Ο Παπασάββας έζησε τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής κατοχής και τα πρώτα της Αγγλικής, καθώς το 1871 η Κύπρος παραδόθηκε στους Άγγλους μετά την συνθήκη που υπέγραψαν οι δύο χώρες για υπεράσπιση της πρώτης από τη δεύτερη σε περίπτωση επίθεσης της Ρωσίας.
Εκείνους τους καιρούς οι κάτοικοι ζούσαν υπό την σκιά
της καταπίεσης και του κατατρεγμού των Τούρκων και των Καραμάνων, οι οποίοι από
θέση ισχύος έκλεβαν από σπίτια καθώς και ενοχλούσαν τις χηράτες. Έτσι όταν μια
γυναίκα χήρευε, αμέσως οι δικοί της φρόντιζαν να την ξαναπαντρέψουν για να έχει
προστάτη.
Ο Παπασάββας απεβίωσε νέος, έτσι την παπαδιά την
πάντρεψαν με τον Κυριάκο Σιαμμά.
Είχε με τον Παπασάββα μια κόρη τη Φκωνού, και έκανε με τον νέο της σύζυγο άλλα τρία παιδιά. Την Ελεγγού, τον Ευστάθιο και τον Λεωνή που τον φώναζαν Λιόνταρο καθώς είχε παλληκαριά του λιονταριού.
Η Φκωνού έμενε στο σπίτι να συγυρίζει και να
μαγειρεύει, ενώ οι υπόλοιποι έφευγαν για τις δουλειές στα χωράφια.
Μια μέρα βγήκε έξω να πάει στη διπλανή ποταμιά να
μαζέψει ξερά ξύλα να ανάψει τη νηστιά και να μαγειρέψει, και άφησε την πόρτα
ανοιχτή καθώς δεν θα αργούσε πολύ.
Επιστρέφοντας σπίτι, μπαίνοντας μέσα πήρε το μάτι της
κάτω από το κρεββάτι ένα πόδι μαυριδερό να εξέχει έξω.
Η καρδιά της χτύπησε δυνατά από φόβο, καθώς κατάλαβε πως επρόκειτο για Καραμάνο που βλέποντας τη πόρτα του σπιτιού ανοιχτή και δίχως νοικοκύρη μέσα, μπήκε να κλέψει.
Οι Καραμάνοι ήταν Τούρκοι μαύροι ή μελαψοί που
ζούσαν στην Καραμανία, την απέναντι
μεριά της Κύπρου, που μεταφέρονταν στη Κύπρο ως στρατιώτες για να πνίγουν
εξεγέρσεις των Κυπρίων, ή στέλνονταν για να κάνουν πλιάτσικο και επιδρομές ώστε
να φοβούνται οι ντόπιοι να μην επαναστατούν.
Πολλοί εγκαταστάθηκαν στη νησί και ως νομαδική φυλή περιφέρονταν στα χωριά μπαίνοντας κρυφά στα σπίτια κλέβοντας ότι έβρισκαν. Πολλές φορές όσοι είχαν καχεκτικά μωρά, τα αντικαθιστούσαν με τα υγιή των Χριστιανών που ήταν μέσα στις κούνιες τους. Έτσι οι Έλληνες κάτοικοι πρόσεχαν τα σπιτικά και τα μωρά τους με πολλή προσοχή.
Η Φκωνού έμεινε για λίγο σιωπηλή και ακίνητη μη τολμώντας να κάνει κάποια απότομη κίνηση και τον τρομάξει να της επιτεθεί. Βρίσκοντας τη ψυχραιμία της καθώς τολμηρή νεάνιδα, έκανε πως δεν τον πήρε χαμπάρι, και έκατσε στο δουλάπι με την ανέμη να εργαστεί.
Το δουλάπι ήταν τροχός ξύλινος όπου τοποθετούσαν τη κλωστή και γυρνώντας το την τύλιγε. Οι άνθρωποι τα παλιά χρόνια αφού κούρευαν το μαλλί από τα πρόβατα, το έπλεναν, το στέγνωναν και το έκαναν λεπτή κλωστή χρησιμοποιώντας το αδράχτι. Έπειτα τη κλωστή την τοποθετούνταν στην ανέμη και χρησιμοποιώντας το δουλάπι, την περνούσαν στα μασούρια.
Έτσι η Φκωνού για να μην τον
υποψιάσει, άρχισε να το γυρίζει και να τραγουδά με φωνή που σιγά σιγά δυνάμωνε,
θέλοντας έτσι να την ακούσει ο αδερφός της το λιοντάρι που τσάπιζε το χώμα στο
διπλανό χωράφι ώστε να σπεύσει να τη βοηθήσει.
Και τραγουδούσε και έλεγε η Φκωνου,
Είπαν μου πιάσ΄ τ΄ αδράχτι σβούρα
να βουρά,
είπαν μού ωρή, εν' γιορτή τζιαι
βλάφτει,
τζιαι ή καρκιά μου εσυντρομάχτην.
Ούννου ούννου το ουλάππι ρε Λοή,
εν που κάτω στο κρεββάτι ένας Καραμανής
Την άκουσε ο Λεωνής ο Λιόνταρος, και όρμηξε σαν το
λιοντάρι. Και με το στελίφι της τσάπας έκανε τον μαύρο Καραμάνο, μαύρο στο
ξύλο. Και ο καημένος ακόμα τρέχει να γλυτώσει προς τη μεριά της Καραμανίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου