Δευτέρα 6 Μαρτίου 2023

ΟΙ ΟΡΝΙΘΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ

Ο Όμπασιης στα νεαρά του χρόνια στη φτοχωγειτονιά της μακρινής Τίμης που γεννήθηκε και αναγιώθηκε, πέρασε δύσκολα χρόνια μεγάλης φτώχιας, γιατι οι γονείς του ήσαν φτωχοί και άκληροι. Πολλές ήταν οι φορές που δεν υπήρχε στο σπίτι φαγητό, και πάρα πολλές οι φορές που οι γονείς του ήσαν στεναχωρημένοι γιατι δεν έβρισκαν δουλειά να θρέψουν τα παιδιά τους.

Ήταν μια κρίσημη χρονική περίοδος όπου τον κόσμο σχεδόν ολόκληρο συγκλόνισε η οικονομική ύφεση του μεσοπολέμου που διήρκησε πολλά χρόνια. Ήταν μια κρίση οδυνηρή και καταστροφική.

Οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι είδαν τα προϊόντα τους να μένουν αδιάθετα και το εισόδημα τους να εξανεμίζεται. Οι εργάτες έχασαν τις δουλειές τους, ή μειώθηκαν οι μισθοί τους.

Στη Κύπρο τα πράγματα ήταν χειρότερα, γιατί ήταν μια μικρή χώρα με μικρή οικονομία. Ο πληθυσμός πτώχευσε και οι εργάτες δεν έβρισκαν εργασία, ούτε οι γεωργοκτηνοτρόφοι μπορούσαν να πουλήσουν τα προϊόντα τους.

Το έγκλημα στα αστικά κέντρα άνθισε, και πολλοί προσπαθούσαν να επιβιώσουν ξεγελώντας ή κλέβοντας ο ένας τον άλλο. Στα χωριά οι παρανομίες ήταν μικρότερες, οι κλέφτες αρκούνταν να κλέψουν καμιά όρνιθα ή κανένα πρόβατο για να θρέψουν τις οικογένειες τους.

Η Βρετανική κυβέρνηση θέσπισε αυστηρούς νόμους, και τιμωρούσε παραδειγματικά τους ενόχους, θέλοντας να περιορίσει την παρανομία. Αλλά οι παράνομοι από την ανάγκη της μεγάλης δυστυχίας τους, συνέχιζαν το έργο τους με τον κίνδυνο να καταδικαστούν. 

Μέσα σ αυτή τη μιζέρια ο Όμπασιης σκέφτηκε ότι δεν θα ήταν πολύ ριψοκινδυνο όυτε μεγάλη αμαρτία αν κάθε τόσο άρπαζε καμιά όρνιθα από το διπλανό γουμά του παπά της κοινότητας.

Είχε ο παπάς ένα τεράστιο τόπο τελιασμενο, όπου μέσα υπήρχαν δεκάδες παχουλές όρνιθες, οι οποίες κάθε μέρα έβοσκαν στο μεγάλο περβόλι που ήταν συνέχεια του γουμά. Το είχε φυτεμένο με όλα τα καλά, και οι καρποί κρέμμονταν λαχταριστοί από τα κλωνιά. Έβλεπε λοιπόν, πως ο γείτονας του είχε υπέρ του δέοντος τροφή, ώστε σκέφτηκε, θα ήταν χειρότερη αμαρτία σαν μικρό παιδί να πεινά, παρά σαν μικρό παιδί να κλέβει για να χορτάσει.

Έτσι κάθε τόσο καιρό, βουτούσε μια όρνιθα, και την μαγείρευε και την έτρωγε, και την ευχαριστιόταν.

Ήταν όμως τίμιος και ένιωθε ενοχές, καταλάβαινε ότι αμαρτούσε, ότι δεν ήταν σωστό, αλλά παρ όλα αυτά, έλεγε μέσα του,

-ας όψεται η φτώχεια και η ανάγκη.

Από πάνω είχε και πολλή εκτίμηση και σεβασμό στον παπά, και η καρδιά του μαράζωνε και είχε τύψεις γιατί έκλεβε έναν άγιο άνθρωπο του Θεού. 

Έτσι εχόντως των πραγνάτων κυλούσαν όλα ομαλά και καλά , ο παπάς δεν αντελίφθηκε τίποτα, και ο καιρός πέρασε.

Και ήρθε ένας καιρός έφηβος πλέον, χαρτώθηκε μια κοπέλα που του προξένεψαν στη Χλώρακα.

Σκέφτηκε όμως πριν να μετοικίσει στους ξένους τόπους, ότι έπρεπε να απολογηθεί στον παπά και να ομολογήσει την αμαρτία του. Ήξερε ότι η εξομολόγηση ήταν μεταξύ αμαρτωλού και παπά, ο οποίος δεν είχε δικαίωμα και φονικό ακόμα αν ήταν, να ομολογήσει την εξομολόγηση σε άλλον εκτός του Θεού. Πιστεύοντας πως αυτό θα γινόταν και με την περίπτωση τη δική του, πήγε στον παπά και εξωμολογήθηκε.

Γονάτησε και είπε τις αμαρτίες του, ζήτησε συγχώρεση και άφεση, και του είπε ακόμη να μην ανησυχεί πλέον, δεν θα χαθούν άλλες όρνιθες.

Υστερα ευχαριστημένος, την άλλη μέρα κίνησε για τα ξένα μέρη. Νιώθοντας ανακούφιση από την εξομολόγηση του, ήταν έτοιμος να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή, να γνωρίσει καινούργιους τόπους και ανθρώπους, να δουλέψει τίμια και να μην χρειαστεί άλλο στη ζωή του να κλέψει. 

Τα πεθερικά του παραχώρησαν μια γωνιά στο ασιερονάρι να κοιμάται, ώσπου να τον παντρέψουν και να του επιτρέψουν να κοιμάται σε καινούργιο σπιτικό με τη σύζυγο του.  

Μόλις πρόλαβε να κοιμηθεί την πρώτη νύχτα, και με το ξημέρωμα ήρθαν οι Εγγλέζοι επικουρικοί και τον πήραν. Του έβαλαν χειροπέδες, τον φόρτωσαν σε ένα τζιπ, και έφυγαν.

Τι είχε συμβεί;

Μπορεί ο Θεός να συγχώρησε τον Όμπασιη που έκλεβε τες όρνιθες, ο παπάς όμως δεν τον συγχώρησε. Πήγε στην αστυνομία και κατά παράβαση κάθε ηθικής, τον κατήγγειλε ως κλέφτη κατά συρροή.

Τον δίκασαν λοιπόν οι Εγγλέζοι, και τον βρήκαν ένοχο. Τον καταδίκασαν αυστηρά, και τον έκλεισαν για δυο μήνες στη φυλακή ως τιμωρία, θέλοντας έτσι να δώσουν παράδειγμα στους όσους άλλους επίδοξους κλέφτες.

Ο Όμπασιης εξέτισε την ποινή του, και ευτυχώς τα πεθερικά του δεν θεώρησαν τη φυλάκιση του αιτία για να διαλύσουν τους αρραβώνες, οπότε επέστρεψε πίσω στη χαρτωμένη του. Από τότες όμως, δεν ξαναπήγε εκκλησιά, και μισούσε όλους τους παπάδες. Ακόμα και για να στεφανωθεί, με πολλή δυσκολία δέχτηκε να σταθεί ενώπιον του παπά έστω και αν ήταν άλλος από εκείνον τον μιερό που αμάρτησε προδίδοντας το λειτούργημα του ιερού μυστηρίου της εξομολόγησης.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ - όλο το έργο

  ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΚΟΥΔΗΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ  (όλο το έργο) ISBN:                     Ετος έκδοσης: 2023 Στα καφενεία σύχναζαν συνήθως μόνο άν...