Το Bedford βαρυφορτωμένο κάθε δείλι ανέβαινε το απότομο ανηφόρι βαρυγκοβοώντας και έγνοια μου είχα την ενόχληση των χωριανών από τη βουή της μηχανής που καθώς με πρώτη ταχύτητα αντιλαλούσε πολλαπλασιασμένη από τον αντίλαλο πάνω στα πυκνοκατοικημένα σπίτια στις μεριές του δρόμου, ήταν διαπεραστική που έσπαγε αυτιά.
Μόλις είχα αρραβωνιαστεί και κατοικούσα με τη χαρτωμένη μου στα
πεθερικά μου στο χωριό τους. Έτσι κάθε που φόρτωνα το φορτηγό, στο τέλος της
ημέρας ανέβαινα το απότομο ανηφόρι που οδηγούσε στο παλιό σπίτι στην άκρια του
χωριού. Ξεκουραζόμουν, κοιμόμουνα λίγο, και μεσάνυχτα ξεκινούσα για το παζάρι
στη μεγάλη πρωτεύουσα.
Οι πεθερά μου η Δήμητρα μια αξιαγάπητη γυναίκα και η μνηστή μου η
Λούλλα η μελαχροινή καλλονή της καρδιάς μου, με περίμεναν με αγάπη. Μαζί καθόμασταν
να φάμε, να πιούμε καφέ, να καπνίσουμε ένα τσιγάρο, να κουβεντιάσουμε, να
συζητήσουμε, να κουτσομπολέψουμε. Ήταν ευχάριστες μέρες που ακόμα αναπολώ και
νοσταλγώ. Λέγαμε πολλά, κάναμε όνειρα. Ήταν χαρούμενες στιγμές που κρατούσαν
ώρες καθώς ταιριάξαμε και πέραν από σώγαμπρος, μνηστή και πεθερά, γίναμε φίλοι
με κοινές αντιλήψεις σκέψεις και όνειρα. Ήταν ευχάριστοι άνθρωποι με λεπτό
χιούμορ και έξω καρδιά. Οι περίοικοι τις αγαπούσαν αυτές ιδιαίτερα από όλη την
οικογένεια, και σχεδόν καθημερινά οι γειτόνισσες συναγόντουσαν στη μικρή αυλή
να τις βοηθήσουν στο ξεφλούδισμα των αχασιών, στο βάκλισμα των τερατσιών, στο
μάζεμα των σταφυλιών, των ελιών και άλλων καρπών που εν αφθονία σε ένα μεγάλο
χωράφι συνέχεια της αυλής, ο πεθερός μου είχε φυτέψει και καλλιεργούσε με πολλή
αγάπη.
Αλλά οι καλύτερες στιγμές ήταν τα δειλινά όπου ερχόμενος εγώ,
μαζευόντουσαν όλες στην αυλή και παρέα πίναμε τον καφέ μας λέγοντας κουβέντες
και ιστορίες. Άρεσαν σε όλες οι εξιστορήσεις μου από τις περιπέτειες μου ως
ναυτικός, και εγώ καθώς καλός συνομιλητής, με αφηγηματικό οίστρο τους
διηγόμουνα όσα θαυμαστά μου έκαναν εντύπωση στα μακρινά ταξίδια μου στις άλλες
χώρες.
Αλλά και σε μένα άρεσαν πολλά από τα κουτσομπολιά τους για τους άλλους
χωριανούς καθώς ήταν ιστορίες του σήμερα και του παρελθόντος, άλλες πολύ
ενδιαφέρουσες και άλλες λιγότερο. Αλλά πολλή εντύπωση μου έκανε η συνεχής
αναφορά τους στο γέρο Νικολή και που παθιασμένα καθημερινά με συμβούλευαν να τον
αποφεύγω γιατί ήταν τρίμματος.
Τρίμματος είναι ο άνθρωπος ο φθονερός, που όπως ο διάβολος
βλέποντας κάτι καλό στον άλλο ζηλεύει και υποφέρει. Και με διαβολική βοήθεια ως
αγωγός, διοχετεύει την κακία τους στους ανθρώπους και δηλητηριάζει τις ψυχές
τους, τις γεμίζει βάσανα και φορτώνει τις ζωές τους εμπόδια και ατυχίες.
Εγώ γελούσα και τις περίπαιζα γιατί θεωρώντας τον εαυτό μου ως
πέραν του δέοντος λογικό, δεν πίστευα σε παραδοξολογίες και απόκοσμα πράγματα.
Αλλά αυτές επιμένοντας μου έλεγαν ιστορίες για πράγματα και θαύματα
που συνέβησαν στις ίδιες αλλά και σε άλλους όταν είχαν την ατυχία να
συναπαντηθούν με τον Τρίμματο τον Νικολή.
-Είχα μια όμορφη κατσίκα που γεννούσε πάντα δυο ρίφια, και την
αγαπούσα πολύ. Την είδε ο φθονερός, και η αίγια δεν άντεξε το μάτι και ψόφησε την
ίδια μέρα.
Αυτά μου είπε η θεια Αλισαβού, αλλά εγώ της είπα ήταν τυχαίο
γεγονός.
-Όποτε τον συναντώ, δεν μπαίνει πελάτης στο μαγαζί.
Μου έλεγε η πεθερά μου, και εγώ της απαντούσα πως όλες οι μέρες δεν
είναι ίδιες.
Και έλεγαν και έλεγαν, όλο έλεγαν παραδείγματα…
Τακτικά οδηγώντας στο στενό ανηφορικό δρομάκι με πολύ αργή
ταχύτητα, συναπαντιόμουν με τον γέρο Νικολή, που κούτσα κούτσα ακουμπώντας στο
μπαστούνι του ανέβαινε και αυτός αργά στο δρομάκι. Μόλις άκουγε τη βουή του
φορτηγού, ανέβαινε σε ένα σκαλοπάτι καποιανής αυλής, για να μου δώσει χώρο να
περάσω. Στεκόταν από μακριά και μου κουνούσε το χέρι, και όταν ενώ τον
προσπερνούσα, έβγαζα το κεφάλι έξω και λέγαμε καμιά κουβέντα. Ήταν πάντα ευπροσήγορος,
το μόνο που μου έκανε εντύπωση, ποτές δεν είδα ένα χαμογέλιο στο πρόσωπο του.
Πάντα είχε θλίψη στα μάτια και ύφος κατσούφικο. Αλλά τον δικαιολογούσα
σκεπτόμενος ότι καθώς γέρος και μόνος στη ζωή, δεν είχε όρεξη για χαρές και
γέλια. Η γυναίκα του είχε αποδημήσει εις Κύριον και τα παιδιά του εις εργασίαν
στη μακρινή Αυστραλία, έτσι αυτός έμεινε έρημος, μόνος και μαγκούφης
Μου φαινόταν ένας συμπαθής γέρων μισότυφλος ερείπιο του χρόνου, που
κατοικούσε σε μια καμαρούλα εκεί στη γειτονιά. Όλη τη μέρα αθκιασερός στο
καφενείο του Μαζαράκη, και από ενωρίς το δείλις κλεισμένος στο μικρό του σπιτάκι
στο χαμηλό φως με λιγοστό ύπνο να περνά τις ατελείωτες νύχτες με παρέα τα
φαντάσματα του.
Σκεφτόμουν ότι ήταν ένας απελπισμένος γέρων μονάχος που πάλευε την
αιώνια μοναξιά του έως ότου έρθει η λύτρωση της άχαρης εναπομείνασας ζωής του.
Και εγώ γαλουχημένος με οικογενειακές αξίες που θεωρούσα τους
γεροντότερους σεβάσμιους και πρόσωπα ιερά, είχα μια συμπάθεια για λόγου του.
Όσα λοιπόν μου λέγανε τα άκουγα βερεσιέ. Και αν καμιά φορά συνέβαιναν
πράγματα μικρά και άτυχα, καθόλου δεν τα συνδύαζα με ένα κακό συναπάντημα μας.
Αυτά κάποιες φορές εξηγούσα στις γυναίκες, αλλά αυτές επέμεναν και
μου έλεγαν,
-όμως όπως και να έχει, χρειάζεται προσοχή. Θα πρέπει να λες προσευχές
εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος για να εξορκίζεται
πάσα κακό και βασκανία.
Και μέσα μου σκεφτόμουν με ποιο δικαίωμα σταυρώνουν ένα γεροντάκι
που έδειχνε τόσο φιλήσυχο και πράο;
Και να ήταν μόνο αυτό; Όποτε τον έβλεπαν άλλαζαν δρόμο, ή αν τυχαία
έπεφταν πάνω του γύριζαν από την άλλη μεριά και έφτυναν στον κόρφο τους για να
μην ματιαστούν, και στα σπίτια τους άναβαν το καπνιστήρι για να τον εξορκίσουν.
Όσο καλοπροαίρετος και να ήμουν όμως, σε λίγο καιρό άρχισα να
αλλάζω γνώμη. Όλα άρχισαν όταν μια φορά παραμονή Χριστουγέννων ενώ
παρακολουθούσαμε την ακολουθία στη μικρή εκκλησία του χωριού, ξαφνικά ένοιωσα
ζάλη. Θόλωσε το μυαλό μου. Έβλεπα το εκκλησίασμα να χάνεται από μπροστά μου.
Ταυτόχρονα με έπιασε κρύος ιδρώτας. Δεν άντεξα. Βγήκα έξω στην αυλή.
Πίσω μου η χαρτωμένη μου και η πεθερά μου, και ξοπίσω μια χωριανή
που ξεμάτιαζε η οποία με πλησίασε και μου είπε:
-Τί έπαθες, σε μάτιασε ο Νικολής; Τον είδα να σε κοιτάζει και το κατάλαβα.
Και άρχισε να με ξεματιάζει λέγοντας κάτι παράξενες ευχές και
ξόρκια.
Στο τέλος έβγαλε από το λαιμό της ένα φυλακτό,
-Πάρτο μου είπε, φόρεσέ το και δεν θα το ξαναπάθεις.
Με τις επικλήσεις και τους εξορκισμούς της για τον εξαποδό ευτυχώς
έγινα καλά, αλλά δυστυχώς μόνο προσωρινά…
Στις μέρες που ακολούθησαν πολλά συνέβαιναν όποτε τον συναντούσα
στο διάβα μου, που κάθε φορά έτειναν να με πείθουν όλο και περισσότερο πως πράγματι
ο γέρο Νικολής ήταν τρίμματος.
Μια φορά μέσα στο καταχείμωνο με φοβερή παγωνιά όταν μεσάνυχτα
δοκίμασα να ξεκινήσω το ΤΟΥΤΑ για να πάω στο παζάρι, δεν έπαιρνε μπρος. Το
αυτοκίνητο είχε θερμάστρες που ζέσταιναν το πετρέλαιο για να πάρει μπρος όταν
σε περιπτώσεις παγετού πάγωνε ακόμα και το καύσιμο, και εκείνη τη φορά ήταν
χαλασμένες. Έως ότου καταφέρω να τις φτιάξω, πήγε η ώρα και στο παζάρι έφτασα
πολύ καθυστερημένα.
Μια νύχτα πολύ παγερή με βαθμούς που άγγιξαν το μηδέν, το πετρελαιο
πάγωσε -μάλλον ο πρατιριούχος έκλευε και ανεμίγνιε νερό στα καύσιμα-, και η
πόμπα δεν δούλευε. Μέσα στα ξημερώματα με ένα κρύο που έσπαζε κόκκαλα, και χωρίς
θέρμανση ώσπου να τα καταφέρω να κάνω εξαέρωση και να βάλω εμπρός, το κορμί μου
πάγωσε και ιδίως τα χέρια μου σε βαθμό που δεν μπορούσα να τα κινήσω και έβγαλα
κρυοπαγήματα που με πονούσν πολλές μέρες
Μια επόμενη φορά βρήκα ένα ελαστικό καθισμένο. Έως ότου καταφέρω να
το αλλάξω καθώς το φορτηγάκι ήταν βαρυφορτωμένο, πάλι πήρε ώρα πολλή.
Μια άλλη φορά μόλις είχα αγοράσει το BEDFORD ένα μεγάλο φορτηγό και
με λίγο φορτίο, στο δρόμο μου έσπασε λάστιχο.
Μια άλλη φορά, δεν άκουσα το ξυπνητήρι και πάλιν αργοπόρησα.
Ακόμα και το γάμο μου τη μέρα που τον προγραμμάτισα, τον είχα συναντήσει,
και έκανα λάθος, και τον όρισα στις 15 Αυγούστου ημέρα Θρησκευτική που
απαγορευόταν να γίνει.
Τέτοια και άλλα πολλά συνέβαιναν κάθε φορά, έως την ημέρα που
παντρεύτηκα και άλλαξα σπίτι και έπαυσα να τον συναντώ, και τοιουτοτρόπως όλα
επανήλθαν στη κανονικότητα.
Πέρασαν χρόνια, αλλά δεν τον ξεχνούσα. Μου έμεινε μια έγνοια στο
μυαλό, και όταν άκουγα για τρίμματος, πάντα τους απέφευγα και δεν
συναλλαττόμουνα μαζί τους καθώς -ίσως ακούσια- είχα αποχτήσει
μια αυτοπεποίθηση πως ήταν δυνατό να επηρεαστώ αρνητικά εξαιτίας του
φθόνου τους ή ακόμα και ενός βλέμματος τους.
Ύστερα από καιρό μια μέρα, έλαβα ένα τηλεφώνημα,
-πέθανε ο φίλος σου ο Νικολής. Τον βρήκαν στο σπίτι του σε κατάσταση
σήψης Πέθανε μόνος δίχως κανείς να αντιληφθεί το παραμικρό. Μόνο όταν η δυσοσμία
άρχισε να ενοχλεί τους γειτόνους, άνδρες της αστυνομίας μετέβησαν στο σπίτι του
και τον βρήκαν νεκρό.
Στεναχώρέθηκα γιατί παρ΄ όλα όσα εν τέλει πίστεψα για λόγου του,
εντούτοις τον είχα στη καρδιά μου και του έτρεφα μια συμπάθεια.
Και όταν το βράδυ οδηγούσα το φορτηγό στον έρημο δρόμο για το
παζάρι, οι σκέψεις μου φιλοσοφώντας τη κατάσταση, κόλλησαν στη κακή του μοίρα που
του έλαχε να πεθάνει μόνος χωρίς κανείς να του σφαλώσει τα μάτια, και σαν σκυλί
έμεινε στο νεκρικό κρεββάτι άθαφτος για μέρες πολλές.
Έρημος μόνος και θλιμμένος τράβηξε τον δρόμο το μακρύ τον αιώνιο.
Ίσως καλύτερα που πέθανε μια φορά παρά που υπέφερε όλες τις μέρες, συνέχισα να
σκέφτομαι. Διότι όταν η ζωή γίνεται ανυπόφορη, ο θάνατος είναι προτιμότερος.
Έφυγε από την κόλαση της ζωής και πήγε στο Παράδεισο του θανάτου.
Ο ύπνος και ο θάνατος είναι δίδυμα αδέλφια λέγει ένα γνωμικό, έτσι
και ο γέρο Νικολής καθώς εκοιμήθει εν Κυρίω, μετέβει σε ένα τόπο όπου για τους
πεθαμένους δεν υπάρχουν βάσανα και όπου ο δρόμος στον Άδη είναι εύκολος γιατί ο
αποθνήσκων παύει να στεναχωριέται.
Και συνεχίζοντας να φιλοσοφώ τη ζωή, το θάνατο, και το κακό μάτι,
κατέληξα στο συμπέρασμα πως τώρα ως πεθαμένος δεν θα μπορούσε να ματιάζει
κανένα, και ίσως έτσι έπαυαν οι χωριανοί να τον οικτίρουν και να τον λοιδορούν
καθώς συνηθίζεται να επαινούν όλοι αυτόν που δεν βρίσκεται πια στη ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου