Η ελπίδα της Ανάστασης συντηρεί και τρέφει τους χριστιανούς. Ο Θεός τρεις μέρες έμεινε στον Κάτω Κόσμο, αλλά νίκησε και συνέτριψε το θάνατο. Και εμείς εις ανάμνηση, κάθε Πάσχα βάφουμε τα αυγά κόκκινα για να ενθυμούμαστε το μέγα γεγονός.
Ο Κοκκινολαίμης είναι ένα πτηνό που ευκολότερα το ακούμε παρά το
βλέπουμε. Η ονοματολογία του προέρχεται από το χαρακτηριστικό χρώμα του λαιμού
του και του στήθους του. Είναι από τα λίγα είδη που κελαηδούνμτον χειμώνα και
έχει μελωδικό και μελαγχολικό κελάηδημα. Στην Κύπρο είναι χειμερινός επισκέπτης
από τον Οκτώβρη μέχρι τον Μάρτη, όμως σε ένα τόπο στον Πηλό της Χλώρακας, παλιά
ενδημούσε ολοχρονίς
Ο θρύλος λέει ότι, όταν ο Ιησούς πέθαινε στο σταυρό, ο
κοκκινολαίμης που τότε είχε καφέ χρώμα, πέταξε προς το μέρος του και τραγούδησε
στο αυτί του για να τον παρηγορήσει στον πόνο του. Το αίμα από τις πληγές του
Ιησού χρωμάτισαν το στήθος του πουλιού, και από τότε όλοι οι κοκκινολαίμηδες
πήραν το σημάδι του αίματος του Χριστού επάνω τους. Ιστορίες που
διηγούνται οι πρωτινοί, θέλουν τους κοκκινολαίμηδες να έρχονται από τον Γολγοθά
με τη βοήθεια των νότιων ανέμων και να ενδημούν για πάντα στο κόλπο του Πηλού.
Από τότε το χώμα στο τόπο αυτό βάφτηκε κόκκινο και ως μέχρι πρόσφατα που
ξεχερσώθηκε από τους επιχειρηματίες γης, υπήρχε εκεί για να θυμίζει το θρύλο.
Ο Πηλός είναι ένας κολπίσκος στη θάλασσα της Χλώρακας, που όμως
καθώς γεωγραφικά είναι ανοιχτός προς τη μεριά της Ελλάδας όπου βγαίνουν μεγάλες
τρικυμίες, τα κύματα θεόρατα εισέρχονται εντός και με δύναμη σπάζουν και
κατατρώγουν τη στεριά.
Η ακτή στο μέρος είναι κυρίως χωμάτινη και όταν τα κύματα βγαίνουν
έξω, αλλά και καθώς όταν με δυνατή βροχή τα χώματα κατεβαίνουν με τους
χειμάρρους και σμίγουν με τη θάλασσα, η ακτή γίνεται θολή και λασπώδης, γίνεται
πηλός, έτσι οι παλαιοί κάτοικοι ονομάτισαν τον τόπο Πηλό.
Στα πολλά χρόνια αυτής της φυσικής διεργασίας στη περισσότερη ακτή
τα χώματα χάθηκαν, και ένας ψηλός γκρεμός σχηματίστηκε και έμεινε να στέκει
ψηλός με τις σχισμάδες στα τοιχώματα γεμάτες άγρια βλάστηση και με δένδρα
βλαστημένα οριζόντια που έγερναν προς τη θάλασσα σχηματίζοντας ένα παράξενο και
απόκοσμο τοπίο που φάνταζε φοβικό και μυστηριώδες. Από τη βάση του γκρεμού
μέχρι μέσα στη θάλασσα ήταν σπαρμένα μεγάλα βράχια ριγμένα το ένα πάνω στο άλλο
κατάμαυρα από την τριβή τους με τα άγρια κύματα, που σχημάτιζαν δύσκολους
δρόμους, που όμως δεν εμπόδιζαν τους ανθρώπους να τους χρησιμοποιούν.
Ήταν μονοπάτια δύσκολα και επικίνδυνα που οδηγούσαν στη νότια
πλευρά του κόλπου όπου υπήρχε πυκνή βλάστημένη χλωρίδα.
Καλαμιώνες, βάτα και άλλα είδη βλάσταιναν πάνω σε κατακόκκινο χώμα
που δεν μπόρεσαν τα κύματα και η διάβρωσή να παρασύρουν στη θάλασσα. Ήταν το χώμα
εκείνο το ποτισμένο με το αίμα του Χριστού που έφεραν μαζί τους τα κόκκινα
πουλιά, οι κοκκινολαίμηδες.
Και μέσα σε αυτό το χώμα βλάσταιναν αλιζάρια κάτι τεράστιοι θάμνοι
που είχαν κόκκινες ρίζες. Και κάθε Πάσχα την Μεγάλη Τετάρτη, τα μικρά
παιδιά διάβαιναν τα δύσκολα μονοπάτια στο κόλπο του Πηλού, και πήγαιναν να
σκάψουν στο κόκκινο χώμα να μαζέψουν ρίζες ώστε καθώς απαιτούσε το έθιμο τη
Μεγάλη Πέμπτη μετά την εκκλησία οι μανάδες τους και οι γιαγιάδες
τους έβαφαν κόκκινα Πασχαλινά αυγά.
Μια φορά, ο τρελός του χωριού πήγε εκεί
να μαζέψει ριζάρι. Ήταν στην άκρη του γκρεμού και έσκαφτε το χώμα να βγάλει τις
ρίζες. Ανακάλυψε κάτι χοντρές, και τρυφερές, και ευχαριστημένος σκέφτηκε πως η
μάνα του θα του έλεγε μπράβο.
Ξαφνικά όμως από το θάμνο πετάχτηκε ένα
απαίσιο φίδι κίτρινο και φαρμακερό έτοιμο να του ορμήξει καθώς το είχε
ενοχλήσει από τη φωλαιά του. Φοβισμένος και ξιπασμένος, έγειρε να το αποφύγει,
και με τη κίνηση, έπεσε στο γκρεμό. Όμως τα αντανακλαστικά του ήταν καλά, και
πιάστηκε από τα κλαδιά ενός θάμνου ο οποίος γέρνοντας μαζί του τον συγκράτησε
και έπεσε με λιγότερη ορμή πάνω στα άγρια βράχια που ήταν από κάτω. Πληγωμένος
και πονεμένος, είδε το αίμα του να ρέει κατακόκκινο από το σώμα του που είχε σκιστεί
και γδαρτεί από τη πτώση.
Και ο τρελός αντί να στεναχωρηθεί για τα
πάθη του, περισσότερο στεναχωρήθηκε που δεν θα μάζευε τις παχουλές κατακόκκινες
ρίζες του ριζαριού και δεν θα είχε τον έπαινο της μάνας του.
H διαδικασία για το βάψιμο ήταν απλή.
Κοπάνιζαν τις ρίζες του ριζαριού σε χτοσιέρι. Και τις έβραζαν σε νερό για 10
λεπτά και στη συνέχεια το άφηναν να κάτσει για 2-3 ώρες ή και όλη τη νύχτα. Το
πρωί το σούρωναν και κατόπιν πρόσθεταν μέσα τα αυγά και τα έβραζαν για 15 λεπτά
προσθέτοντας μισό ποτήρι του κρασιού ξύδι και νερό ίσα που τα έχωνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου