Τρίτη 25 Απριλίου 2023

ΤΑ ΣΤΑΥΡΟΚΟΤΣΙΑ

Τα χρόνια πριν το 1970, η ενασχόληση των μικρών παιδιών με παιχνίδια ήταν περιορισμένη καθώς δεν υπήρχαν πάρκα με παιχνίδια, ούτε οι γονείς μπορούσαν να αγοράσουν στα παιδιά τους ένεκα της φτώχειας. Έτσι τα νεαρά παιδιά αμολημένα στη φύση και στην άγρια βλάστηση που ήταν από το Θεό απλόχερα βλαστημένη, κατεργάζονταν παιχνίδια για να διασκεδάσουν.

Θυμάμαι όταν μικρός εγώ, με άλλα παιδιά την ώρα της σχόλης πηγαίναμε σε βλαστημένους τόπους όπου υπήρχε πυκνή βλάστηση και εξερευνούσαμε την άγρια πανίδα. Ένα είδος άγριου φυτού που μου έκανε εντύπωση και το θυμάμαι τώρα, ήταν ο γαϊδουράγκαθος, καθώς απ΄ όλα τα έντομα που κάθονταν στα άνθη τους για να πάρουν γύρη, ήταν τα σταυροκότσια ένα είδος μέλισσας με τα οποία παίζαμε αιχμαλωτίζοντας τα και διασκεδάζοντας μαζί τους.

Τα σταυροκότσια είναι του είδους υμενόπτερων εντόμωνω και το σώμα τους χωρίζεται σε τρία μέρη το κεφάλι, το θώρακα και την κοιλιά. Τα αρσενικά έχουν μεγαλύτερο σωματότυπο και φέρουν κίτρινο σταυρό στο κεφάλι. Καθόντουσαν πάνω στα άνθη και ρουφούσαν το νέκταρ. Στο τέλος της κοιλιά είχαν κεντρί που το σφυλικούντρι των θηλυκών δεν πονούσε εκτός από το ελαφρύ τσίμπημα, αλλά των αρσενικών που τα λέγαμε βασιλιάδες, πονούσε αφόρητα.

Τα πλησιάζαμε σιγά να μην μας πάρουν χαμπάρι, και ενώ ήταν απασχολημένα να ρουφούν το νέκταρ των ανθέων, τα αρπάζαμε με δεξιοτεχνία από τα δύο φτερά ταυτόχρονα τα οποία ήταν σε όρθια θέση, ώστε να μην μπορούν να μας κεντρίσουν. Όταν δεν ήμασταν επιδέξιοι, πολλές ήταν οι φορές που μας κέντρισαν.

Χωρίς να έχουμε την αίσθηση της λύπης και της συμπόνιας αφού έτσι βλέπαμε τα μεγαλύτερα παιδιά να κάνουν, γυρίζαμε κλωστρά την κοιλιά τους η οποία αποκοπτόταν και από την τομή ρουφούσαμε το μέλι.

Δεν έφτανε που με αυτό τον τρόπο τα οδηγούσαμε στο θάνατο, ξανατοποθετούσαμε την κοιλιά ανάποδα στη θέση της η οποία και κολλούσε ίσως από το μέλι, και τα ελευθερώναμε, τα βλέπαμε που πετούσαν με το μισό σώμα ανάποδα και κάναμε χάζι.

Συνήθως τις κομμένες κοιλιές τις μαζεύαμε, και όταν αποξηραίνονταν τις περνούσαμε με βελόνι σε κλωστή και φτιάχναμε όμορφα κολιέ τα οποία χαρίζαμε στις κοπέλες που τα κρέμαγαν με καμάρι στο λαιμό.

Άλλες φορές τα δέναμε με μακριά κλωστή του βελονιού και τα ελευθερώναμε, παίζοντας μαζί τους όπως με χαρταετό. Ύστερα τα βάζαμε μέσα σε τσίγκινα κουτιά τσαγιού Κεϋλάνης που εντός βάζαμε γαϊδουράγγαθους για τροφή, και βγάζαμε στο κουτί κάποιες τρύπες με μια σπόντα για να αναπνέουν. Τα μεταφέραμε ως παιχνίδια στα σπίτια και στα σχολεία.

Οι γαϊδουράγγαθοι βλαστούσαν στα χωράφια και σε όσα ήταν σπαρμένα όταν τα παιδιά έτρεχαν μέσα, προκαλούσαν καταστροφές.

Μια φορά ένας ιδιοκτήτης έκανε παράπονο στο δάσκαλο του χωριού, τον Πασιήσταυρο. Έτσι αυτός μέσα στην τάξη μια μέρα, άρχισε να τους κάνει μάθημα για τα σταυροκότσια, και στο τέλος τους ρώτησε ποιοι έχουν μαζί τους σταυροκότσια. Από το τελευταίο θρανίο σηκώθηκαν ο Κοτσιάς και ο Κάντας και έβγαλαν από τις παλάσκες τα κουτιά με τα σταυροκότσια.

Οπότε ο δάσκαλος με αυστηρό ύφος τους λέει,

-Ώστε εσείς ήσαστε που προκαλείτε ζημιές στα σπαρτά των χωριανών.

Και τους επίπληξε αυστηρά.

  

Πέμπτη 20 Απριλίου 2023

Ο ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΥΝΑΜΙΤΗΣ

Οι αλιείς που χρησιμοποιούν δυναμίτιδα για να ψαρέψουν, δεν χρησιμοποιούν βάρκες και ρίχνουν τους δυναμίτες από τη στεριά. Το ψάρεμα αυτό επειδή γίνεται ολόχρονα, σε όποια μέρη της θάλασσας συμβαίνει, σκοτώνει όλους τους θαλάσσιους οργανισμούς, και προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στο θαλάσσιο οικοσύστημα. Η έκρηξη του δυναμίτη είναι πολύ ισχυρή που σκοτώνει σε ακτίνα 200 μέτρα και βάθος 50, ανάλογα με την ποσότητα της εκρηκτικής ύλης. Καταστρέφει το φυτοπλαγκτόν, τα κοράλλια και ότι άλλο βρίσκεται στον βυθό. H καταστροφή στο οικοσύστημα είναι τόσο μεγάλη, που για να ανακάμψει χρειάζεται έναν αιώνα.

Πολλοί ψάρευαν δι αυτού του τρόπου, ειδικά τον καιρό του αγώνα της ΕΟΚΑ όπου η δυναμίτιδα ήταν προσιτή σε όσους ήσαν ανεμιγμένοι στον απελευθερωτικό αγώνα.

Ενώ οι περισσότεροι ψαράδες ψάρευαν με το καλάμι ή με τις βάρκες και τα δίχτυα, ο Χαρίλαος δεν είχε τέτοια όρεξη. Ενώ ο πατέρας του ο Πιστέντης ήταν λάτρης της θάλασσας και φημισμένος ψαράς με βάρκα δική του που ξανοιγόταν μέχρι τον Ακάμα, αυτός προτιμούσε τον εύκολο τρόπο όταν κατά καιρούς ψάρευε, χρησιμοποιώντας δυναμίτιδα. 

Είχε τον τρόπο του να εφοδιάζεται δυναμίτιδα, και κάθε φορά που πήγαινε για ψάρεμα έφερνε μια κοφίνα ψάρια. Είχε φίλο τον Τουρκόπουλο που είχε φίλο τον Αστυνόμο, καθώς επίσης και τους πετροκόπους του χωριού Άνοστο και Σιηπέττο, έτσι εύκολα προμηθευόταν όση δυναμίτιδα χρειαζόταν.

Συνήθως εξορμούσε στον Πάρακα έναν ψηλό θεόρατο βράχο στην άκρη της θάλασσας όπου από κάτω τα νερά βάθαιναν απότομα και ήταν πέρασμα ψαριών, ένα ιδανικό σημείο για καρτέρι αλαγιών ψαριών.

Τοποθετούσε κάποιο φίλο του σκοπό για να παρακολουθά μήπως φανούν τελωνειακοί, και ο ίδιος στεκόταν πάνω στο βράχο παρακολουθώντας με πολλή προσοχή τη θάλασσα κάτω από τα πόδια του.  

Ο δυναμίτης που χρησιμοποιούσε ήταν ο λεγόμενος σιουσιούκκος ένα μασούρι ιδίου πάχους, σχήματος και χρώματος. Το έδενε σε βαρίδια συνήθως μακρουλές πέτρες για να μπορεί να βυθίζεται και να εκρήγνυται μέσα στο νερό ώστε να σκοτώνει τα ψάρια. Για να εκραγεί χρειαζόταν καψούλι, το οποίο πυροδοτούσε με ένα φυτίλι. Πάνω στο μασούρι σε μια τρύπα που έβγαζαν, τοποθετούσαν το καψούλι και το ένωναν με ένα κομμάτι φυτίλι μικρού μεγέθους, ώστε μόλις βούλιαζε στο κατάλληλο βάθος της θάλασσας να εκρήγνυται.

Με τον δυναμίτη όσα ψάρια ήταν στην ακτίνα της έκρηξης σκοτώνονταν όλα και έτσι πάντα ο Χαρίλαος κάθε φορά έπιανε μεγάλη ψαριά, Όσα ψάρια περίσσευαν τα τοποθετούσε σε ένα ζεμπίλι έξω από ένα καφενείο που ο ίδιος διαχειριζόταν στη κεντρική πλατεία της Χλώρακας, και τα πωλούσε λιανικώς.

Όταν πέρασαν χρόνια παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στο χωριο της Τρεμιθούσας και ησχολήθει με την περβολαριτζιή.

Το 1957 στα χρόνια της ΕΟΚΑ, αποφάσισε να σκάψει ένα πηγάδι να ποτίζει τα χωράφια του.

Μια μέρα που ήταν μέσα στο λάκκο και έσκαφτε, ακούστηκε μια εκκωφαντική έκρηξη και ο βοηθός του που τραβούσε τα χώματα άρχισε να φωνάζει,

-έρχονται Εγγλέζοι, έρχονται Εγγλέζοι,

και έτρεξε και έφυγε μακριά.

Ο Χαρίλαος βγήκε από το πηγάδι και έτρεξε κι αυτός να μην τον συλλάβουν ως δράστη καθώς σε κοντινή απόσταση τοποθέτησαν οι αντάρτες την βόμβα, αλλά για κακή του τύχη τον πρόλαβαν οι Εγγλέζοι και του φώναξαν,

-Άλτ,

αλλά δυστυχώς ο άμοιρος έχε χαλασμένη την ακοή από τους δυναμίτες που έριχνε στη θάλασσα για να ψαρεύει ψάρια και δεν τους άκουσε, και δεν σταμάτησε, έτσι τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν. Ήταν νέος στην ηλικία και άφησε χήρα τη γυναίκα του με ένα μικρό παιδί, ένα κοριτσάκι.

Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΨΑΡΙΑ

Ο Χαμπής ο Μαύρος ήταν ο πιο ξακουστος ψαράς με δυναμίτη. Μια φορά με βοηθούς τον Χαρίλαο, τον Κουρούσιη και τον Βέργα, εξόρμησαν στη Μάα να ψαρέψουν.

Αγκάζαραν τον Φίλιππο το Λαούρη ιδιοκτήτη ταξί να τους μεταφέρει, και συμφώνησαν να τους περιμένει μέχρι να τελειώσουν για να τους πάρει πίσω.

Ο Βέργας και ο Κουρούσιης δεινοί κολυμβητές γυμνοί με τα σώβρακα, ήταν έτοιμοι να βουτήξουν να βγάλουν τα ψάρια. Ο χαρίλαος που είχε μακρύ και δυνατό χέρι βαστούσε το δυναμίτη έτοιμος να τον ρίξει. Και ο χαμπής που είχε αετίσιο μάτι, κατόπτευε τη θάλασσα.

Δεν περίμεναν πολλή ώρα, σε λίγο φάνηκε ένα μεγάλο αλάγι από σορκούς, οπότε ο Χαμπής, έδειξε το ακριβές σημείο εκείνο που περνούσαν τα ψάρια και στο οποίο ο Χαρίλαος ανάβωντας το φυτίλι, έριξε το δυναμίτη με ακρίβεια.

Ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ και η θάλασσα από τη μεγάλη πίεση της δυνατής έκρηξης αναταράχτηκε και µανιασµένη ανέβηκε ψηλά στον ουρανό. Οι νεαροί βούτηξαν στην κρύα πρωινή θάλασσα και πριν τα ψάρια βουλιάξουν στον βαθύ πάτο της θάλασσας, άρπαξαν τα πρώτα και ύστερα ανεβαίνοντας στην επιφάνεια τα έριξαν έξω στα βράχια. Με κάθε βουτιά έφερναν δυο τρεις μεγάλους γκριζόμαυρους σορκούς. Σε κάποια στιγμή ο Χαμπής ο Μαύρος τους φώναξε να μαζέψουν μόνο τα μεγάλα και να αφήσουν τα μικρά, διότι η έκρηξη ήταν δυνατή και ακούστηκε μακριά, γι αυτό θα έπρεπε να τελειώσουν γρήγορα.

Σε λίγη ώρα πάνω στα βράχια έξω στην παραλία σχηματίστηκε ένας μεγάλος σωρός και ο Φίλιππος σκεφτόταν ότι δεν θα χωρούσαν όλα στο ταξί.

Ο Χαρίλαος συμφώνησε και αυτός, και τους είπε να σταματήσουν να βουτούν άλλο.

Ο Χαμπής από το ψηλό βράχο που στεκόταν έβλεπε τον πάτο της θάλασσας να είναι σπαρμένος από σκοτωμένα γκριζόμαυρα ψάρια που από την διάθλαση του ήλιου γιάλλιζαν και σκέπαζαν τα κίτρινα φύκια και την άσπρη άμμο. Μαράζωνε κι αυτός με τη σειρά του σκεπτόμενος ότι ήταν κρίμα κι άδικο τόσα ψάρια να μείνουν να τα φάν τα άλλα ψάρια. Παρ όλα αυτά χωρίς να χασομερά, έδινε οδηγίες στους άλλους να βιαστούν για να μην πιαστούν στα πράσα.  

Ο Χαμπής σκεφτόταν ότι σε όλη του τη ζωή δεν ματαείδε άλλη φορά τόσα πολλά ψάρια, ο Χαρίλαος ως χωρατατζής διερωτοταν τι θα τα έκαναν τόσα πολλά, ποιος θα τα έτρωγε, και οι νεαροί της παρέας κάθονταν στο πίσω κάθισμα κορτωτοί και περήφανοι, ενώ τέλος ο Φίλιππος δήλωσε ότι τώρα που τελείωσαν και θα έφευγαν χωρίς να τους πάρουν χαπάρι, η καρδιά του πήγε στη θέση της που από την έγνοια όλη την ώρα χτυπούσε τρελλά.

Μπήκαν όλοι μέσα εκτός από τον Χαρίλαο που τους είπε να περιμένουν γιατι κατουρήθηκε. Πήγε πίσω από ένα μεγάλο πυκνό θάμνο, πριν σκιάσει όμως πίσω του, γύρισε κατά πάνω τους φωνάζοντας ,

-αστυνομία, μας έπιασε η αστυνομία.

Μεμιάς πίσω από την πυκνή βλάστηση πρόλαβαν αστυνομικοί οπλισμένοι με τα όπλα προτεταμένα. Τους έπιασαν επ αυτοφώρω, ήταν όλοι καταδικασμένοι, το ήξεραν. Τα προστίματα θα πολύ μεγάλα, ακόμα γνώριζαν πως αν κάποιος είχε προηγούμενη καταδίκη, δεν θα γλύτωνε τη φυλακή.

Σήκωσαν τα χέρια ψηλά και παραδόθηκαν. Ο Φίλιππος προσπάθησε να μιλήσει στον επικεφαλής και να τους εξηγήσει ότι αυτός ήταν μόνο ο ταξιτζής και δεν ψάρευε μαζί τους, αλλά ο αρχιτελώνης αγριεμένα του είπε ότι είχε να πει, θα το έλεγε στον ανακριτή.

Και σπρόχνωντας τον βίαια πρώτα αυτόν και μετά τους άλλους, τους μπουζούριασαν τον ένα πάνω στον άλλο σε ένα λαντρόβερ και τους οδήγησαν στα κρατητήρια.

Η κατηγορίες που τους βάραιναν ήταν μεγάλες, για παράνομη αλιεία, κατοχή καψουλιών, φυτιλιού, δυναμίτιδας και χρησιμοποίηση τους με αποτέλεσμα την καταστροφή της θαλάσσιας πανίδας και χλωρίδας, και την έκθεση σε κίνδυνο άλλων τυχόν διερχομένων ανθρώπων από την περιοχή.

Το 1940 – 50 στη Πάφο ήταν διορισμένοι δυο δικαστές, ένας Ελληνοκύπριος και ένας Τουρκοκύπριος που επέβαλλαν τις ποινές κατά το δοκούν, κυρίως όταν οι υποθέσεις ήταν συνηθισμένες και απλές. Όμως το παράνομο αλίευμα ετιμωρείτο αυστηρά.

Ο Χαμπής ως ταχτικός δυναμιτιστής, κατάφερε με το ρουσφέτι να έχει τα μέσα και τις απαιτούμενες διασυνδέσεις με τους εκάστοτε αστυνόμους και δικαστές, και έτσι να γλυτώνει τις καταδίκες.

Για καλή τους τύχη ο δικαστής που θα τον δίκαζε ήταν ο Τούρκος Χουλουσής που ήταν στενός του φίλος, αφού πολύ ταχτικά από τις ψαριές που αλείευε, αρκετές ποσότητες κατέληγαν πεσκέσι στο τραπέσι του.

Εκείνον τον καιρό οι δικαστές δίκαζαν όπως ήθελαν, δεν έδιναν λογαριασμό, ακόμα και για το θεαθήναι δεν τηρούσαν τα προσχήματα. Έτσι και σε αυτή την περίπτωση, ο Χουλουσή εφέντης θέλωντας να αθωώσει τον φίλο του, ρώτησε τον εισαγγελέα τι έκαμαν οι κατηγορούμενοι, και αυτός παρουσίασε σαν τεκμήριο ένα δυναμίτη τυλιγμένο με σπάγγους και απαγγέλλωντας την κατηγορία είπε,

-Κύριε δικαστά, τους συλλάβαμε επ αυτοφώρω στη θάλασσα με δυναμίτη και ψάρια σκοτωμένα.

-Περιπαίζεις δικαστή πε, με σπάγγους πιάνει ψάρι; Ψάρι σίγουρα έπιασαν με καλάμι.

Απάντησε ο δικαστής.

-Κύριε δικαστή, πανω έχει καψούλι, φυτίλι και σπίρτο, και με αυτή τη σπιριθκιά ανάβει και παίζει,

του εξήγεισε ο εισαγγελέας.

Και θυμωμένος τάχατε ο δικαστής, τον διατάσσει

-Έξω πε, θέλεις να ανατινάξεις δικαστήριο στον αέρα;

και γυρνωντας στους κατηγορούμενους λέει,

-Ατε Χαμπή, πηαίννετε στη δουλειά σας και μη ξανακάμετε, γιατί Χουλουσής πέψει σας φυλακή.

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ

Ήταν μια περίοδος δύσκολη και φτωχή, η  εποχή του μεσοπολέμου, όπου οι άνθρωποι πτώχευσαν και όλοι προσπαθούσαν και κατεργάζονταν τέχνες για να επιβιώσουν. Δυο κολλητοί φίλοι από την Κάτω Πάφο καλοί μαστόροι ξυλουργοί, ναυπήγησαν μια μεγάλη βάρκα και με δίχτυα τράτευαν ψάρια στις θάλασσες της Πάφου. Έστρωσαν μια καλή εργασία και σιγά με τον καιρό, μάζευαν χρήματα και τα φύλαγαν σε ένα μικρό ξύλινο σεντούκι το οποίο είχαν κρυμμένο στο μικρό μπαλαούρο στο πρυμιό ποδόσταμο της βάρκας.

Όταν πέρασε καιρός, τα χρήματα μαζεύτηκαν, έγιναν ένας μικρός θησαυρός. Σκέφτηκαν για να μην έχουν φόβο από κλέφτες, χρησιμοποιούσαν για σπίτι τους το πλεούμενο τους, ακόμα σκέφτηκαν για να μην βρέχονται τα χρήματα από τα κύματα, τα φύλαγαν σε γρόσια.

Μια μέρα του έτους 1930 με τη θάλασσα ησυχασμένη και τον καιρό δίχως κακά προμηνύματα και ενώ έπλεαν μεσοπέλαγα, σηκώθηκε ένα ξαφνικό μπουρίνι και βούλιαξε τη μεγάλη βάρκα. Οι άγριοι άνεμοι, τα θεόρατα κύματα και τα νότια ρεύματα τους έσπρωξαν στις ξέρες του Φουρφουρή και πάνω τσακίστηκαν.

Ναυαγισμένοι μέσα στην άγρια φουρτούνα, όμως καλοί κολυμβητές μετά από ώρες κοπιαστικής προσπάθειας κατάφεραν να βγουν στη στεριά, μακριά από τον τόπο που βούλιαξαν καθώς τα ρεύματα τους παρέσυραν και τα κύματα τους ξέβρασαν στη θάλασσα της Αλικής.  

Αποκαμωμένοι έγειραν στην άμμο να ξεκουραστούν. Έμειναν εκεί τέζα, η μέρα πέρασε, ήρθε η νύχτα, πέρασε κι’ άλλη ώρα. Τα κορμιά τους πονούσαν από το δύσκολο πάλεμα, και ένιωθαν όλους τους μύες πιασμένους και καταπονεμένους. Είχαν δώσει μια αδυσώπητη μάχη με τα στοιχεία της φύσης και κατάφεραν να κρατηθούν ζωντανοί. Ένιωθαν ευχαριστημένοι και ευγνωμονούσαν τον Θεό που τους βοήθησε, ταυτόχρονα η στεναχώρια πλάκωνε στις καρδιές τους για το μεγάλο κακό. Έχασαν όλο το βιός τους, τη βάρκα τους, τα χρήματα τους. Τόσοι χρόνοι εργασίας, τόσοι κόποι, τόση οικονομία να φτιάξουν ένα κομπόδεμα για τα γερατειά τους και τώρα  πλέον τι; Χωρίς χρήματα τι θα απογίνονταν, θα άρχιζαν από αρχής; Δεν ήταν εύκολο. Είχε περάσει η νεότης τους, οι αντοχές τους λιγόστεψαν και τα γερατειά φάνταζαν στο εγγύς μέλλον. Έπρεπε οπωσδήποτε να ψάξουν για το θησαυρό τους. Σαν καλοί ναυτικοί που έγιναν στα τόσα χρόνια, γνώριζαν το ακριβές στίγμα που ναυάγησαν, οπωσδήποτε θα προσπαθούσαν.

Έτσι στο φως του φεγγαριού πήραν το ανηφόρι για τη Χλώρακα, θα πήγαιναν εκεί να αναζητήσουν βοήθεια. Με κόπο σηκώθηκαν και με κόπο έσυραν τα βήματα τους και περπάτησαν τη μικρή απόσταση ως το χωριό που τους φάνηκε όμως πολύ μακριά καθώς ήταν εξουθενωμένοι από τη μεγάλη ταλαιπωρία που υπέστησαν.

Στο πρώτο σπίτι που βρήκαν χτύπησαν την πόρτα. Τα φώτα μέσα ήταν κλειστά, οι άνθρωποι κοιμόντουσαν. Η ώρα ήταν περασμένη αλλά η ανάγκη τους έκαμε να επιμείνουν, να χτυπούν, ώσπου μια χαραμάδα φωτός φάνηκε κάτω από την πόρτα. Ο νοικοκύρης με μια λάμπα πετρελαίου στο χέρι άνοιξε και με την ανησυχία στο πρόσωπο τους ρώτησε τι γύρευαν. Καταλάβαινε πως τέτοια ώρα περασμένη σίγουρα κάτι κακό είχε συμβεί.

Οι ψαράδες του εξήγησαν το κακό που τους βρήκε και του ζήτησαν μια βοήθεια. Ο καλός νοικοκύρης μη έχοντας τρόπο να τους βοηθήσει και θεωρώντας πως ο μουχτάρης του χωριού μπορούσε καλύτερα, τους ορμήνεψε πως λίγο πιο πέρα, στο κέντρο του χωριού, δίπλα στην μεγάλη νεόκτιστη εκκλησία της Παναγίας, μοναχικό που εύκολα θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν, ήταν το σπίτι του Κοινοτάρχη και αυτός σίγουρα θα τους βοηθούσε με τον καλύτερο τρόπο.

Ο μουχτάρης ο Αντωνάς Λιασίδης ήταν καλός, φιλόξενος και σαν αρχηγός του χωριού πάντα υπηρετούσε με πίστη το καθήκον του. Ήταν δυναμικός, κοψονούρης και έλυνε όσα προβλήματα ενέκυπταν. Άνοιξε λοιπόν την πόρτα, άκουσε το πρόβλημα και αμέσως έμπασε μέσα τους ναυαγούς. Φώναξε της κυράς του να σηκωθεί και όσο να τους κάμει μια σούπα, αυτός τους έφτιαξε ένα τσάι με σπακιά και με χαμηλή φωνή για να μην ξυπνήσουν τα μικρά παιδιά που κοιμόντουσαν στην κάμαρη, κουβέντιασε μαζί τους ώστε να γνωρίσει τι ακριβώς είχε συμβεί.  

Αφού έφαγαν τη σούπα και στένιωσε ο οργανισμός τους, και αφού τους έταξε πως μόλις ξημέρωνε η μέρα θα πήγαιναν για αναζήτηση του ναυαγίου, τους έβαλε να κοιμηθούν στο αχερωνάρι. Εκείνους τους καιρούς της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης του αιώνα, οι οικογένειες ζούσαν σε μικρά σπιτάκια της μιας ή κάποτε και δεύτερης κάμαρης, έτσι μη έχοντας χώρο να τους φιλοξενήσει στο σπίτι καθώς μέσα ζούσε με ένα τσούρμο παιδιά, τους έβαλε να κοιμηθούν με τα βόδια στο αχερωνάρι, πάνω στα άχερα.

Με το χάραμα του φου, όλο το χωριό ήταν στο πόδι. Τα νέα κυκλοφόρησαν και περίεργοι οι φαμελιάρηδες και οι νιοί, μαζεύτηκαν στο καφενείο του Κοινοτάρχη να μάθουν τα νέα από πρώτο χέρι. Στο μεγάλο τετράγωνο τραπέζι κάθονταν οι ψαράδες με τον μουχτάρη και συζητούσαν με όλους τους χωριανούς γύρω καθισμένους.

Εκείνη τη μέρα ο Αντωνάς πούλησε πολλούς καφέδες. Ευχαριστημένος που έβλεπε τη μουχτάρενα να φτιάχνει επιδέξια και με γρηγοράδα τους καφέδες, πήρε το λόγο και εξήγησε σε όλους τη λύση που θα έδινε στο πρόβλημα.

Εκείνο τον καρό ψαράδες στη Χλώρακα που είχαν βάρκα ήσαν όλοι μόνο τρεις. Ο Πιστέντης με τον Βλόκκο που είχαν μια μικρή, και ο Βασίλης που είχε μια μεγαλύτερη. Ο Αντωνάς έστειλε τους γιούς του και τους κάλεσε, έστειλε και ένα χωριανό και κάλεσε τον Γιώρκη.

Ο Γιώρκης ήταν γεωργός και είχε τα χωράφια του δίπλα στη θάλασσα. Ήταν φημισμένος κολυμβητής και βουτηχτής με μεγάλη αναπνοή.

Κατέβηκαν λοιπόν στο Δήμμα το απάνεμο μικρό φυσικό λιμανάκι, και μέσα στη μεγάλη βάρκα του Βασίλη επιβιβάστηκαν ό ίδιος, ο Γιώρκης και οι ψαράδες. 

Ο μουχτάρης τους κατευόδωσε με μια ευχή για επιτυχία, και ο Βασίλης έλυσε τη βάρκα, πήρε τα κουπιά και άρχισε να κωπηλατεί. Η θάλασσα ήταν ήσυχη, χωρίς κύμα. Το μπουρίνι που βούλιαξε τους ψαράδες ήταν περαστό, κράτησε μόνο λίγη ώρα και τώρα η θάλασσα ήταν τελείως γαληνεμένη.

Όταν έφτασαν στον τόπο που τους υπέδειξαν οι ναυαγοί, ο Γιώρκης πήρε τη γυάλα και ενώ ο Βασίλης οδηγούσε επιδέξια τη βάρκα σε κυκλικές κινήσεις, αυτός ανίχνευε τον βυθό της θάλασσας.

Το γυαλί ήταν μια απλή κατασκευή - εφεύρεση των ψαράδων που με αυτό έβλεπαν πεντακάθαρα τον βυθό της θάλασσας. Ήταν ένας μεγάλος τενεκεδένιος μαστραπάς που αφαιρούσαν τον πάτο και τοποθετούσαν στη θέση του ένα καθαρό τζάμι και το στεγανοποιούσαν με στόκο για να μην μπαίνει μέσα νερό να θολώνει. Το βουτούσαν στο νερό, και έβλεπαν πεντακάθαρα μέσα σε αυτό.

Με υπομονή και με επιμονή, σε κάμποση ώρα εντόπισαν το ναυάγιο. Ο Γιώρκης έτοιμος φορώντας ένα κοντοσώβρακο, πήρε βαθιά αναπνοή και έκανε το μακροβούτι. Όταν έφτασε στη βάρκα, υπολόγισε το βυθό μέχρι εφτά οργιές. Ήταν μεγάλο το βάθος, έπρεπε να κάνει γρήγορα για να μην του τελειώσει η αναπνοή. Η βάρκα ήταν πολύ γερμένη, και το έργο του να ξεσφηνώσει την ξύλινη κασέλα πολύ δύσκολη. Με αγωνία να του φτάσει ο αέρας, με βιασύνη την τράβηξε, και ώ τι ατυχία, αυτή άνοιξε και τα γρόσια έπεσαν στον πάτο της θάλασσας και σχημάτισαν ένα σκούρο γουνάρι που ξεχώριζαν πεντακάθαρα πάνω στη ξανθή άμμο.

Μη έχοντας όμως άλλη αναπνοή, ανέβηκε στην επιφάνεια να αναπνεύσει, και να ξαναβουτήκσει να τα μαζέψει.

Βγαίνοντας πιάστηκε από τη βάρκα να ξαποστάσει, και αφού πήρε κάμποσες βαθιές ανάσες, εξήγησε τα καθέκαστα στους άλλους. Οι δυο ψαράδες με μια ελπίδα στην καρδιά να γενιέται ένιωσαν μια ανακούφιση, και με αγωνία αποφάσισαν να περιμένουν το επόμενο μακροβούτι του Γιώρκη.

Ο Γιώρκης ξαναβούτηξε, έφτασε στο βυθό, αλλά αχ τι κακό, τα γρόσια δεν ήταν στη θέση τους. Βούλιαξαν στη μαλακή άμμο και χάθηκαν. Άρχισε με τα χέρια να ανασκαλίζει το βυθό, αλλά τίποτα. Τα κατάπιε η άμμος και όσο κρατούσε η αναπνοή του έψαχνε και έψαχνε.

Ξαναβούτηξε πολλές φορές, αλλά πάλι τίποτα. Τα γρόσια χάθηκαν, τα κατάπιε η θάλασσα.

Οι ψαράδες πολύ στεναχωρημένοι παρακαλούσαν τον Άη Νικόλα να κάμει ένα θαύμα, να βρεθεί η περιουσία τους, αλλά ίσως εκείνη τη μέρα ο Άγιος ασχολείτο με άλλους ναυαγούς.

Ύστερα από πολλές προσπάθειες, ο Βασίλης αποφάσισε πως δεν μπορούσαν να κάμουν τίποτα άλλο. Κάλεσε τον Γιώρκη να ανέβει στην βάρκα, και εξηγώντας πως άλλο δεν γινόταν, και λέγοντας δυό λόγια παρηγοριάς στους ψαράδες, πήρε τα κουπιά και έβαλε ρότα για τη στεριά.

Οι δυό φίλοι από την Κάτω Πάφο κατσουφιασμένοι καταριόνταν την κακή τους μοίρα, και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια τους. 

(Τις πληροφορίες μου έδωσε ο Ανδρέας Λιασίδης, εγγονός του Αντωνά Λιασίδη)

 

Τετάρτη 19 Απριλίου 2023

Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΩΣ ΨΑΡΑΣ

Ο Σωτήρης Στυλιανού ήταν ο τελευταίος βρακοφόρος που έζησε στη Χλώρακα.

Η βράκα ήταν το ένδυμα των αντρών που φοριόταν στην Κύπρο τις παλαιότερες εποχές όπου όλοι οι άντρες ακόμη και τα παιδιά, φορούσαν στην Κύπρο.

Ο Σωτήρης γεννήθηκε στις αρχές του 1900 και έζησε γεροντοπαλλήκαρο όλη του τη ζωή. Ησχολήθει με διάφορες εργασίες και επαγγέλματα όπως ιεροκήρυκας, φιλόσοφος, μελισσοκόμος, περιβολάρης και ψαράς.

Όντας νέος είχε μια βάρκα που την είχε δεμένη στον κόλπο στο Δήμμα, και όποτε το επέτρεπε ο καιρός, την ορμούσε στο πέλαγο και έριχνε δίχτυα.

Δυο τρεις βάρκες όλες κι όλες που είχαν οι χωριανοί, τις είχαν δεμένες στο μικρό ορμίσκο που αν και απομακρυσμένο μέρος από το χωριό, κανείς δεν τις πείραζε.

Ένα απόγευμα κάποιοι ρόκολοι χωριανοί οι Κώστας Λιασίδης, Κωστής Τσιάκκος, Ττοουλής Πενταράς και Χαμπής Καραμανλής που έπαιζαν στην ακρογιαλιά, είδαν ένα βαπόρι να πλέει στον ορίζοντα, και στην αλαφρομυαλιά της νιότης τους, σκέφτηκαν για χάζι να πάρουν τη βάρκα του Σωτήρη να κωπηλατήσουν ως το πλοίο να το δουν από κοντά. 

Έλυσαν τη βάρκα, και λάμνοντας κουπί ξανοίχτηκαν στα βαθιά. Μη γνωρίζοντας όμως το χειρισμό των κουπιών, με αχρείαστη δύναμη τραβούσαν ίσως νομίζοντας ότι έτσι φοβέριζαν τον φόβο τους που προερχόταν από το σκοτάδι της νύχτας που απλωνόταν σιγά σιγά και τα κύματα της θάλασσας που μαύριζαν όσο  η νύχτα προχωρούσε.

Με τόση δύναμη όμως που έβαζαν η αντίσταση της θάλασσας δυνάμωνε, ώσπου ακούστηκε ένα κρακ, και το ένα κουπί έσπασε.

Τι να κάμουν, είχαν ξανοιχτεί στα βαθιά και ο φόβος όρμησε στις καρδιές τους κάνοντας τους να έχουν μαύρες σκέψεις. Τι θα απογίνονταν, πως με ένα κουπί θα τα κατάφερναν; Όταν όμως ο φόβος μοιράζεται με πολλούς λιγοστεύει, έτσι και οι νεανίες αφού συσκέφθηκαν μεταξύ τους, ψύχραιμα αποφάσισαν τι να κάμουν.

Ήταν καλοί κολυμβητές και ήταν η πρώτη τους σκέψη να κολυμπήσουν, να τραβήξουν τη βάρκα μαζί τους. Αλλά ο Κωστής ο Λιασίδης φοβόταν τους καρχαρίες και δεν ήθελε να βουτήξει, αυτόν τον φόβο τον διέσπειρε και στους άλλους. Ο Κωστής ο Τσιάκκος κατέβασε μια φαεινή ιδέα, αντί για κουπί, να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους.

Δύσκολο όμως το έργο και επίπονο, με τη σειρά ένας στο κουπί στη μια πλευρά και άλλος με τα χέρια στην άλλη πλευρά, για ώρες κωπηλατούσαν.

Κατά τις πρωινές ώρες τα κατάφεραν και εισήλθαν στον μικρό κολπίσκο. Κατακουρασμένοι έδεσαν τη βάρκα και πήραν το ανηφόρι για το χωριό. Συμφώνησαν να μην πουν τίποτε σε κανένα, για να μην υποστούν τιμωρία για την πράξη τους. 

Όταν ξημέρωσε καλά η μέρα, ο Σωτήρης είδε τη ζημιά και θυμωμένος, ερευνώντας και ρωτώντας, ανακάλυψε τους δράστες.

Όμως ως θρήσκος και φιλόσοφος άνθρωπος, αποφάσισε να μην τους τιμωρήσει, αλλά να τους δώσει ένα διδακτικό μάθημα για να μάθουν να εκτιμούν τη ξένη περιουσία.

Ένα πρωί παράκατσε στο Δήμμα ώσπου φάνηκε ο Κωστής ο Τσιάκκος που τον έστειλε ο κύρης του να ζέψει  τον γάιδαρο που ήταν παλουκωμένος σε έναν όχτο για να γυρίσει το αλακάτι να ποτίσει τα παντζάρια.

Όταν πλησίασε κοντά για να τον βλέπει, ξεπαλλούκωσε το ξένο γαϊδούρι, και καβαλικεύοντας το ξεκίνησε να φεύγει. Ο Κωστής που τον είδε, άρχισε να τον τρέχει και να φωνάζει,

-Μα τι κάνεις, γιατί παίρνεις το ξένο γαϊδούρι;

Ο Σωτήρης αφού τον παίδεψε λίγο να τον τρέχει ξοπίσω, σταμάτησε, γύρισε και με στωικότητα, του αντιγύρισε,

-αγαπητό μου παιδί, πήρα τον γάιδαρο γιατί βγήκε ένας καινούργιος νόμος από την κυβέρνηση, που λέει ότι ο ένας μπορεί να παίρνει την περιουσία του άλλου χωρίς να ρωτά. Εσείς πήρατε ξένη βάρκα, και εγώ ξένο γαϊδούρι.

Και συνέχισε το δρόμο του, χωρίς να επιστρέψει τον ξένο γάιδαρο.

Ο Κωστής καταλαβαίνοντας το δίκαιο δεν διαμαρτυρήθηκε, παρά όταν βρέθηκε με τους φίλους του αποφάσισαν πως ήταν πρέπον και σωστό να αγοράσουν καινούργιο κουπί να το δώσουν στο Σωτήρη και να του ζητήσουν να τους συγχωρέσει.

ΟΙ ΨΑΡΑΔΕΣ

Το θαλασσινό ψάρεμα από καταβολής κόσμου είναι το αρχαιότερο επάγγελμα. Η Χλώρακα ως παράλιο χωριό ήταν φυσικό να έχει πολλούς που ψάρευαν για την τροφή τους, είχε όμως και επαγγελματίες που είχαν το ψάρεμα  ως βιοποριστική επαγγελματική εργασία.

Καθώς η ιστορία της κοινότητας δεν είναι πουθενά καταγεγραμμένη σε βάθος χρόνου, οι πληροφορίες για ξακουστούς ψαράδες μας παραπέμπουν στα τέλη του 1800.

Εκείνες τις εποχές περίπου της ίδιας γενιάς, καλοί επαγγελματίες ψαράδες με βάρκα και δίχτυα ήταν οι Πιστέντης Χατζιηχαραλάμπους, Αχιλλέας Βλόκκος, και αργότερα ο Βασίλης με τον υιόν του Ανδρέα ο οποίος συνέχισε το επάγγελμα μέχρι σήμερα. Επίσης καλοί υστερινοί ψαράδες λογαριάζονταν ο Κώστας Λεωνίδα με τη σύζυγο του Κούλλα Πενταρά, και ο Λεωνίδας Λουρικός.

Άλλοι ξακουστοί ψαράδες αλλά παράνομοι καθώς ψάρευαν με δυναμίτη, μετά τον αγώνα της ΕΟΚΑ αναδείχθηκαν οι Αντωνούιν (Κολόϊδον), ο Χαμπής Μαύρος, ο Κουρούσιης, ο βέργας, ο Κυριάκος Μαυρονικόλας.

Οι αλιείς που χρησιμοποιούσαν δυναμίτιδα για να ψαρέψουν, συνήθως έριχναν τους δυναμίτες από τη στεριά. Το ψάρεμα αυτό επειδή γίνεται ολόχρονα, σε όποια μέρη της θάλασσας συμβαίνει, σκοτώνει όλους τους θαλάσσιους οργανισμούς, και προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στο θαλάσσιο οικοσύστημα. Η έκρηξη του δυναμίτη είναι πολύ ισχυρή που σκοτώνει σε ακτίνα 200 μέτρα και βάθος 50, ανάλογα με την ποσότητα της εκρηκτικής ύλης. Καταστρέφει το φυτοπλαγκτόν, τα κοράλλια και ότι άλλο βρίσκεται στον βυθό. H καταστροφή στο οικοσύστημα είναι τόσο μεγάλη, που για να ανακάμψει χρειάζεται έναν αιώνα.

Πολλοί ψάρευαν δι αυτού του τρόπου, ειδικά τον καιρό του αγώνα της ΕΟΚΑ όπου η δυναμίτιδα ήταν προσιτή σε όσους ήσαν ανεμιγμένοι στον απελευθερωτικό αγώνα. Από τη μια έβρισκαν ευκολότερα δυναμίτιδα, από την άλλη έπρεπε να είναι διπλά προσεκτικοί, γιατι η Αποικιοκρατική κυβέρνηση πολλαπλασίασε τους ελέγχους στη θάλασσα για να μπορεί να συλλαμβάνει τους λαθροψαράδες φυλακίζοντας επίσης δι αυτού του τρόπου και αγωνιστές της οργάνωσης που διεξήγαν αγώνα εναντίον της.

Το χωριό ήταν παραθαλάσσιο και τις παλιές εποχές πρίν η βιοποικιλία της θάλασσας καταστραφεί από την έκχυση σε αυτήν των λυμάτων από τα  ξενοδοχεία που κτίστηκαν κατά μήκος των παραλιών ένεκα της απότομης ανάπτυξης και της προόδου της τουριστικής βιομηχανίας, ήταν γεμάτη ψάρια.

Οι ακτές της Χλώρακας είναι άγριες και απότομες και είναι τόπος που συνήθως επικρατεί θαλασσοταραχή καθώς είναι ανοιχτή στους δυτικούς ανέμους. Το μοναδικό μέρος όπου μπορούσαν οι ψαράδες να προφυλάσσουν τις βάρκες τους ήταν στο Δήμμα, έναν κολπίσκο στο νότια του χωριού όπου η θάλασσα εισχωρεί στη στεριά από ένα στενό άνοιγμα στα βράχια και σχηματίζει μια μικρή περίκλειστη λίμνη με τα νερά εντός να είναι σχεδόν ολοχρονίς ήρεμα και ησυχασμένα. Η ονομασία προήλθε εκ της λέξεως δένω, ακριβώς γιατί εκεί έδεναν τις βάρκες τους οι ψαράδες από παλαιόθεν μέχρι σήμερα. 

Ο Πιστέντης Χ’Χαραλάμπους και ο Αχιλλέας Βλόκκος ήταν καρδιακοί φίλοι και κουμπάροι, και πάντα ψάρευαν παρέα με μια βάρκα συνεταιρική. Ξανοίγονταν μέχρι τον Ακάμα και ψάρευαν. Το ταξίδι τους πολλές φορές κρατούσε μέρες, γι αυτό καθώς δεν μπορούσαν να διατηρήσουν τα ψάρια, τα περνούσαν σε κλωστές και στα χωριά της Λαόνας όπου κάποτε διανυκτέρευαν, πωλούσαν προς δυόμισι σελίνια την κάθε κλωστή στην οποία ήταν ρεγμένα δυο και τρεις οκάδες.

Εκείνους τους καιρούς ήταν ευκολότερο το ψάρεμα αφού η θάλασσα ήταν γεμάτη ψάρια, το δύσκολο ήταν να τα πουλήσουν, διότι ο κόσμος ήταν φτωχός και δεν περίσσευαν χρήματα για καλοφαγίες.

Οι περιοδείες τους κρατούσαν μέχρι και ένα μήνα όσο η θάλασσα ήταν ήσυχη, και όσο καιρό ήταν φουρτούνα, είχαν τη βάρκα δεμένη στο Δήμμα.

Οι δυο ήταν αχώριστοι. Μαζί στη δουλειά, στην αναδουλειά, στη φτώχεια και στο γλέντι. Η φιλία τους ήταν τόσο μεγάλη, που για χάρη της πάντρεψαν τα παιδιά τους και έγιναν συμπέθεροι. 

Μια φορά, μια μέρα με καλοκαιρία, όταν ετοιμάστηκαν να κάνουν ένα πολυήμερο ταξίδι μέχρι τον Ακάμα να ψαρέψουν, αφού ετοιμάστηκαν έλυσαν τη βάρκα και έπιασαν τα κουπιά. Όμως η βάρκα δεν τάρασσε, έμοιαζε κολλημένη στο νερό. Λάμνε λάμνε τα κουπιά με περισσότερη δύναμη πάλι τίποτα, όπως ένα χέρι θεόρατο να την κρατούσε ακίνητη.

Γεμάτοι περιέργεια βούτηξαν το γυαλί στο νερό να δουν τί συμβαίνει.

Το γυαλί ήταν ένας στρογγυλός τενεκές με βγαλμένο τον πάτο και στη θέση του ένα τζάμι στεγανοποιημένο με στόκο, που βουτώντας το στη θάλασσα έβλεπαν πεντακάθαρα το βυθό.

Η έκπληξη τους ήταν πολύ μεγάλη καθώς αντίκρυσαν τεράστια πλοκάμια χταποδιού να είναι προσκολλημένα και να έχουν αγκαλιασμένη τη βάρκα τους.

Ήταν ένα θεόρατο χταπόδι όπως το θεριό που γεμάτοι δέος έβλεπαν χωρίς να έχουν ξαναδεί ή να έχουν ακούσει, που κρατούσε ακινητοποιημένη τη βάρκα.

Έμειναν για λίγο σαστισμένοι, αλλά ύστερα όταν πέρασε η έκπληξη αποφάσισαν ότι δεν έπρεπε να φοβηθούν, αλλά να προσπαθήσουν να το αλιεύσουν. 

Πήραν σχοινιά από τη βάρκα τους και από άλλη μια που ήταν δεμένη στον κολπίσκο, μπήκαν στο νερό και προσεχτικά να μην τους αρπάξει με τις μεγάλες βεντούζες, έδεσαν ένα ένα τα πόδια του. Ο Πιστέντης που ήταν χειροδύναμος έπιασε τες άκριες και βγαίνοντας στη στεριά άρχισε να τραβά, ενώ ο Αχιλλέας προσεχτικά με ένα κουπί, ξεκολλούσε μια μια τις βεντούζες από τη βάρκα.

Ήταν μια κοπιαστική εργασία που κράτησε ώρες, αλλά τα κατάφεραν. Το τράβηξαν έξω, το σκότωσαν και ύστερα το φορτώθηκαν και το μετέφεραν στο καφενείο του χωριού. Όλοι τους εθαύμασαν, και τα νέα εξαπλώθηκαν σε όλη την επαρχία. Ήταν οκτώ οκάδες, ήταν το πιο μεγάλο χταπόδι που έχε αλιευτεί σε όλη την περιοχή εκείνο τον καιρό.

Για όλα τα επόμενα χρόνια και μέχρι σήμερα, οι χωριανοί λένε για τους μεγάλους ψαράδες και για το τεράστιο χταπόδι που ψάρεψαν, ένα κατόρθωμα που έκαμαν μόνο αυτοί.


ΟΥ ΦΟΝΕΥΣΕΙΣ


Η μορφή του τοκογλύφου στη φαντασία όσων δεν γνώρισαν το είδος του είναι άσχημη, κακιά με ύφος βλοσυρό σκληρό και βλέμμα σκοτεινό.

Όσοι έμπλεξαν σε συναλλαγές με τοκογλύφους λένε τα χειρότερα καθώς δεινοπάθησαν και καταστράφηκαν, έχασαν τις περιουσίες τους, πείνασαν. Και όσο τα θύματα πτώχευαν, αυτοί περισσότερο πλούτιζαν.

Έτσι καθώς όλοι τους κατηγορούσαν, στη σκέψη όσων δεν τους γνώρισαν έμοιαζαν αντιπαθείς αδίστακτοι, πανούργοι, άπληστοι.

Στη Κύπρο την εποχή του μεσοπολέμου υπήρχε μεγάλη ανεργία και ο κόσμος δυσπραγούσε. Η κοινωνική καταπίεση από τους Βρεττανούς αποικιοκράτες δεν επέτρεπαν την οικονομική ανάπτυξη των κατοίκων, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να καταφεύγουν στους τοκογλύφους.

Σε ένα χωριό της Πάφου υπήρχε ένας διαβόητος τοκογλύφος που ήταν σκληρός και άπληστος, που ποτέ δεν λυπήθηκε κανένα, που απομυζούσε τον κόπο τους και ρουφούσε το αίμα τους. Με τον καιρό έγινε πολύ πλούσιος και οι δοσοληψίες του εξαπλώθηκαν σε όλη την επαρχία. Ρωμιοί και Τούρκοι έτρεχαν σε αυτόν όταν δεν είχαν άλλη διέξοδο. Και αυτός τους έδινε ψίχουλα και τους έπαιρνε πολλά. Και όσοι δεν πλήρωναν, με συνοπτικές διαδικασίες στα δικαστήρια, τους έπαιρνε τις περιουσίες.

Είχε ένα μπακάλικο που πάνω στο πάγκο έκανε τις συναλλαγές του, και ένα συρτάρι που μέσα κλείδωνε τα συμφωνητικά με τις υποθήκες. Ο φτωχές νοικοκυρές ψώνιζαν βερεσέ και υπέγραφαν για τα βερεσιέδια σε ένα μπακαλοδεύτερο. Ο τοκογλύφος όμως σκληρός και αδίστακτος, από όσες καημένες δεν μπορούσαν να πληρώσουν, τους έπαιρνε ακόμα και τα σπίτια.

Η αναλγησία του τον οδήγησε να πιστεύει πως δεν έκανε κακό, ούτε αμαρτία, παρά μόνο εξασκούσε ένα νόμιμο επάγγελμα. Ταξίδευσε στα Ιεροσόλυμα και έγινε Χατζιής. Παρίστανε τον θρησκευόμενο και κάθε Κυριακή πήγαινε εκκλησία. Οι επίτροποι του έδιναν τον πρώτο σκάμνο, στη θεία μετάληψη ο παπάς τον κοινωνούσε πρώτο. Όταν τέλειωνε η λειτουργία έπαιρνε το αντίδωρο, φιλούσε το χέρι του παπά, και ύστερα προσκυνούσε όλες τις εικόνες στο θείο τέμπλο.

Οι χωριανοί έβλεπαν την μεγάλη του υποκρισία και αγαναχτούσαν, αλλά όλοι σιωπούσαν και τον καλοκρατούσαν καθώς είχαν την ανάγκη του, μια ανάγκη που γνώριζαν πως θα τους οδηγούσε στην καταστροφή, αλλά δεν είχαν άλλη επιλογή.

Τον μοχθηρό άνθρωπο κανείς δεν τον θέλει και τον αποφεύγει, αλλά ο Χατζιής δεν ήταν μόνο σκληρός, ήταν και απάνθρωπος. Όλοι έλπιζαν πως κάποια μέρα θα έπεφτε θεία τιμωρία γιατί ήταν σίγουροι πως ούτε ο Θεός τον αγαπούσε. Ήταν τόσο άπληστος, είχε μαζέψει αμέτρητη περιουσία και χρήματα, παρ΄ όλα αυτά αντί να μαλακώσει καθώς δεν είχε πλέον ανάγκη, περισσότερο κυνηγούσε τα πλούτη και περισσότερο γινόταν σκληρός στις συναλλαγές του.

Τη δεκαετία του 1950 ήταν εποχές δύσκολες, ξεκίνησε ο αγώνας της ΕΟΚΑ και οι Τουρκοκύπριοι συνεργάζονταν με τους Άγγλους κατακτητές. Οι φιλικές σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων διαταράχθηκαν, και οι Ελληνοκύπριοι τους θεωρούσαν συνεργάτες του εχθρού.

Όμως ο Χατζιής χωρίς να λογαριάζει κίνδυνο ένεκα της απληστίας του για περισσότερο κέρδος, συνήθιζε να επισκέπτεται μια φορά την εβδομάδα ένα διπλανό Τούρκικο χωριό, και σε ένα καφενείο συναλλαττόταν μαζί τους.

Στο καφενείο που ήταν στην οδό Φελλάχογλου, ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους πελάτες του, είχε και ένα νεαρό Τουρκάκι που ο πατέρας του είχε πολλή περιουσία, και ο τοκογλύφος του έδινε ταχτικά δανικά, και ήταν σίγουρος πως δεν θα τα έχανε, ήταν σίγουρος πως δεν θα άφηνε ο πατέρας το γιο να πάει φυλακή για χρέη.

Το Τουρκάκι όμως ήταν χαρτοπαίκτης και συνέχεια ζητούσε δανικά. Τα χρέη συσσωρεύτηκαν, έτσι ο τοκογλύφος άρχισε να τον πιέζει να εξοφλήσει, και να τον απειλεί ότι θα τον πάρει δικαστήριο.

Το Τουρκάκι με ψυχή και σώμα απόλυτα αφωσιωμένος στο τζόγο, όπως όλοι οι φανατικοί χαρτοπαίχτες, σκεφτόταν διαφορετικά έχοντας πρωταιρεότητα μόνο το παιχνίδι. Κυριευμένος από πάθος δεν σκεφτόταν πόση δυστυχία προκαλούσε στην οικογένεια του. Γνώριζε το κακό που σκορπούσε γύρω του, αλλά δεν νοιαζόταν, τον είχε κυριεψει το σύνδρομο του χαρτοπαίχτη και μόνη έγνοια είχε πως με οποιοδήποτε τρόπο να έβρισκε χρήματα να κορέσει το πάθος του. Σε όλους χρωστουσε, στους φίλους του, στους συγγενείς του, στους γνωστούς του. Χάνοντας κάθε ντροπή και αξιοπρέπεια, βουτηγμένος στα χρέη και απόλυτα εξαρτημένος από το καταστροφικό του πάθος, έχασε κάθε εντιμότητα και ήθος. Όσοι του δάνεισαν, αφού κατάλαβαν πως ήταν αγύριστα, σταμάτησαν να του δίνουν άλλα. Ο πατέρας του αφού απόειδε, αποφάσισε πως μόνο στη φυλακή ίσως συνετιζόταν. Έτσι γνωρίζοντας για τα χρέη του στον τοκογλύφο, του δήλωσε πως δεν επρόκειτο να τον βοηθήσει.

Υπό αυτές τις δυσμενείς συνθήκες, μια μέρα έλαβε κλήση για δικαστήριο. Κατάλαβε πως ήρθε το τέλος. Ήξερε πως ο Χατζιής δεν θα του χαριζόταν. Η φήμη της σκληρότητας του ήταν εξαπλωμένη σε όλη την επαρχία. Σίγουρα θα κατέληγε στη φυλακή, κάτι όμως που ήθελε διακαώς να αποφύγει. Έπεσε σε βαθιά συλλογή, και αποφασισμένος κατέστρωνε σχέδια να γλυτώσει. Αποφάσισε πως για να επιτύχει, μόνη λύση ήταν να πεθάνει ο τοκογλύφος.

Ήταν χάραμα φου, μέρα καθιερωμένη επίσκεψης στο Τούρκικο καφενείο. Η απόσταση ήταν κοντινή και ο Χατζιής καβαλικεμένος σε ένα άλογο όδευε με την ησυχία του στη στράτα για τον προορισμό του. Στο μισοσκόταδο του πρωϊνού μέσα σε παντέρμη ερημιά, οι οπλές του αλόγου έσπαζαν την απόλυτη σιωπή και συντρόφευαν τον τοκογλύφο. Κανένας άλλος θόρυβος δεν ακουγόταν καθώς όλη η πλάση κοιμόταν.

Επηρεασμένος λίγο από την απέραντη σιωπή, με αδημονία σκέφτηκε πως πλησίαζε το τέλος της διαδρομής, σε λίγο θα έφτανε στο καφενείο να συναντήσει άλλους ανθρώπους, να ακούσει φασαρία, να τον κεράσουν καφέ, να κουτσομπολέψει μαζί τους.

Στις πλευρές του δρόμου υπήρχαν μόνο χωράφια σπαρμένα κριθάρια με λίγα δένδρα στις όχθες. Ήταν πολύ πρωί, ο κόσμος ακόμα κοιμόταν και ο δρόμος ήταν εντελώς άδειος. Μια απόλυτη ησυχία επικρατούσε.

Ξαφνικά την σιγαλιά διατάραξε δυνατό θρόισμα μέσα από τα ψηλά στάχια. Γύρισε ξαφνιασμένος και το βλέμμα πήρε μια σκιά να ξεπετάγεται και να τρέχει ίσα πάνω του. Η σκιά έγινε ανθρώπινη φιγούρα που στάθηκε εμπρός του και αρπάζοντας τα χαλινάρια ακινητοποίησε το άλογο.

Τρομαγμένος ο Χατζιής αντίκρυσε το νεαρό Τουρκάκι να στέκει με μάτια σκοτεινά, και με αποφασιστικότητα να ψηλώνει το χέρι οπλισμένο με ένα πιστόλι, και να το ακουμπά κάτω από το σαγόνι του.

Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο, ένα δυνατό μπάμ ακούστηκε και η σφαίρα τρύπησε το μαλακό κρέας και σφηνώθηκε λίγο λοξά στην αριστερή του γνάθο. Δεν ένιωσε μεγάλο πόνο, παρα μόνο το αίμα να τρέχει να τον πιτσιλίζει και να τον πνίγει.

Σαστισμένος και έχοντας τις αισθήσεις είδε το Τουρκί να φεύγει τρέχοντας, και αυτός ασυναίσθητα με τα πόδια κέντρισε το άλογο. Ελπίζοντας να καταφέρει να φτάσει στο καφενείο να γυρέψει βοήθεια, γερμένος εμπρός κρατώντας την πληγή  να μην τρέχει το αίμα, άφησε το ζώο να συνεχίσει το δρόμο του.

Διένυσε τη μικρή απόσταση που είχε απομείνει και με τα ρούχα που είχαν βαφτεί κόκκινα αφού το αίμα έτρεχε σαν βρύση, αφέθηκε στα χέρια των θαμώνων. Ήταν ο καφετζής, το Τουρκάκι και ένας δυο άλλοι. Έτρεξαν όλοι με πρώτο το Τουρκάκι να τον βοηθήσουν. Τον ξεπέζεψαν και τον ξάπλωσαν πάνω σε ένα μεγάλο τραπέζι. Ήταν φανερό όμως πως έχασε πολύ αίμα και δεν θα τα κατάφερνε. Φαινόταν στο πρόσωπο του που ήταν άσπρο στο χρώμα του θανάτου, φαινόταν στις κινήσεις του που δεν είχαν ζωή.

Ήταν ξαπλωμένος στο τραπέζι και η ζωή του έφευγε, ήθελε να μιλήσει, ήθελε να καταδείξει το φονιά, αλλά μιλιά δεν είχε, το αίμα από την πληγή τον έπνιγε. Το κατάπινε και πνιγόταν, και από την πικρή γεύση ένιωθε την ψυχή του να εξέρχεται. Δάκρυα απελπισίας  κυλούσαν από τα μάτια του για την ανημποριά του να ομολογήσει τον φονιά. Μόνο με βλέμμα απλανές τον κοιτούσε και με πείσμα προσπαθούσε να σηκώσει το χέρι να τον δείξει, αλλά δεν μπορούσε, δεν του είχε μείνει άλλη δύναμη, και ο φονιάς από πάνω τον κρατούσε σφιχτά για να τον βοηθήσει.

Οι θαμώνες βουβοί και σοκαρισμένοι άκουγαν τον ρόχθο του θανάτου του, ενώ ο ίδιος χωρίς ζωή πλέον, ένιωθε τους δαίμονες να αποσπούν με βιά τη ψυχή του από το σώμα του.

Με την είδηση του φονικού οι περισσότεροι που του χρωστούσαν καθώς θρησκευόμενοι και πιστεύοντας στις δέκα εντολές για το θεαθήναι καταδίκασαν την αποτρόπαια πράξη, αλλά εσωτερικά ένιωσαν ανακούφιση, ίσως και αγαλλίαση.

Η ΜΑΜΜΟΥ

Από καταβολής κόσμου υπάρχουν οι γυναίκες που ξεγεννούν τα μωρά, γιατί είναι δύσκολο να επιβιώσει ένα νεογέννητο παιδί που το ξεγεννά μόνη της η μητέρα. Όταν γεννήθηκε ο Χριστός, δίπλα στην Παναγία υπήρχαν δυο μαμμές όπως γράφει στο ευαγγέλιο του ο Ιάκωβος. Στην εποχή του μεσαίωνα οι μαμές κατηγορήθηκαν για μαγεία και κυνηγήθηκαν από την Ιερά εξέταση, ενώ η καθολική εκκλησία απαιτούσε από τις μαμές να είναι βαφτισμένες χριστιανές.

Η μαμή στα όνειρα είναι καλός οιωνός. Εάν στον ύπνο σας δείτε μία μαμή να ξεγεννά κάποιο μωρό, θα μπορέσετε να διώξετε τα βάρη που σας ενοχλούν, και ευχάριστα γεγονότα θα τα διαδεχθούν.

Ως εκ τούτου όλοι τη θεωρούσαν αναγκαία στη ζωή τους αλλά και καλό ποδαρικό, γιατί εκτός από μια καινούργια ζωή σε μια οικογένεια, έφερνε και χαρά σε όσους την ονειρεύονταν, καθώς πίστευαν οι παλαιοί άνθρωποι.

Στα παλιά χρονιά λοιπόν που η φτώχεια ήταν μεγάλη, μια μαμμού αμειβόταν καλύτερα εν συγκρίσει με άλλα επαγγέλματα, άσχετα αν η πληρωμή της ήταν σε είδη όπως γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, ή και ρούχα.

Μια φημισμένη μαμμού ζούσε στα παλιά χρόνια στη Χλώρακα. Ήταν η Ελενούα που έζησε πολλά χρόνια μέχρι πολύ βαθιά γεράματα, και για δεκαετίες επέβλεψε πολλές εγκυμοσύνες και ξεγέννησε όλα τα μωρά της κοινότητας. Γι αυτό όλοι την σέβονταν, και εγώ που μόλις την ενθυμούμαι, την φέρνω στη μνήμη μου σαν μια σεβάσμια γριά που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από όλους τους χωριανούς. Ολοι είχαν να πουν μια ιστορία για την γριά μαμμού, και όλοι την θεωρούσαν δεύτερη μάνα, αφού η μάνα τους γέννησε, και η μαμμού τους ξεγέννησε.  

Η ΧαζιηΕλενούα είναι η μάνα της Στασιάς του Μωυσή. Κατάγεται από την οικογένεια Σιαμμάς, μιας από τις μεγαλύτερες και αρχαιότερες οικογένειες της Χλώρακας. Εκτός από νοικοκυρά, εξασκούσε και το επάγγελμα της μαμμούς, ένα δύσκολο επάγγελμα που χρειαζόταν τεχνική, ελαφρύ χέρι και ιατρικές γνώσεις. Ήταν η γυναίκα που βοηθούσε τις έγκυες γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μετά τη γέννα.

Το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων οι άνθρωποι ανάβουν κάρβουνα και θυμιατίζουν το σπίτι, γιατί οι καλικάντζαροι καιροφυλακτούν γύρω για να φάνε τους ανθρώπους. Το έθιμο αυτό προήρθε από μια ξεγέννα της Ελενούας  της μαμμής, όταν μια κρύα νύχτα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων την κάλεσαν να πάει να ξεγεννήσει μια γυναίκα η οποία ήταν μια μεταμφιεσμένη Καλικαντζαρίνα.

Όταν έφτασε στο σπίτι της είδε δίπλα της κάποια ανθρωπάκια να χορεύουν και να λέγουν,

-αν είναι αγόρι χαρά στη μαμμή, αν είναι κορίτσι κατύσιη της μαμμής.

Τα ανθρωπάκια ήταν Καλικάντζαροι και κατά πως λέγουν οι παλιοί, επιθυμούσαν οι γυναίκες τους πάντα να γεννούν αρσενικά καλικαντζαράκια. ‘Όταν λοιπόν γενιούνταν αρσενικά έδιναν αμοιβή στην μαμμή κρομμυόφυλλα που στο ξημέρωμα μετατρέπονταν σε χρυσά, και όταν ήταν θυληλά της έδιναν χρυσά κρομμυόφυλλα που στο ξημέρωμα μετατρέπονταν σε ξερά συνιθισμένα φύλλα.

Η έγκυος γέννησε και έκανε κορίτσι. Η μαμή επειδή φοβήθηκε τα λόγια που άκουσε, για να τους ξεγελάσει έβαλε στο μωρό δυο μικρούλια κουβάρια νήμα και φάσκιωσε το μωρό. Τα ανθρωπάκια ξεγελάστηκαν, της γέμισαν την ποδιά με κρομμυόφυλλα και άφησαν την γριά μαμμού να φύγει. Όταν όμως ύστερα από λίγο διαπίστωσαν πως πιάστηκαν αφελείς, πήγαν στο σπίτι της μαμμούς να την τιμωρήσουν και να πάρουν πίσω τα χρυσά.

Όμως αυτή προνοητική και πονηρή, κλείδωσε τις πόρτες και άναψε κάρβουνα στο τζάκι και έριξε πάνω φύλλα ελιάς και θυμιατά καθώς και τα κρομμυόφυλλα, έτσι όλη νύχτα οι καλικάντζαροι δεν μπόρεσαν να μπουν στο σπίτι ώσπου έφεξε ο ήλιος, και αναγκαστικά τρύπωσαν και χάθηκαν μέσα στη γη όπου είναι καταδικασμένοι αιώνια να ζουν. Από τότε οι άνθρωποι πήραν το έθιμο από τη μαμμού και τακτικά καπνίζουν με το θυμιατήρι ώστε να φεύγει πάσα κακό.

‘Όταν ξημέρωσε η γριά μαμμού βρήκε ένα εναπομείναν κρομμυόφυλλο που σκάλωσε στην ποδιά της και είχε μετατραπεί σε χρυσό, έτσι από τη μια μαράζωσε που έκαψε τα άλλα, από την άλλη χάρηκε που γλύτωσε η ζωή της από τους Καλικάντζαρους.

 

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ - όλο το έργο

  ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΚΟΥΔΗΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ  (όλο το έργο) ISBN:                     Ετος έκδοσης: 2023 Στα καφενεία σύχναζαν συνήθως μόνο άν...