Σε περασμένους αιώνες η χρήση της καμήλας στην Κύπρο ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη ως μέσο διακίνησης και μεταφοράς ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στη Κύπρο εισήχθη το είδος με τη μια καμπούρα κατά τον 13ο -14ο αιώνα. Σαν ζώο που τρέφεται με αποξηραμένα χόρτα και τρυφερούς κλώνους, η διατροφή του στοίχιζε ελάχιστα και η χρήση του ήταν μεγάλη. Έτσι πολλοί κάτοικοι είχαν καμήλες που τις χρησιμοποιούσαν για τις εργασίες τους, ή ως πάρεργο για μεταφορά προϊόντων επί πληρωμή, είτε ως κύριο επάγγελμα.
Στη χλώρακα ζούσε η
οικογένεια του Αχιλλέα Χατζιη Αχιλλέως, πρόγονος των ξακουστών Καραγκιοζοπαίχτη
Πάφιου και βιολιστή Αντωνή Βλόκκου.
Ένας άλλος απόγονος του
ο Χαμπής, είχε το επάγγελμα του καμηλιέρη και χρησιμοποιώντας δυο καμήλες τις
οποίες φόρτωνε εξακίλες με άχυρο, ως πράτης, περιδιάβαινε τα γύρω χωριά και το μεταπωλούσε.
Μια μέρα στην επιστροφή
του που γύρισε ενωρίς, παλούκωσε τις καμήλες στην αυλή, και ξάπλωσε να
ξεκουραστεί λίγη ώρα και να σηκωθεί να τις φορτώσει ξανά να μεταφέρει ένα
φορτίο στο διπλανό χωριό της Έμπας καθώς η μέρα ήταν μεγάλη και είχε στη διάθεση
του αρκετή ώρα ώσπου να σουρουπώσει.
Ένα πουλαράκι όμως
μικρό που είχε, έτρεχε πάνω κάτω έξω από το παράθυρο κάνοντας φασαρία και δεν
τον άφηνε να κοιμηθεί. Φώναξε λοιπόν στο γιο του τον Γιαννή να το δέσει και να
το σιηνιάσει, αφήνοντας του και μια παραγγελιά, σε μια ώρα να τον ξυπνήσει.
Ο Γιαννής πολύ μικρόν
παιδί επτά ετών που είχε το νου του να φύγει να βρει τους φίλους του να παίξει,
με σβελτάδα και βιάση πέρασε ένα σχοινί στο λαιμό του πουλαριού, να το δέσει
μάνι μάνι και να φύγει. Δεν έβρισκε παλούκι όμως, ούτε ένα δένδρο στην αυλή,
και καθώς βιαστικός, βαρέθηκε να πάει μακριά να βρει μια πέτρα ή ένα θάμνο,
έτσι έκοψε ο νους του να το δέσει πάνω στη κατσούνα της καμήλας που ήταν
ξαπλωμένη στη γη και αναπαυόταν.
Οι κατσούνες ήταν
ξύλινες κατασκευές σε σχήμα νι στη πάνω μεριά που τοποθετούσαν στη ράχη της
καμήλας μια εμπρός από την καμπούρα και μια πίσω, δεμένες και στερεωμένες με
ποτσιηλίτες (σχοινιά) κάτω από την κοιλιά του ζώου. Και ανάμεσα πάνω τους
τοποθετούσαν τα φορτία, έτσι ασφαλισμένα να μην πέφτουν, τα κουβαλούσαν με ασφάλεια.
Η ώρα πέρασε
γρήγορα, και ο Γιαννής καθηκόντως, παράτησε το παιχνίδι και τους φίλους του,
και έσπευσε να ξυπνήσει τον πατέρα του.
Μπήκε στην αυλή και
η καρδιά του πήγε να σταματήσει βλέποντας το αποτρόπαιο θέαμα που συνέβαινε
μπροστά του. Η καμήλα ήταν όρθια στα πόδια της, και από την κατσούνα της στη
ράχη οπου πάνω είχε δέσει το μικρό πουλάρι, αυτό σπαρταρούσε κρεμασμένο και
σχεδόν ξεψυχισμένο.
Έτρεξε με μιας στο σπίτι και άρπαξε ένα μαχαίρι,
και με βια έκοψε το σχοινί, αλλά το άψυχο κουφάρι του ζώου έπεσε στη γης,
ακίνητο πλέον και πεθαμένο.
Με απελπισία το μικρόν παιδί, με ανάμικτα
συναισθήματα, άρχισε γοερά να κλαίει, και τα αναφιλητά του αν κάποιος τα άκουγε, θα του ράγιζαν τη
καρδιά.
Αγαπούσε το πουλαράκι, ήταν το φιλαράκι του, η συντροφιά
του. Καθημερινά έπαιζαν και χαριεντιζόντουσαν, και έτρεχαν ποιος να προσπεράσει
ποιόν.
Ήταν τόσο όμορφο και χαριτωμένο, τόσο έξυπνο και
χαρωπό, ναι, το αγαπούσε πολύ.
Και τώρα κειτόταν άψυχο στο χώμα, το ίδιο όμορφο
όπως ήταν ζωντανό, αλλά ακίνητο χωρίς πνοή, χωρίς ζωή.
Ήξερε πως θα έτρωγε πολύ ξύλο από τον πατέρα του,
και πως θα του επέβαλλε μεγάλη τιμωρία. Αλλά αυτό δεν τον ένοιαζε, καλά θα του
έκανε, άξιζε οπωσδήποτε να τιμωρηθεί σκληρά. Έφταιγε αποκλειστικά, δεν έκοψε ο
νους του, και τώρα γι αυτή την απερισκεψία του το καημένο το πουλαράκι κειτόταν
καταγής ακίνητο και νεκρό.
Για ώρα πολλή πνιγμένος στα αναφιλητά έκλαιγε πάνω
από το μικρό ζώο. Δεν σκέφτηκε να πάει να ξυπνήσει τον πατέρα του να πάει
δουλειά ή για να υποστεί την τιμωρίαν του, δεν τον ένοιαζε τίποτα άλλο παρά
μόνο η μεγάλη θλίψη του έτρωγε και του έσκιζε τα σωθικά.
Όταν σε κάποια στιγμή σήκωσε το βλέμμα ψηλά να
ρωτήσει το Θεό γιατί επέτρεψε να γίνει ένα τόσο μεγάλο κακό, το βλέμμα του τυχαία
έπεσε στα χωράφια πιο πέρα, σε μια πέτρα πελεκημένη λαξευτή που έστεκε όρθια
και ξεχώριζε. Οπου μέσα στο κούφωμα της υπήρχε ένα εικόνισμα της Αγίας Μαρίνας και
ένα καντήλι αναμμένο για τη χάρη της.
Εκεί, παλιά πριν αιώνες όπως έλεγαν οι χωριανοί,
είχε κτισμένη μια εκκλησιά της Αγίας Μαρίνας, που χάλασε από ένα καταστροφικό σεισμό.
Αλλά οι ευσεβείς πιστοί που δεν μπόρεσαν να την ξανακτίσουν, από τότες, άναβαν
ένα καντηλέρι μέρα και νύχτα έως και σήμερα για την μνήμη της Αγίας.
Το μυαλό του στην απόγνωση του, αμέσως στράφηκε
εκεί. Γνώριζε πως η αγία Μαρίνα ήταν η προστάτιδα των παιδιών, και πως ίσως αν
την παρακαλούσε, τον βοηθούσε και αυτόν ως παιδίν μικρόν που ήταν. Ήξερε πως
ήταν θαυματουργή, η φήμη της ήταν ξακουστή, γιατί λοιπόν να μην προσπαθήσει;
Με βήμα που δεν έσωνε καθώς του είχαν κοπεί τα
ύπατα από τη στεναχώρια, πήγε, γονάτισε στο εικόνισμα και με ελπίδα την παρακάλεσε
να δείξει τη χάρη της. Έμεινε γονατισμένος πολλή ώρα, και ύστερα με βήμα πάλι
συρτό, στράφηκε να πάει πίσω. Και ώ τι θαύμα, από μακριά μέσα στην αυλή είδε
τις καμήλες να στέκουν, και δίπλα τους το πουλαράκι όρθιο. Με αφάνταστη χαρά
και αναζωογονημένες δυνάμεις, άνοιξε το βήμα και τρεχτός έτρεξε εκεί, και ναι,
το θαύμα έγινε, το πουλάρι αναστήθηκε. Με συγκίνηση το αγκάλιασε από το λαιμό
και για πολλή ώρα έκλαιγε και δόξαζε την Αγία Μαρίνα.
Προχτές στο καφενείο με τον Γιαννή που τώρα ήταν 75
ετών πλέον, καθόμασταν και μου έλεγε την ιστορία. Και ισχυριζόταν πως όποιος
πραγματικά πιστεύει στα θαύματα, αυτά συμβαίνουν.
Και εγώ δύσπιστος, τον ρώτησα αν σίγουρα το
πουλαράκι είχε πραγματικά πεθάνει, ή μήπως έτσι νόμισε ο ίδιος, ή ίσως αυτό
μόνο φήρτηκε και ξαναβρήκε τις αισθήσεις του;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου