Πέμπτη 2 Μαρτίου 2023

Ο ΠΕΛΛΟΣ ΠΟΥ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ, ΜΗΝ ΕΙΔΑΤΕ ΤΟ ΠΑΝΑΓΗ

Στο Κτήμα ήταν κάποτε ένας ρόκολος ο Παναής, που δούλευε μισταρκός σε έναν πελεκάνο. Ήταν αγαθός, και δεν έκοβε το μυαλό του. Από μικρόν ο μάστρος του τον παντρολόγησε με μια συγγένησσα του γεροντοκόρη, και για δώρο του γάμου τον άφησε να φτιάξει στο πελεκανιό μια καινούργια πόρτα για το σπίτι της νύφης. Ο Παναής την έφτιαξε χοντρή και ωραία, και όλο υπερηφανευόταν για την όμορφη κατασκευή της καθώς έδειχνε καλά μαστορεμένη από καλό τεχνίτη, δηλαδή του λόγου του.

Παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε, τον πρώτο καιρό περνούσε καλά και ήταν ευτυχισμένος. Όμως σύντομα σύννεφα άρχισαν να επισκιάζουν το γάμο του.

Η γυναίκα του ήταν ιδιότροπη. Του μουρμουρούσε, του έκανε παρατηρήσεις, τον διέτασσε. Δεν φτάνει που ήταν μεγάλη στα χρόνια και ασχημη, συνέχεια τον μάλλωνε. Ήταν στρίγγλα και δρακούνα,

Δεν την άντεχε ο καημένος. Μαθημένος πριν να ζει ήρεμα και ήσυχα στη μοναξιά του, τώρα ζούσε αλλιώς, σε ένα περιβάλλον γεμάτο ένταση, και καταπίεση.

Έτσι μια μέρα αποφάσισε να την εγκαταλείψει. Δεν ήθελε ούτε τα μάλια της, ούτε τα σπίτια της. Την πόρτα όμως που είχε φτιάξει ο ίδιος, την ήθελε, ήταν δική του. Έτσι μια μέρα έβγαλε την πόρτα από τους μεντεσέδες, τη φορτώθηκε και πήρε δρόμο να πάει σε άλλο τόπο να γυρέψει την τύχη του, και μην είδατε τον Παναή.

Περπάτησε ώρες πολλές και μέρες, έφτασε στο ακρωτήρι του Κορμακίτη. Βρήκε δουλειά σε ένα γαιοκτήμονα με πολλά χωράφια, και ξεκίνησε μια νέα ζωή.

Κάτω στα χωράφια το νέο αφεντικό είχε μια παράγκα όπου μέσα εγκαταστάθηκε και έφτιαξε το νοικοκυριό του. Σαν καλός μάστρος τη συγύρισε, την ομόρφυνε, αντικατέστησε και την παλιά σαρακοφαγωμένη πόρτα με τη δική του την καινούργια.

Ο καιρός περνούσε, ήταν ευχαριστημένος. Εργασία και χαρά, μοναξιά, ησυχία και ηρεμία. Δούλευε και δεν είχε κανενός τη μουρμούρα καθώς ήταν υπάκουος και εργαζόταν ευσυνείδητα.

Μια Φθινοπωρινή μέρα τον επισκέφθηκε ο μάστρος του και του εξήγησε πως ένας ταύρος έκανε ζημιές στις ρέντες. Ερχόταν κολυμπώντας από την Καραμανία της Τουρκίας καθώς έλεγαν οι χωριανοί, και έτρωγε τις ρέντες. Αλλά δεν έφτανε μόνο αυτό, ήταν ένας πελλός βους, που κατέστρεφε τα μποστάνια. Όταν βοϊδόμυγες τον ενοχλούσαν, τρελλαινόταν και για να γλυτώσει βουτούσε στη θάλασσα. Η απόσταση από την Καραμανία έως το Ακρωτήριο Κορμακίτης ήταν λιγότερη από 40 μίλια, έτσι εύκολα κολυμπούσε έως τις ακτές της Κύπρου.

Οι οίστροι είναι μύγες των βοδιών οι λεγόμενες βοϊδόμυγες, που κάθονται στα μάτια των κτηνών και τα ενοχλούν με αποτέλεσμα δεν τα αφήνουν να κοιμηθούν, τα τρελλαίνουν.

-Γι αυτό λοιπόν,

του είπε ο μάστρος του,

-θα παραφυλάς και όταν τον δείς, να τον πυροβολήσεις, να τον σκοτώσεις.

Ο Παναής έστρωσε ένα κρεββάτι με ποκαλάμες κάτω από ένα δένδρο και τις νύχτες κοιμόταν εκεί, έχοντας το νου του στον ταύρο από την Καραμανία.

Ο καιρός πήρε να Φθινοπωριάζει, και οι νύχτες κατά το ξημέρωμα κρύωναν και γίνονταν λίγο παγερές. Έτσι τυλιγμένος σε μια παλιά χλαίνη και παρέα λίγο κρασί να τον ζεσταίνει, λαγοκοιμόταν προσέχοντας για τον βουν.

Μια μέρα που πήρε να χαράσσει, ξύπνησε απότομα από θόρυβο σε κοντινή απόσταση. Ζαλισμένος από τον ύπνο και το ποτό, είδε μια σκιά βοδιού λίγα μέτρα παραπέρα. Αμέσως όπλισε το όπλο που είχε παραμάσχαλα, σημάδεψε, και πυροβόλησε. Ύστερα πήρε ένα μαχαίρι κοφτερό που είχε γι αυτό το σκοπό, και έτρεξε προς το ζώο που είχε πέσει στη γη σκοτωμένο. Με επιδεξιότητα το έσφαξε για να φύγει το αίμα, ώστε να καταστεί καταλληλότερο για βρώση. Ύστερα ευχαριστημένος σηκώθηκε να ξεκουραστεί, σκεφτόμενος τα συχαρίκια που θα ελάμβανε.

Εν τω μεταξύ το φως είχε χαράξει καλά, και το σκοτάδι έφυγε. Και στέκοντας πάνω από το θήραμα του, ώ τι δυστυχία, η χαρά του έγινε λύπη, φόβος, τρομάρα.

Τι είχε κάνει ο άμοιρος; Σκότωσε την γκαστρωμένη αγελάδα του αφεντικού. Στη σύγχυση του ύπνου, του ποτού, και του σκοταδιού, σύγχισε το ήμερο ζώο με τον ταύρο από την Καραμανιά.

Τώρα το κακό είχε γίνει, και ο Παναής ντροπιασμένος και φοβισμένος, σκέφτηκε πως έπρεπε να πάρει την πόρτα του και να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Έτσι πήρε δρόμο να πάει σε άλλο τόπο να γυρέψει την τύχη του, και μην είδατε τον Παναή. 

Περπάτησε ώρες πολλές και μέρες, έφτασε στην Αθηαίνου. Γύρεψε δουλειά από τον παπά, και αυτός τον διόρισε καντηλανάφτη. Του έδωσε και μια κάμαρη δίπλα στο σπίτι του, και ο Παναής το μόνο που ζήτησε ήταν να του επιτρέψει να αντικαταστήσει την πόρτα με την δική του.

Ο καιρός περνούσε, ήταν όλα καλά και ήσυχα. Έτρωγε δωρεάν πρόσφορα και άρτους όσο ήθελε, ακόμα και ένα πιάτο φαγητό την ημέρα του έδινε η παπαδιά. Δεν ήθελε περισσότερα, ήθελε μόνο μια ήρεμη ζωή.

Η παπαδιά ήταν γκαστρωμένη, και ήρθε ο καιρός να γεννήσει. Έτσι τη μέρα που την έπιασαν οι πόνοι, ο παπάς τον πρόσταξε να πάρει το γαϊδούρι και να πάει στο διπλανό χωριό να φέρει τη μαμμού.

Καβαλίκεψε το γαϊδούρι ο Παναής, και ξεκίνησε. Όταν έκοψε κάμποσο δρόμο, ξεκαβαλίκεψε και κάθισε σε ένα ίσκιο, να ξεκουραστεί το ζώο. Όμως τον πήρε ο ύπνος, και όταν ξύπνησε το ζώο είχε φύγει και χαθεί καθώς δεν το είχε δέσει.

Περπατητός λοιπόν, έφτασε στο σπίτι της μαμμούς και της είπε τα καθέκαστα.

-Και πως θα πάω στην Αθηαίνου,

Του λέγει,

-είμαι γριά και δεν μπορώ να περπατήσω.

Ο Παναής έκατσε σκέφτηκε, και της λέει,

-Είναι επείγον, η παπαδιά κοιλιοπονά  και σε θέλει να πάεις. Θα σε φορτωθώ στη ράχη μου να σε πάρω.

Την φορτώθηκε λοιπόν στη ράχη, δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, νύχτα πλέον, έφτασε στην αυλή του παπά.

Ακούμπησε με τη ράχη πίσω πάνω στο καλντερίμι του πηγαδιού που ήταν στην αυλή για να την ξεφορτώσει,

Αλλά αυτή καθώς γριά, δεν τα κατάφερε, έγειρε και έπεσε στο πηγάδι και πνίγηκε.

Ω τι δυστυχία, σκέφτηκε ο καημένος ο Παναής, πάλι εγίνηκε το κακό.

Στεναχωρημένος και φοβισμένος με το κρίμα στο λαιμό του, στην τρομάρα του την πολλή, αποφάσισε να φύγει, να εξαφανιστεί. Έβγαλε την πόρτα από την κάμαρη, την φορτώθηκε και χάθηκε στο σκοτάδι. Πήρε δρόμο να πάει σε άλλο τόπο να γυρέψει την τύχη του, και μην είδατε τον Παναή. 

Περπάτησε ώρες πολλές και μέρες, έφτασε στο Κτήμα. Πήγε στον παλιό του μάστρο και τον παρακάλεσε να μεσολαβήσει να μερώσει με τη σύζυγο του.

Και αυτό εγίνηκε, έβαλε ξανά την πόρτα στη θέση της και έζησε την υπόλοιπη του ζωή μαζί της, στη μιζέρια της και στη μουρμούρα της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ - όλο το έργο

  ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΚΟΥΔΗΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ  (όλο το έργο) ISBN:                     Ετος έκδοσης: 2023 Στα καφενεία σύχναζαν συνήθως μόνο άν...