Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

Η ΤΡΕΛΛΗ

Η Ξενού ήταν πλουσιοκόρη και μοναχοπαίδι, και ήταν από τις ελάχιστες γυναίκες που τέλειωσε σχολαρχείο. Πολύ περήφανη για τη μόρφωση της, αλλά συνάμα και πολύ εγωίστρια, καμάρωνε για την καταγωγή της και έβλεπε τον υπόλοιπο πληθυσμό αφ υψηλού καθώς ένιωθε πως άνηκε σε ανώτερη κοινωνική τάξη.

Σεβόταν τους γονείς της και ήταν υπάκουη σε αυτούς, έτσι από μικρή έμαθε το ίδιο να τη σέβονται και να την εκτιμούν οι άλλοι, συμπεριφορές που πήγαζαν όπως πίστευε, ένεκα της ανώτερης καταγωγής της και εκ της μορφώσεως της, καθώς και της προσωπικότητας της. Ήταν καλή Χριστιανή και αγαπούσε και εφάρμοζε το νόμο του Θεού, ήταν ηθική και αγαπούσε το δίκαιο. Πίστευε πως όλες οι αρετές ήταν χαρισμένες εκ γενετής σε αυτήν.

Ήταν λοιπόν ευχαριστημένη και ευτυχισμένη αγαλλιούσε η ψυχή της γνωρίζοντας το σεβασμό που ενέπνεε.

Οι γονείς της το ίδιο περήφανοι την είχαν καμάρι και την προόριζαν να την καλοπαντρέψουν με ένα εξ ίσου από καλή οικογένεια παλικάρι. Από ενωρίς ξεκίνησαν να ετοιμάζουν την προίκα της, και όταν πλέον ήταν σε ηλικία για γάμο, τα προικιά της πλουσιοπάροχα ήταν έτοιμα να μοιραστούν στη νύφη και στον κατάλληλο ευρεθώντα γαμπρό.

Και όταν παρήλθε καιρός και η Ξενού έτοιμη πλέον για παντρειά, αυτοί σίγουροι για το τι ήθελε συμβεί, μεταξύ τους συζητούσαν ποιον γαμπρό θα επέλεγαν. 

Όμως άλλαι αι βουλαί του Θεού, και άλλαι των ανθρώπων.

Μια απρόσμενη συμφορά τους πλάκωσε και έπεσαν από τα σύννεφα, όταν τους είπε πως αγαπούσε ένα παλικάρι και ήθελε να τον παντρευτεί, και ποιος ήταν αυτός; Ένας αχαΐρευτος ομορφονιός από ξένα μέρη που από φήμες έμαθαν πως ήταν προικοθήρας, άνεργος, χαρτοπαίκτης και τυχοδιώκτης.

Χωρίς δεύτερη σκέψη την αποπήραν, και για να τη συνετίσουν, να τη τιμωρήσουν και να τη συμμορφώσουν, την κλείδωσαν στη κάμαρη της για κάμποσες μέρες.

Αυτή όμως κυριευμένη από μεγάλο έρωτα, δεν υποχωρούσε. Έμεινε μέσα κλεισμένη να κλαίει και να οδύρεται, χωρίς να τρώει ούτε να πίνει.

Και καθώς μέρες πέρασαν και αυτή έστηνε γινάτι, οι γονιοί της φοβούμενοι για την υγεία της, την αποφυλάκισαν. 

Η Ξενού αποφασισμένη να ζήσει την μεγάλη της αγάπη, αν και γνωρίζοντας τον πόνο που θα προκαλούσε, αν και γνωρίζοντας ότι με την πράξη της θα έχανε πλούτη, περιουσίες, χρήματα και θα εξέπεμπτε της κοινωνικής της θέσης για την οποία ήταν τόσο υπερήφανη, το έσκασε και πήγε να βρει τον μορφονιό της.

Στη μεγάλη πόλη όμως όπου μετοίκισε με τον αγαπημένο της, δυστυχώς πολύ λίγο καιρό πρόλαβε να ζήσει τον μεγάλο έρωτα. Ο αχαΐρευτος ομορφονιός όταν κατάλαβε πως η Ξενού δεν επρόκειτο λα λάβει κληρονομιά, άρχισε να την παραμελεί, και σιγά σιγά να απομακρύνεται από κοντά της, ώσπου μια μέρα την εγκατέλειψε και την άφησε μόνη της παρατημένη μέσα στα ξένα μέρη.

Και η δύστυχη η Ξενού με καταρρακωμένη την περηφάνια της και την αξιοπρέπεια της, έμεινε μονάχη να παλεύει για τη ζωή της, χωρίς καμιά φορά να σκεφτεί να πάει πίσω στους γονιούς τους και να ζητήσει ήμαρτον. Ο εγωϊσμός της ήταν μεγάλος και δεν επρόκειτο ποτές μα ποτές να πάει πίσω στο χωριό της και όλοι να την ιδούν πως κατάντησε και πόσο χαμηλά έπεσε.

Και έμεινε η δύστυχη με την καρδιά ραγισμένη να ξενοδουλεύει για ένα μεροκάματο, για ένα κομμάτι ψωμί.

Μα ο καιρός όσο περνούσε, η αγάπη της μετατρεπόταν σε μίσος. Και το μίσος μετατράπηκε σε μεγάλη έχθρα και επιθυμία για εκδίκηση. Της έγινε έμμονη ιδέα, ήθελε να τον βλάψει. Κουρασμένη τα βράδια στο κρεββάτι, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, κατέστρωνε σχέδια με τη φαντασία της πως να τον βλάψει, πως να κορέσει η καρδιά της εκδίκηση, πως να χορτάσει το ανείπωτο μίσος που κυριάρχησε στο είναι της και της έγινε έμμονη ιδέα. Ήταν αποφασισμένη να γίνει φόνισσα, έπρεπε οπωσδήποτε να τον τιμωρήσει. 

Και όσο ο καιρός περνούσε, και ενώ συνέχεια η απόφαση της ενισχυόταν τι πλέον να κάμει, μια μέρα έμαθε πως τον σκότωσαν άλλοι, εγκληματίες τοκογλύφοι που τους χρωστούσε.

Ο θυμός της ήταν μεγάλος γιατί τον σκότωσαν άλλοι και όχι η αυτή, έτσι αλαφιασμένη πήρε τις στράτες και μονολογούσε για την αδικία των ανθρώπων που δεν άφησαν την ίδια να το κάμει. Περπατούσε και μονολογούσε και η ψυχή της ήταν σε αναβρασμό και το μυαλό της ήθελε να κάμει έκρηξη και να σπάσει το κρανίο της. 

Στη κηδεία οι παρευρισκόμενοι είδαν μια τρελή να στέκει πάνω στο μνήμα με το φέρετρο μέσα, να φτύνει και να καταριέται τον νεκρό. Την απομάκρυναν με το ζόρι, και αυτή σκυφτή έφυγε πιότερο αποτρελαμένη.

Όμως η ψυχή της δεν θα ησύχαζε, ήταν αποφασισμένη να τον τιμωρήσει έστω και μετα θάνατον.

Έτσι μια νύχτα σκοτεινή, ξαφνικά ξύπνησε από τον ύπνο της και χαρούμενη παραλαλούσε πως βρήκε τον τρόπο να εκδικηθεί. 

Την άλλη μέρα την βρήκαν κρεμασμένη σε ένα χοντρό κλαδί μιας συκαμινιάς. Και πάνω στο σκαμνί που είχε ανέβει για να κρεμαστεί, βρήκαν ένα σημείωμα.

«Σκοτώνομαι για να πάω στον άλλο κόσμο να βρω την αχρεία ψυχή του και να την τιμωρήσω».

Την άλλη μέρα οι εφημερίδες έγραψαν ότι σάλεψε το μυαλό της με την εμμονή που είχε για εκδίκηση, έτσι που πίστεψε πως με αυτό τον τρόπο θα απέδιδε τη δική της δικαιοσύνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ - όλο το έργο

  ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΚΟΥΔΗΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ  (όλο το έργο) ISBN:                     Ετος έκδοσης: 2023 Στα καφενεία σύχναζαν συνήθως μόνο άν...