μαρουθκιάν Παυλίδη. Η Μαρουθκιά με το παιδί της πνίγηκε λίγα χρόνια πριν, όταν το πλοίο που ταξίδευε για τους Αγίους τόπους έπεσε σε τρικυμία και ναυάγησε στις ξέρες του Φουρφουρή στη Χλώρακα. Η συνεργασία του Αρχιεπισκόπου και του Δραγουμάνου προσέδωσε και στους δυο σημαντική ισχύ, που όμως προκάλεσε τον φθόνο των αγάδων οι οποίοι υποκίνησαν εξέγερση που οδήγησε στην πτώση του Χατζηγεωργάκη και τη φυγή του στην μεγάλη πύλη για να βρει το δίκαιο του το 1808, όπου όμως εκτελέστηκε δια αποκεφαλισμού. Κατά κακήν του τύχη έπεσε σε ένα υψηλά ιστάμενο αξιωματικό ο οποίος κατά το παρελθόν όταν υπηρετούσε στην Αίγυπτο και περνώντας από την Κύπρο για να πάει στην Τουρκία, επισκέφθηκε τον Χατζηγεωργάκη φορώντας κίτρινα σανδάλια σημάδι πως ήταν ένας απλός λοχίας, και του ζήτησε δυο πουγγιά γρόσια. Ο Δραγουμάνος όμως του έδωσε μόνο ένα, γνωρίζοντας πως θα ήταν χωρίς επιστροφή.
Ο Οθωμανός Τούρκος νευριασμένος, φεύγοντας μουρμούρισε στα Τούρκικα «Έν θε να ππέσεις στα χέρια μου»;. Ανταπαντώντας ο Χ΄Γεωργακης του λέει «σαν εσένα με κίτρινα υποδήματα, τα μάτια μου είδαν πολλούς».
Δεν παρήλθε πολύς καιρός
από της αναχωρήσεως του Τούρκου αξιωματικού, και ήρχισε ο φοβερός διωγμός από τους Τούρκους εναντίον
του Χ΄Γεωργάκη. Τον εξύβριζαν και τον ελιθοβολούσαν, υπέφερε τα πάνδεινα, και
τα παράπονα του δεν εισακούοντω. Έπαυσε να έχει ισχύ. Ηναγκάσθην να κλειστεί
εις την οικία του, αλλά και πάλι εδέχετω ενοχλήσεις.
Ο ίδιος διωγμός κατά την
ίδια χρονική περίοδο, συνέβαινε και στον Καραβά εναντίον του Χριστοδούλου
Παλταδώρου, φίλου του Χ΄Τζηγεωργάκη. Αυτός ήτο ένας ευφυής άνθρωπος, και
εσυμβούλευσε τον φίλο του, να μεταβούν στην Κ/Πόλη και να ζητήσουν ακρόαση στη
Μεγαλη Πύλη. Με τη μεσολάβηση του Άγγλου Πρόξενου στην Λάρνακα, επιβιβάστηκαν
σε πλοίο, και έφτασαν στην Πόλη, ελπίζοντας ότι με την βοήθεια της Αγγλικής
Πρεσβείας, με τα συστατικά γράμματα που είχαν από τον Άγγλο Πρόξενο στην Κύπρο,
και με την βοήθεια των ισχυρών φίλων που είχαν εκεί, θα εύρισκαν προστασία ώστε
να επανέλθουν στην Κύπρο δικαιωμένοι. Άμα έφτασαν, ο Παλταδωρος πρότεινε να
μεταβούν στην Αγγλική Πρεσβεία για να επιδώσουν τις συστατικές επιστολές. Αλλά
ο Δραγομάνος επέμενε να παει αμέσως στην Υψηλή Πύλη, ελπίζοντας να έβρει αμέσως
δικαίωση, έτσι είπε στον φίλον του, αυτός να παει στην Πρεσβεία, και ο ίδιος
επήγε στην Υψηλή Πύλη. Φθάνοντας εκεί, έσπευσε αμέσως εις τον Βεζίρη ο οποίος
οπού τον βλέπει τον ερωτά εάν τον ενθυμείται. «Πως μπορώ εγώ ο ταπεινός να
γνωρίζω ένα τόσο υψηλό πρόσωπο»; Απήντησε ο Δραγουμάνος. «Είμαι εκείνος ο
οποίος ήλθων εις την οικία σου με τα κίτρινα σανδάλια και ες΄υ με
επεριφρ’ονησες», ανταπήντησε εκείνος. Και ευθύς αμέσως, χωρίς άλλη διαδικασία,
διέταξε «Αποκεφαλίστε αυτόν», και η διαταγή εξετελέσθη αμέσως.
Αυτό εσυνέβη για ένα απλό περασμένο επεισόδιο που ο Δραγουμάνος ούτε το ενθυμείτο καν. Έχασε τη ζωή του δια αποκεφαλισμού. Τον σκότωσαν, του πήραν το κεφάλι, το κάρφωσαν σε ένα κοντάρι, και το εξέθεσαν σε κοινή θέα ως εσυνήθιζαν να πράττουν οι Τούρκοι τον καιρό εκείνο.
Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου
Χρύσανθος (1767-1810) πριν ενδυθεί τα ράσα, ήταν πολίτης και νυμφευμένος, και
είχε αποκτήσει και έναν υιό. Όταν η σύζυγος του απέθανε, αυτός ιερώθηκε, και το
1762 εξελέγη στον μητροπολιτικό θρόνο Πάφου, ενώ το 1767, ανήλθε στον
αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου. Ήταν γνωστό της πάση, ότι έπιαναν πολύ οι
κατάρες του. Η εξέγερση του 1804 δεν κλόνισε την ισχύ του. Η πτώση όμως του
Κορνέσιου το 1809 επέτρεψε στους
πολιτικούς του αντιπάλους μεταξύ αυτών και του Κυπριανού ο οποιος διεκδικούσε
το θρόνο με οποιονδήποτε τρόπο, να τον κατηγορήσουν ότι δημιούργησε μεγάλα χρέη στην εκκλησία,
ότι προωθούσε τους συγγενείς του στα διάφορα εκκλησιαστικά αξιώματα, και ότι συνεργαζόταν
με άλλους για επανάσταση. Έτσι πέτυχαν να εκδοθεί σουλτανικό διάταγμα εξορίας
του αρχιεπισκόπου στην Εύβοια. Μεταφερόμενος με άμαξα από τους Τούρκους στο
λιμάνι της Λάρνακας για το ταξίδι της εξορίας, ζήτησε από τους φρουρούς
του να τον αφήσουν να προσευχηθεί για τελευταία φορά στα χώματα της Κύπρου.
Γονατιστός και βλέποντας προς τη μεριά της Λευκωσίας, παρακάλεσε το Θεό όπως
στον υπαίτιο που παρακίνησε τους Τούρκους να τον εξορίσουν, να πέσει τιμωρία
στο κεφάλι του, και να κρεμαστεί από τους Τούρκους. Στην εξορία αφού πέρασαν 5
μήνες, απεβίωσε. Ανελαβε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ο Κυπριανός, ο οποίος το 1821
συνελήφθη από τους Τούρκους και κρεμάστηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου