Ο Ευστάθιος από τα δεκαοχτώ του χρόνια εντάχθηκε στις τάξεις της ΕΟΚΑ για να πολεμήσει τους Βρεττανούς αποικιοκράτες που καταδυνάστευαν τον Κυπριακό λαό. Ήταν ένας ωραίος νέος που αγαπούσε πολύ μια όμορφη κοπελιά, αλλά πιότερο αγαπούσε την πατρίδα του, έτσι χωρίς να υπολογίζει την αγάπη που της είχε καθώς και την ίδια τη ζωή του, ανακατώθηκε με τους άλλους αγωνιστές και έλαβε μέρος σε πολλές ενέδρες και σαμποτάζ εναντίον του εχθρού. Όμως σαν πολύ νέος, οι συναγωνιστές του του ανέθεταν κυρίως τη μεταφορά και απόκρυψη όπλων και πυρομαχικών.
Μια φορά μετέφερε ένα σακούλι με
καψούλια, αλλά καθώς στο δρόμο για την παράδοση περνούσε από το σπίτι των γονιών
του, εισήλθε να πει μια καλημέρα στη μάνα του.
Η μάνα του είχε σούπα τραχανά στη φωτιά
και μαγείρευε.
-Καλώς το γιόκα μου, ήρθες την κατάλληλη
ώρα να φας σούπα τραχανά που σου αρέσει,
του είπε, και ο Ευστάθιος που πολύ την
ορεγόταν, κάθισε στο τραπέζι και περίμενε.
Ξαφνικά από την ανοιχτή πόρτα μπούκαραν
Εγγλέζοι στρατιώτες και χωρίς να δώσουν λόγο, άρχισαν να ερευνούν εξονυχιστικά το
σπίτι.
Η καρδιά του Ευστάθιου χτύπησε με αγωνία, ήταν σίγουρος πως θα συνελάμβαναν και αυτόν και την μητέρα του. Το πρόσωπο του ωχρίασε σε αυτή τη σκέψη και ακίνητος σαν άγαλμα περίμενε το μοιραίο.
Οι στρατιώτες μπήκαν στα άλλα δωμάτια να
ψάξουν, εξόν από ένα ψηλό ξανθό κοκκινοτρίχη που έμεινε στη κάμαρη και άρχισε
να ψάχνει πολύ προσεχτικά.
Κοίταξε εδώ, κοίταξε εκεί, και τέλος
πήρε τη σακούλα και την άνοιξε. Κοίταξε μέσα, ύστερα κοίταξε τον Ευστάθιο και
του έκλεισε το μάτι. Ύστερα πήρε τη σακούλα και την άδειασε στη κατσαρόλα με τη
σούπα.
Μετά που βγήκαν οι άλλοι, τον ρώτησαν αν
βρήκε κάτι ύποπτο, και αυτός τους απάντησε αρνητικά.
Έτσι έφυγαν άπραχτοι, και ο Ευστάθιος δοξάζοντας το καλό Θεό για την απρόσμενη βοήθεια, ανάπνευσε ανακουφισμένος. Ήξερε πως γλύτωσαν από του χάρου τα δόντια.
Πέρασαν μέρες, αλλά τον Ευστάθιο τον έτρωγε
η περιέργεια γιατί ο στρατιώτης τον βοήθησε. Ήθελε πάση θυσία να μάθει το
γιατί. Σκεφτόταν διάφορες εικασίες, αλλά δεν έμενε ευχαριστημένος, ήθελε να
γνωρίσει την πραγματική αλήθεια.
Ώσπου μια μέρα τον συνάντησε μόνο του,
και τον πλησίασε. Με τα λίγα Εγγλέζικα που γνώριζε, τον χαιρέτησε και στα ίσια
τον ρώτησε γιατί.
Ο Εγγλέζος του απάντησε πως απλά ήταν Ιρλανδός, και εκεί στη χώρα του, οι Εγγλέζοι τους καταπίεζαν το ίδιο, οπότε σαν Ιρλανδός πατριώτης συμμεριζόταν τον αγώνα των Κυπρίων και ότι έκαμε το έκαμε εκ καθήκοντος προς ένα Κύπριο συμπατριώτη.
Ευχαριστημένος από την εξήγηση, μια μέρα
στο καφενείο είπε το περιστατικό σε κάποιους φίλους του που τους νόμιζε
πατριώτες, και τους εμπιστευόταν.
Όμως δυστυχώς, ένας ήταν σπιούνος και καταδότης
του εχθρού, και τους ομολόγησε το περιστατικό. ΄Ετσι μια μαύρη μέρα, οι Εγγλέζοι
τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στα κρατητήρια. Πρώτα τον βασάνισαν και ύστερα
τον δίκασαν. Τον καταδίκασαν και τον φυλάκισαν για έναν χρόνο και οκτώ μήνες.
Όταν αποφυλακίστηκε ήρθε πίσω στο χωριό,
αλλά δεν ήταν όπως πριν. Ήταν σακατεμένος από το πολύ ξύλο που έφαγε, και ο
ίδιος διηγόταν,
-Είναι αδύνατο να περιγράψω τα
βασανιστήρια. Όσο και να προσπαθήσω είναι αδύνατο να τα καταλάβει κάποιος. Έβαζαν
καλώδια στα πόδια και τα χέρια μου και ύστερα μου έκαναν ηλεκτροσόκ. Δεν μπορείς
να διατηρήσεις τις αισθήσεις σου ούτε ένα λεπτό. Δεν σταμάταγαν όμως οι
βασανιστές εκεί, έπειτα μου έριχναν νερό και μου ξανακάναν ηλεκτροσόκ και με χτυπούσαν
στα πόδια και στο σώμα με μια κοντή τετράγωνη χοντρή βέργα. Στα πόδια μου έχουν
φράξει οι φλέβες και τα δάκτυλα μου έμειναν παράλυτα. Οι πληγές μου με τον
καιρό επουλώθηκαν, δυστυχώς όμως δεν αποθεραπεύτηκα. Από τότες δεν έχω δύναμη
στα πόδια και κουτσαίνω.
Οι χωριανοί τον υποδέχτηκαν σαν ήρωα,
και η όμορφη κοπελιά που ακόμα τον αγαπούσε, έστω και κουτσό, τον παντρεύτηκε.
Έκαναν ένα παιδί, και περνούσαν όμορφα και καλά.
Όλοι τον φώναζαν «ο κουτσός», αλλά δεν τον πείραζε και το είχε περηφάνια και τιμή γιατί ότι έπαθε, το έπαθε για χάριν της πατρίδας.
Το παιδί μεγάλωσε, πήγε σχολείο, και
κάποια παιδιά τον πείραζαν γιατί είχε πατέρα κουτσό, και αυτός ντρεπόταν. Σιγά
με τον καιρό του έγινε μανία και ένιωθε προσβεβλημένος, έτσι απέφευγε όσο
μπορούσε να περπατά με τον πατέρα του. Και όταν μεγάλωσε ήταν τόση η ντροπή
του, που έφυγε από το χωριό και δεν ξαναγύρισε γιατί δεν ήθελε να τον φωνάζουν
ο γιος του κουτσού.
Ο δυστυχισμένος πατέρας που ένιωσε τον
πόνο του παιδιού του, έμεινε μαραζωμένος χωρίς να τον ενοχλεί, αλλά το παράπονο
του ήταν μεγάλο, και καταριόταν τη στιγμή που ανακατώθηκε με την ΕΟΚΑ και έτσι
έχασε το παιδί του.
Η στεναχώρια τον κατέτρωγε και από το μαράζι γέρασε και γρήγορα πέθανε.
Στο καιρό που πέρασε, ο γιός παντρεύτηκε και έκανε ένα παιδί. Ήταν ένα αξιαγάπητο και αξιολάτρευτο μωρό που πολύ το αγάπησε, και έγινε ολόκληρη η ζωή του. Τέτοιο μωρό σίγουρα κανένας άλλος δεν είχε, σκεφτόταν, και ευχαριστούσε το Θεό για ότι του του είχε δώσει.
Όμως άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου, ίσως
σαν δίκαιη τιμωρία, όταν ήρθε ο καιρός και το μωρό περπάτησε, ήταν κουτσό.
Ο πατέρας απελπισμένος το πήρε σε όλους τους γιατρούς, αλλά αυτοί του εξήγησαν πως θεραπεία δεν υπήρχε.
Και έμεινε ο καημένος πατέρας να
μαραζώνει και να θλίβεται.
Έμεινε δυστυχισμένος για όλη του τη ζωή,
αλλά καμιά φορά δεν ρώτησε το Θεό γιατί αυτή η αδικία. Ήξερε πως ήταν μια
δίκαιη τιμωρία που έστρεψε ο Θεός εναντίον του για τη δική του συμπεριφορά
απέναντι στο δικό του πατέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου