Ο Ττοουλής ήταν ένας αθκιασερός τεμπέλης που την άραζε στο καφενείο όλη μέρα, και έκανε τράκα καφέδες και τσιγάρα. Καλόπιανε τους χωριανούς με κομπλιμέντα και γαλουφίες, και καθώς ήταν έξυπνος και αστείος, ο χωριανοί τον συμπαθούσαν και τον κερνούσαν.
Έλεγε στον καφετζή.
Πέρασαν λίγες μέρες και ο παπάς διαπίστωσε πώς οι εισπράξεις στο παγκάρι κάθε
Κυριακή ήταν μειωμένες από άλλες φορές. Τις πρώτες φορές σκέφτηκε πως ήταν
τυχαίο, αλλά πονηρός σαν παπάς που ήταν, δεν άφησε το ζήτημα χωρίς να το ψάξει.
Την εκκλησία μετά από κάθε λειτουργία ή εσπερινό την κλείδωνε ο ίδιος, ώστε
μάλλον δεν μπορούσε κλέφτης να μπει μέσα. Όμως από την άλλη ήξερε πως οι
χωριανοί έριχναν χρήματα στο παγκάρι με την καρδιά τους, ώστε δεν δικαιολογείτο
η συνεχιζόμενη μείωση του τζίρου.
Ο Ττοουλής ήταν φτωχός και άνεργος καθώς βαριόταν να δουλεύει, και πίστευε πως
αν έπαιρνε λίγα χρήματα από το παγκάρι δεν θα έλειπαν από την εκκλησία καθώς
όλοι γνώριζαν την τεράστια οικονομική ευρωστία που είχε η Αυτοκέφαλος εκκλησία
της Κύπρου από έσοδα ιδιόκτητων ξενοδοχείων και επιχειρήσεων. Εξ άλλου δεν
σήκωνε όλα τα χρήματα, αλλά ένα μικρό μέρος απλά για να κερνά καφέδες στους
φίλους του. Ήταν σίγουρος πως ο Θεός δεν θα θύμωνε μαζί του καθώς ήταν φιλεύσπλαχνος
και ήταν ελεήμων στους φτωχούς. Έτσι με ελαφρά τη συνείδηση έμπαινε κάποια
βράδια στην εκκλησία και έπαιρνε μερικά νομίσματα από το παγκάρι.
Όμως η κακή τύχη του έλαχε στη κοινότητα να υπηρετεί ένας πονηρός
ιερέας που τον πήρε χαμπάρι. Έτσι μια κακή βραδιά για λόγου του, μια Κυριακή
μεσάνυχτα την ώρα που ξαμώθηκε να πάρει λεφτά από το παγκάρι, σαν κεραυνοί
ακούστηκαν μέσα στην εκκλησία κρότοι και θόρυβοι δυνατοί και συνεχείς, όπως να
ξεκίνησε μια δυνατή καταιγίδα εντός του ναού με τους κεραυνούς να πέφτουν με αχούς
στριγκούς και πολλή φασαρία.
Η αναπνοή του κόπηκε και το μυαλό του μούδιασε. Χωρίς βούληση να το βάλει στα πόδια, έμεινε ακίνητος και χασκιασένος με βλέμμα απλανές σαν ένα άγαλμα μη μπορώντας ούτε τα βλέφαρα να ανοιγοκλείσει. Πίστεψε πως τελικά ο Θεός δεν ήταν ελεήμων με τους κλέφτες, αλλά ως ευεργέτης της δίκαιης και αληθινής ζωής, ήταν επίσης τιμωρός των άδικων πράξεων και ενεργειών. Έτσι σίγουρος πως έστειλε κάποιο τιμωρό Αρχάγγελο για να τον τιμωρήσει, έμεινε χασκιασμένος να περιμένει την δίκαια Θεϊκή τιμωρία.
Ο παπάς που ήταν κρυμμένος και χτύπησε τους σκάμνους για να τον ξιππάσει και να
τον τιμωρήσει κάνοντας τον να φοβηθεί ώστε τοιουτοτρόπως να σταματήσει την
αποτρόπαια πράξη του κλέβειν εκκλησία, όταν βλέποντας τον σαν στήλη άλατος να
μένει μια σκιά στο μισοσκόταδο, σκέφτηκε πως ίσως από τον τρόμο που πήρε, είχε
ξιππαστεί πέραν του δέοντος. Άναψε μια λαμπάδα και τον πλησίασε. Πράγματι είδε
το πρόσωπο του σοκαρισμένο και παραμορφωμένο από την το φόβο. Τον λυπήθηκε και του
είπε να συνέλθει, και πως δεν θα τον κατέδιδε, απλά του έδωσε ένα μάθημα, και
πως έπρεπε να μετανοήσει και αυτός θα τον συγχωρούσε.
Όμως ο άμοιρος Ττοουλής έμενε ακίνητος σοκαρισμένος και χασκιασμένος μη αντιδρώντας στις παραινέσεις του παπά, έτσι ο παπάς για ώρα του μιλούσε ήρεμα παροτρύνοντας τον να συνέλθει και να πάει να κοιμηθεί και όλα θα ήταν καλά όπως πριν.
Στις μέρες που ακολούθησαν, οι χωριανοί αναρωτιούνταν τί απόγινε ο Ττοουλής και
χάθηκε από προσώπου γης. Δεν ξαναφάνηκε στον καφενέ, ούτε κανείς τον έβλεπε να
κυκλοφορεί. Όταν τον επισκέφτηκαν στο σπίτι του για να ιδούν μήπως είχε
αρρωστήσει, συνάντησαν έναν άλλο Ττοουλή, που δεν μιλούσε, που έδειχνε
χασκιασμένος, ένα ήσυχο ανθρωπάκι χωρίς βούληση, που δεν έλεγε πλέον αστεία,
ούτε εξυπνάδες.
Τι να είχε πάθει, αναρωτήθηκαν.
Όμως μόνο ο παπάς ήξερε. Πολύ στεναχωρημένος για το κακό που προκάλεσε, και χωρίς να ομολογήσει στους χωριανούς το συμβάν για να μην τον εκθέσει ως κλέφτη, από εκείνο τον καιρό τον επισκεπτόταν ταχτικά και του έδινε κουράγιο, και με συμβουλές και καλά λόγια προσπαθούσε να τον συνεφέρει. Έπαιρνε επίσης ο ίδιος χρήματα από το παγκάρι και του ψώνιζε τα προς το ζειν, καθώς και για χαρτζιλίκι.
Όταν μετά από μέρες ο Ττουλής συνήλθε, δεν άφησε τον παπά να το καταλάβει.
Σκέφτηκε πως όπως αυτός τον τιμώρησε, έτσι τώρα και αυτός θα τον τιμωρούσε, αφήνοντας
τον στην άγνοια και βουτηγμένο στις τύψεις, έτσι που τα χρήματα από το παγκάρι
να του τα φέρνει ο ίδιος ευλογημένα, χωρίς να χρειάζεται να τα κλέβει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου