Τετάρτη 19 Απριλίου 2023

Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΩΣ ΨΑΡΑΣ

Ο Σωτήρης Στυλιανού ήταν ο τελευταίος βρακοφόρος που έζησε στη Χλώρακα.

Η βράκα ήταν το ένδυμα των αντρών που φοριόταν στην Κύπρο τις παλαιότερες εποχές όπου όλοι οι άντρες ακόμη και τα παιδιά, φορούσαν στην Κύπρο.

Ο Σωτήρης γεννήθηκε στις αρχές του 1900 και έζησε γεροντοπαλλήκαρο όλη του τη ζωή. Ησχολήθει με διάφορες εργασίες και επαγγέλματα όπως ιεροκήρυκας, φιλόσοφος, μελισσοκόμος, περιβολάρης και ψαράς.

Όντας νέος είχε μια βάρκα που την είχε δεμένη στον κόλπο στο Δήμμα, και όποτε το επέτρεπε ο καιρός, την ορμούσε στο πέλαγο και έριχνε δίχτυα.

Δυο τρεις βάρκες όλες κι όλες που είχαν οι χωριανοί, τις είχαν δεμένες στο μικρό ορμίσκο που αν και απομακρυσμένο μέρος από το χωριό, κανείς δεν τις πείραζε.

Ένα απόγευμα κάποιοι ρόκολοι χωριανοί οι Κώστας Λιασίδης, Κωστής Τσιάκκος, Ττοουλής Πενταράς και Χαμπής Καραμανλής που έπαιζαν στην ακρογιαλιά, είδαν ένα βαπόρι να πλέει στον ορίζοντα, και στην αλαφρομυαλιά της νιότης τους, σκέφτηκαν για χάζι να πάρουν τη βάρκα του Σωτήρη να κωπηλατήσουν ως το πλοίο να το δουν από κοντά. 

Έλυσαν τη βάρκα, και λάμνοντας κουπί ξανοίχτηκαν στα βαθιά. Μη γνωρίζοντας όμως το χειρισμό των κουπιών, με αχρείαστη δύναμη τραβούσαν ίσως νομίζοντας ότι έτσι φοβέριζαν τον φόβο τους που προερχόταν από το σκοτάδι της νύχτας που απλωνόταν σιγά σιγά και τα κύματα της θάλασσας που μαύριζαν όσο  η νύχτα προχωρούσε.

Με τόση δύναμη όμως που έβαζαν η αντίσταση της θάλασσας δυνάμωνε, ώσπου ακούστηκε ένα κρακ, και το ένα κουπί έσπασε.

Τι να κάμουν, είχαν ξανοιχτεί στα βαθιά και ο φόβος όρμησε στις καρδιές τους κάνοντας τους να έχουν μαύρες σκέψεις. Τι θα απογίνονταν, πως με ένα κουπί θα τα κατάφερναν; Όταν όμως ο φόβος μοιράζεται με πολλούς λιγοστεύει, έτσι και οι νεανίες αφού συσκέφθηκαν μεταξύ τους, ψύχραιμα αποφάσισαν τι να κάμουν.

Ήταν καλοί κολυμβητές και ήταν η πρώτη τους σκέψη να κολυμπήσουν, να τραβήξουν τη βάρκα μαζί τους. Αλλά ο Κωστής ο Λιασίδης φοβόταν τους καρχαρίες και δεν ήθελε να βουτήξει, αυτόν τον φόβο τον διέσπειρε και στους άλλους. Ο Κωστής ο Τσιάκκος κατέβασε μια φαεινή ιδέα, αντί για κουπί, να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους.

Δύσκολο όμως το έργο και επίπονο, με τη σειρά ένας στο κουπί στη μια πλευρά και άλλος με τα χέρια στην άλλη πλευρά, για ώρες κωπηλατούσαν.

Κατά τις πρωινές ώρες τα κατάφεραν και εισήλθαν στον μικρό κολπίσκο. Κατακουρασμένοι έδεσαν τη βάρκα και πήραν το ανηφόρι για το χωριό. Συμφώνησαν να μην πουν τίποτε σε κανένα, για να μην υποστούν τιμωρία για την πράξη τους. 

Όταν ξημέρωσε καλά η μέρα, ο Σωτήρης είδε τη ζημιά και θυμωμένος, ερευνώντας και ρωτώντας, ανακάλυψε τους δράστες.

Όμως ως θρήσκος και φιλόσοφος άνθρωπος, αποφάσισε να μην τους τιμωρήσει, αλλά να τους δώσει ένα διδακτικό μάθημα για να μάθουν να εκτιμούν τη ξένη περιουσία.

Ένα πρωί παράκατσε στο Δήμμα ώσπου φάνηκε ο Κωστής ο Τσιάκκος που τον έστειλε ο κύρης του να ζέψει  τον γάιδαρο που ήταν παλουκωμένος σε έναν όχτο για να γυρίσει το αλακάτι να ποτίσει τα παντζάρια.

Όταν πλησίασε κοντά για να τον βλέπει, ξεπαλλούκωσε το ξένο γαϊδούρι, και καβαλικεύοντας το ξεκίνησε να φεύγει. Ο Κωστής που τον είδε, άρχισε να τον τρέχει και να φωνάζει,

-Μα τι κάνεις, γιατί παίρνεις το ξένο γαϊδούρι;

Ο Σωτήρης αφού τον παίδεψε λίγο να τον τρέχει ξοπίσω, σταμάτησε, γύρισε και με στωικότητα, του αντιγύρισε,

-αγαπητό μου παιδί, πήρα τον γάιδαρο γιατί βγήκε ένας καινούργιος νόμος από την κυβέρνηση, που λέει ότι ο ένας μπορεί να παίρνει την περιουσία του άλλου χωρίς να ρωτά. Εσείς πήρατε ξένη βάρκα, και εγώ ξένο γαϊδούρι.

Και συνέχισε το δρόμο του, χωρίς να επιστρέψει τον ξένο γάιδαρο.

Ο Κωστής καταλαβαίνοντας το δίκαιο δεν διαμαρτυρήθηκε, παρά όταν βρέθηκε με τους φίλους του αποφάσισαν πως ήταν πρέπον και σωστό να αγοράσουν καινούργιο κουπί να το δώσουν στο Σωτήρη και να του ζητήσουν να τους συγχωρέσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ - όλο το έργο

  ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΚΟΥΔΗΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ  (όλο το έργο) ISBN:                     Ετος έκδοσης: 2023 Στα καφενεία σύχναζαν συνήθως μόνο άν...