Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ

Ο θκειος μου ο Γιώρκος είχε την μάντρα του έξω στην αυλή του παρεκκλησίου Μηχαήλ Αρχάγγελου. Ήταν μια απέραντη έκταση από καυκάλλα γη, οπου βλάσταιναν αρκόσσιηλλες και μαζιά. Τριγύρω όμως, βλάσταιναν θεόρατοι δρύες που στον ίσκιο τους ξαπόσταναν τα καλοκαίρια άνθρωποι και ζώα.

Η μάντρα ήταν κτισμένη δίπλα, σχεδόν ακουμπούσε στον τοίχο του Αγίου. Εκείνη την εποχή ολόκληρη η καυκάλλα μαζί με το εκκλησάκι ήταν ιδιοκτησία του θκειου μου που την βρήκε κληρονομιά από τους γονιούς του, αλλά αργότερα καθώς πολύ θρήσκος δώρισε ένα κομμάτι γης μαζί με το μικρό παρεκλήσι στην εκκλησία της Χλώρακας. Ο θκειος μου είχε οκτώ παιδιά, που όλοι μαζί στη δουλειά, τον βοηθούσαν. Ήταν πολύ αυστηρός μαζί τους, ήθελε με το έτσι θέλω να γίνουν καλοί και συνετοί άνθρωποι.

Εκεί λοιπόν, έξω στο εκκλησάκι δίπλα στον τοίχο, πάνω σε μια τάβλα με ένα στρώμα από κανναβάτσο με ποκαλάμες και ένα πρόχειρο σκέπαστρο επίσης από κανναβάτσο για να κόβει τη νυχτερινή νοτιά, τα καλοκαίρια ο πρωτότοκος γιος του ο Μηχάλης, κοιμόταν τις νύχτες και πρόσεχε το κοπάδι από κλέφτες καθώς εκείνον τον καιρό ένας άγνωστος ξενοχωρίτης έκανε τσάρκες και έκλεβε ζώα από μάντρες και αυλές. 

Κοντά 13 χρονώ εγώ, με το ξάδερφο μου, ένα καλοκαίρι τις νύχτες, προσέχαμε το κοπάδι. Ήταν μια ανέμελη περίοδος της παιδικής μας ηλικίας χωρίς βάσανα στη κεφαλή μας, που την εργασία την είχαμε ως διασκέδαση. Μέσα στις ερημιές τις νύχτες μόνοι μας κάτω από τα άστρα τις σκοτεινές νύχτες, ξαπλώναμε χωρίς φόβο για στοισιά και αερικά, σκεφτόμασταν πως ο Αρχάγγελος Μηχαήλ μας προστάτευε αφού ο ξάδερφος μου είχε το όνομα του Άγιου Μηχάλη.

Μέσα στις ερημιές έξω από το χωριό η μάντρα, και δίπλα κάτω στους γκρεμμούς σε μια πυκνώδη βλάστηση γεμάτη φωλαιές αλεπούδων και επικίνδυνων τρωκτικών, ήθελε θάρρος δυο παιδιά εμείς, να κοιμόμασταν πάνω στην άγονη γη καυκάλλα γεμάτη μαζιά και αρκόσσιηλες, βιότοπος δηλητηριώδη φιδιών, που μαζί με τον αστικό μυθο πως δίπλα μέσα στο λαγούμι που ανάβλυζε αγίασμα, ζούσε ο προστάτης δράκος του νερού που έβγαινε τις νύχτες να αναζητήσει τροφή, και που προκαλούσε δέος και φόβο στις παιδικές μας καρδιές.

Παρ’ όλα αυτά, εμείς το διασκεδάζαμε. Είχαμε μαζί μας ένα μαντολίνο, παίζαμε και τραγουδούσαμε, και τσουγκρούσαμε ποτήρια που είχαν μέσα νερό αντί για  πιοτό. Με τη φαντασία μας πλάθαμε ιστορίες που την άλλη μέρα τις διηγούμασταν σαν αληθινές στα άλλα παιδιά…

Ήταν ξένοιαστες παιδικές εποχές που πραγματικά έως σήμερα τις αναπολούμε με νοσταλγία. 

Ο ύπνος λοιπόν στην εξοχή ήταν ευεργετικός, αλλά μερικές φορές επικίνδυνος.

Ευεργετικός γιατί χαλάρωνέ τις αισθήσεις μας, γιατί μας έφερνε περισσότερο ύπνο, γιατί με το πρώτο ρόδισμα της αυγής όλα μας φαίνονται ρόδινα και χαρούμενα, γιατί στο άκουσμα των πρώτων τιτιβισμάτων, αγαλιούσαν και ευφραίνονταν οι ψυχές και οι καρδιές μας.

Επικίνδυνος γιατί υπήρχαν κίνδυνοι από αδέσποτα σκυλιά, αλεπούδες, φίδια, από την υγρασία της νύχτας, ακόμα και από τυχών επικίνδυνους κλέφτες που ορέγονταν τα πρόβατα που εμείς προσέχαμε.

Πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε το Φθινόπωρο πήγαινε να τελειώσει κι΄ αυτό, και στεναχωρημένοι που θα χάναμε την ξεγνοιασιά μας, ετοιμαζόμασταν να μετακομίσουμε το κοπάδι πάνω στο χωριό, στην κυρίως μάντρα που ήταν κτισμένη και καλά μαντρωμένη με στέγαστρα για την προστασία των κτηνών από βροχές και κλέφτες, και εμείς στα σπίτια μας όπου θα ακούαμε τις παρατηρήσεις και θα υπομέναμε τους θυμούς των γονιών μας. 

Ήταν μια μέρα του Μηχαήλ Αρχαγγέλου, και κατά τα μεσάνυχτα άρχισε ψιλή βροχή που όσο πήγαινε δυνάμωνε. Εμείς με βια ανοίξαμε την πόρτα στο μικρό εκκλησάκι και μεταφέραμε τον κανναβάτσο μέσα για να προστατευθούμε. Αφήσαμε την πόρτα ανοιχτή για να έχουμε επαφή με το κοπάδι, και περιμέναμε να κοπάσει η βροχή.

Η ώρα περνούσε, η βροχή όλο δυνάμωνε σηκώθηκε και ένα μπουρίνι και η βροχή έμπαινε από την ανοιχτή διπλή πόρτα και μούσκευε όλο τον εσωτερικό χώρο. Έτσι κλείσαμε τις πόρτες και ξαπλωμένοι μέσα στο σκοτάδι, ακούγαμε τον άγριο καιρό που βρηχόταν και μας φόβιζε.

Στην πολλή ώρα αποκοιμηθήκαμε κουλουριασμένοι πάνω στο βρεγμένο κρεββάτι.

Ξαφνικά ξυπνήσαμε από δυνατές φωνές που ακούγονταν από έξω. Ήταν άγριες και φοβερές που μας αναστάτωσαν, και αλαφιασμένοι πεταχτήκαμε όρθιοι και ανοίξαμε τις πόρτες.

Αντικρύσαμε τον θείο Γιώρκο έξαλλο να χειρονομεί και να φωνάζει,

-πού είναι το κοπάδι, μας κλέψαν το κοπάδι.

Εμείς ξαφνιασμένοι και σοκαρισμένοι στρέψαμε το βλέμμα στη μάντρα και την αντικρύσαμε άδεια από πρόβατα.

Βαθύς φόβος μας κυρίεψε που μας έσφιξε τις καρδίες και μας μούδιασε ολόκληρους. Στεναχωρημένοι με την καρδιά μας να θέλει να σπάσει που δεν μπορέσαμε να προστατεύσουμε τα ζώα, και φοβισμένοι από την οργή του του θειού μου. Όταν θύμωνε ήταν πολύ σκληρός, και έδερνε άγρια τα παιδιά του.

Στο χέρι κρατούσε μια μαγκούρα και άρχισε να έρχεται προς εμάς. Γνωρίζοντας τι μας περιμένει, με μια ματιά που ανταλλάξαμε μεταξύ μας, το βάλαμε στα πόδια.

Ύστερα από πολλή ώρα και αφού διανύσαμε πολλά μίλια, μη αντέχοντας άλλο την κούραση, σταματήσαμε. Κοιτάξαμε πίσω, και καταλάβαμε ότι γλυτώσαμε.

Κάτσαμε κάτω από μια τρεμιθιά και αρχίσαμε να μιλούμε και να διερωτόμαστε ποιος έκλεψε το κοπάδι. Η στεναχώρια και ο φόβος για τιμωρία, έγινε οργή για τον κλέφτη, και απόφαση να τον ανακαλύψουμε.

-Κυριάκο, δεν ξαναπάω πίσω στ σπίτι αν δεν ανακαλύψω τον κλέφτη. Είμαι αποφασισμένος και θα κινήσω γη και ουρανό. Και όταν τον βρω, θα τον τιμωρήσω.

Μου είπε αποφασιστικά, και το πρόσωπο του έδειχνε αμετάκλητο πείσμα και θέληση.

Αφού ξεκουραστήκαμε λίγο, πήραμε τα πόδια μας και κινήσαμε δρόμο για ώρες προς την μακρινή Πέγεια έως που βράδιασε, ψάχνοντας εξονυχιστικά όλο τον παραθαλάσσιο κάμπο μήπως βρούμε ανάμεσα στα κοπάδια που συναντούσαμε γνωστά αιγοπρόβατα δικά μας.

Άπραχτοι γυρίσαμε πίσω. Ήταν πλέον αργά το βράδυ. Ποσταμένοι και πεινασμένοι, χορτασμένοι μόνο λίγο με ότι βρίσκαμε σε ρέντες και ποστάνια στο δρόμο μας, μπήκαμε στο σταυλί που είχαμε τη λόττα, και καθισμένοι γερμένοι στον τοίχο από ξερολιθιές, αποκοιμηθήκαμε.

Το πρωί το χάραμα άνοιξα τα μάτια μου και είδα ότι ο Μηχαλάκης δεν ήταν δίπλα μου. Κατάλαβα ότι είχε φύγει για αναζήτηση του κοπαδιού και του κλέφτη, όπως είχε υποσχεθεί στον εαυτό του και σε μένα.

Σηκώθηκα και πήγα σπίτι, και εκεί βρήκα τον θειό μου να μας αναζητά. Με τους γονιούς μου μαζί, με έστησαν στον τοίχο γεμάτοι ανησυχία με ρωτούσαν που είμασταν, που είναι ο Μηχαλάκης.

Αφού τους εξήγησα, λέει ο θειός μου.

-Ο γιος μου είναι σκληρό καρύδι, τον ξέρω καλά, μου έμοιασε. Ξέρω ότι δεν θα ξαναγυρίσει αν δεν βρει το κοπάδι. Και θα το βρει. Ξέρει κάποια ζώα καλά και θα τα αναγνωρίσει.

Πέρασαν τέσσερις ημέρες. Χασημιός ο Μηχαλάκης. Η αγωνία μας έτρωγε. Ήταν καλά; Τι έτρωγε; Θα έβρισκε το κοπάδι, ή θα τον χάναμε κι αυτόν καθώς ξέραμε το πείσμα του και την ξεροκεφαλιά του;

Την Πέμπτη μέρα αργά το δείλι, άκουσα την πόρτα να χτυπά. Πετάχτηκα όρθιος σίγουρος πως ήταν ο Μηχαλάκης. Άνοιξα το παράθυρο, και ναι, ήταν αυτός. Ταλαιπωρημένος, καταϊδρωμένος, πεινασμένος και σκελετωμένος, αλλά με λαμπερό πρόσωπο από ικανοποίηση, μου είπε,

Κυριάκο, βρήκα το κοπάδι, θέλω να έρθεις μαζί μου να με βοηθήσεις. 

Είχε οργώσει περπατητός τη μισή Πάφο ώσπου σε μια μάντρα μέσα σε μια ρεματιά στο χωριό της Μαραθούντας, ανακάλυψε το κοπάδι μαντρωμένο και δύο άγρια σκυλιά να το φυλάνε. 

Πάνω στο τραπέζι είχε δύο οκάδες κρέας που έφερε ο πατέρας μου για να μαγειρέψουμε, και αφού το πήραμε το κόψαμε κομμάτια για να τα δώσουμε στα σκυλιά, να τα ξεγελάσουμε. Πήραμε και δυο μαγκούρες προς υπεράσπιση μας αν χρειαζόταν, και ξεκινήσαμε για την μακρινή Μαραθούντα. Όσο να ετοιμαστούμε και να καταστρώσουμε σχέδιο δράσης, η νύχτα είχε προχωρήσει καλά. Ξημερώματα, φτάσαμε στα μακρινά μέρη. Με τις μαγκούρες έτοιμες, κοντέψαμε στη μάντρα και τα σκυλιά μόλις μας μυρίστηκαν, άρχισαν να γαυγίζουν. Ένα ένα άρχισα εγώ να τους ρίχνω τα κομμάτια κρέας και αυτά πεινασμένα όρμηξαν να τα καταβροχθίσουν.

Ο Μηχαλάκης πήγε στο καγκέλι και το άνοιξε, και οδήγησε το κοπάδι έξω.

Δίπλα από μια πρόχειρη καλύβα που υπήρχε, άνοιξε η πόρτα και βγήκε έξω ένας βρακάς. Άρχισε να φωνάζει τι κάνουμε, και ο Μηχαλάκης του απάντησε,

-Ήρθαμε να πάρουμε το κοπάδι που μας έκλεψες. Φώναξε τα σκυλιά σου και άφησε μας να πάρουμε το κοπάδι μας, γιατί αν αρνηθείς, θα σε σκοτώσουμε στο ξύλο.

Ο βρακάς ίσως από φόβο, ίσως γιατί πιάστηκε στα πράσα, φώναξε τα σκυλιά, και μας άφησέ να πάρουμε το κοπάδι. 

Με τες ώρες οδηγούσαμε το κοπάδι μέσα από κάμπους και χωράφια αφήνοντας το ταυτόχρονα να βοσκήσει, και το οδηγήσαμε στο χωριό. Φτάνοντας, θέλοντας να δείξουμε τον θρίαμβο μας, το οδηγήσαμε προς την μάντρα τους μέσα από τον κεντρικό δρόμο σαν παρέλαση. Οι νυκοκυραίοι έβγαιναν έξω και μας χειροκροτούσαν.

Και εγώ με το φίλο μου ακολουθούσαμε κορτωτοί και περήφανοι γεμάτοι χαρά για την απρόσμενη υποδοχή. Λίγο παρακάτω είδαμε τον θειό μου να τρέχει να μας συναντήσει με ανοιχτές αγκάλες και αυτός χαρούμενος, αλλά περισσότερο ευτυχισμένος και περήφανος για τον κανακάρη γιό που γέννησε. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ - όλο το έργο

  ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΚΟΥΔΗΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ  (όλο το έργο) ISBN:                     Ετος έκδοσης: 2023 Στα καφενεία σύχναζαν συνήθως μόνο άν...