Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ


Η Θέκλα μέσα στ άσιερον έκαμνεν τον σταυρόν της,

να πάρει τον Χαράλαμπον να σβήσει το λαμπρόν της

Τζ΄η καϋμένη εφώναζεν χριστόν τσιαι Παναγίαν,

Σάββατον ναν το χάρτωμαν, τσιαι Κυριακήν η παντρεία. 

Πριν 100 χρόνια και βάλε, σε ένα χωριό δυό σκάπουλοι αγάπησαν την ίδια κοπέλα, μια πεντάμορφη κόρη από μεγάλο σόι  και ήθελαν να την παντρευτούν. Ό Ευστάθιος πολύ πλούσιος, και ο Χαράλαμπος πολύ φτωχός.

Ο Ευστάθιος και αυτός από μεγάλο σόι, ήταν σίγουρος πως ένα προξενιό θα τελεσφορούσε. Έτσι λογάριαζε να πει στους στους γονιούς του να την ζητήσουν για νύφφη τους.

Ο Χαράλαμπος πάμπτωχος και εκ της δεινής θέσεως του γνωρίζοντας το αδύνατον του συνοικεσίου, εξομολογήθηκε τον καημό του στη μάνα του και εξομολογήθηκε απελπισμένος την ερώτησε τι να κάμει.

Η Έρχαρη η μάνα του που τον άκουσε, πολύ τον ελυπήθει. Ήταν ο γιος της ο καλός, ο κανακάρης της, και ήξερε πως δεν είχε ελπίδες απέναντι στον Ευστάθιο.

Όμως σαν μάνα ευσπλαχνική αλλά και κοψονούρα, έβαλε το μυαλό της να δουλέψει να τον εβοηθήσει. Ήταν μια χωρική γυναίκα άκληρη χωρίς στον ήλιο μοίρα που η ίδια όλη της τη ζωή στη φτώχεια με πολλά βάσανα ανάγιωνε τα παιδιά της, ήθελε αν γινόταν να τον παντρολογήσει με την πλούσια κοπέλα και να τον μπάσει στο μεγάλο σόι της, να μην περάσει και αυτός τα ίδια δεινά της μίζερης δικής της ζωής που ένεκα της φτώχειας από παιδιόθεν βασανιζόταν.

Σκέφτηκε πολύ, και γνωρίζοντας πως θα ήταν δύσκολο το εγχείρημα, κατέστρωσε ένα σχέδιο και το έβαλε μπροστά. Θα το προσπαθούσε, και αν πετύχαινε θα ήταν καλά, αν όχι, θεός είδε.

Ο γιος της ήταν όμορφο παλικάρι, σεμνός, τίμιος και εργατικός. Όμως εκείνους τους πέτρινους καιρούς, καλύτερα προσόντα λογαριάζονταν οι περιουσίες και τα μάλια. Ήταν ψηλός ίσα με δυο μέτρα, ωραίος και αρρενωπός. Σε πολλές κορασιές η καρδιές τους σκιρτούσαν για λόγου του, αλλά αυτός είχε πέσει σε μεγάλο έρωτα με την θεκλού, που δυστυχώς δεν ήταν της τάξης του.

Πολύ δύσκολα τα πράματα σκέφτηκε η Έρχαρη, ήθελε πονηράδα να πετύχει ο σκοπός κα καθώς είχε μια ανιψιά που μπαινόβγαινε καθημερινά στο σπίτι της Θεκλούς σαν παραδουλεύτρα, την έπεισε να βοηθήσει. Ήταν η Τοτέ, μια πολλοπάϋτη και καταφερτζού που με τα γλυκόλογα της έβγαζε κουφή από την τρύπα.

Ξεκίνησε λοιπόν με γλυκόλογα και παινέματα να της εκθειάζει τον Χαράλαμπο. Ότι ήταν όμορφος, καλός, πως είχε έρωτα μαζί της, πως την αγάπη δεν την φέρνουν τα μάλια και οι περιουσίες.

Ύστερα έβαλε τον Χαράλαμπο να περνά τακτικά από τη γειτονιά, και από μακριά ανταλλάσσοντας ματιές, και πες πες η Τοτέ λόγια και λογάκια, η θεκλού έπεσε και αυτή σε μεγάλο έρωτα για τον Χαράλαμπο.  

Ο Ευστάθιος έστειλε τα προξένια, και ο πατέρας της Θεκλούς καθώς ήθελε το καλύτερο για την κόρη του, αμέσως δέχτηκε.

Ανέλαβε τα παντρολόγια η προξενήτρα, οι συμπέθεροι συμφώνησαν στην προίκα, ήταν όλα καλά και η δουλειά πήγαινε να τελέψει.

Ώσπου όμως ξαφνικά η νύφη αν και φοβισμένη αλλά αναθαρυμμένη από την αγάπη που είχε μέσα της για τον Χαράλαμπο, αρνήθηκε το προξενιό.

Εκείνους τους καιρούς, οι κόρες δεν είχαν μερτικό στην απόφαση ποιος θα ήταν ο γαμπρός. Ούτε της μάνας έπεφτε λόγος, η απόφαση ήταν μονο του κυρού και αφέντη. 

Έτσι σαν έμαθε ο πατέρας την άρνηση της, ποιος δεν τον φοβήθηκε, ήταν η οργή του μεγάλη. Την τιμώρησε σκληρά, ύστερα την κλείδωσε στο ασιερονάρι και δεν την έβγαλε έξω ώσπου θέλοντας και μη, είπε το ναί και εγίνηκεν το προξενιό. 

Ήταν μια λυπητερή ιστορία αγάπης που είχαν η κόρη στην καρδιά της και το όμορφο παλικάρι που όταν τον έβλεπε σκιρτούσε η καρδιά της.

Ήταν ένα πρωτόγνωρο αίσθημα  που κατάφερε να της το προκαλέσει με τα σούρτα φέρτα και τα γλυκά της λόγια της η πολλοπάιτη Τοτέ η καταφερτζού, που ήθελε την μικρή κοπέλα να την βάλει στο σόι της. Έτσι με σούρτα φέρτα και φιλέματα, σιγά αλλά σταθερά, την κατάφερε να αγαπήσει τον ανεψιό της, ύστερα την έβαλε να αρνηστεί το προξενιό του πατέρα της.

Όμως δυστυχώς αλλες οι επιθυμίες άλλων, και άλλες οι προσταγές εταίρων.

Έτσι παντρεύτηκε η κόρη τον Ευστάθιο και έμεινε ο Χαράλαμπος να μαραζώνει και να οδύρεται για τη χαμένη αγάπη του.

Ήθελε να φύγει να χαθεί, δεν άντεχε να σκέφτεται πως άλλος την αγκάλιαζε και τη φιλούσε, ήταν ο πόνος ανυπόφορος.

Και μια μέρα ξαφνικά είπε στη μάνα του πως θα φύγει να πάει μακριά, να ξενιτευτεί, να πάρει ένα δρόμο άγνωστο, να αναζητήσει νέους τόπους, να συναντήσει καινούργιους ανθρώπους, να γνωρίσει περιπέτειες, να πορευτεί κινδύνους, να αλλάξει ζωή, μήπως έτσι θάψει τον πόνο του, μήπως γιατρευτεί και να ξεχάσει το ντέρτι που του έτρωγε τα σωθικά.

Έφυγε ο Χαράλαμπος. Μπαρκάρισε σε ένα βαπόρι, γύρισε λιμάνια και χώρες, και μετά από χρόνια καταστάλαξε στη μακρινή Πορτογαλία. Και ύστερα από χρόνια όταν καταλάγιασε ο καημός του, ξέχασε λίγο τον πόνο του, παντρεύτηκε και έμεινε δια παντός εφ όρου ζωής μακριά στα ξένα.

Και έμεινε η καημένη η μάνα του να μαραζώνει και να τον πεθυμά,  και να καταριέται τα μάλια και τις περιουσίες που ήταν η αιτία να χάσει το γιο της.

ΥΓ. Η ιστορία είναι πραγματική, και άγνωστος λαϊκός ποιητής την τσιάττισε και την έκανε τραγούδι που το τραγουδούσαν στα πανηγύρια.

ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ

Ο θκειος μου ο Γιώρκος είχε την μάντρα του έξω στην αυλή του παρεκκλησίου Μηχαήλ Αρχάγγελου. Ήταν μια απέραντη έκταση από καυκάλλα γη, οπου βλάσταιναν αρκόσσιηλλες και μαζιά. Τριγύρω όμως, βλάσταιναν θεόρατοι δρύες που στον ίσκιο τους ξαπόσταναν τα καλοκαίρια άνθρωποι και ζώα.

Η μάντρα ήταν κτισμένη δίπλα, σχεδόν ακουμπούσε στον τοίχο του Αγίου. Εκείνη την εποχή ολόκληρη η καυκάλλα μαζί με το εκκλησάκι ήταν ιδιοκτησία του θκειου μου που την βρήκε κληρονομιά από τους γονιούς του, αλλά αργότερα καθώς πολύ θρήσκος δώρισε ένα κομμάτι γης μαζί με το μικρό παρεκλήσι στην εκκλησία της Χλώρακας. Ο θκειος μου είχε οκτώ παιδιά, που όλοι μαζί στη δουλειά, τον βοηθούσαν. Ήταν πολύ αυστηρός μαζί τους, ήθελε με το έτσι θέλω να γίνουν καλοί και συνετοί άνθρωποι.

Εκεί λοιπόν, έξω στο εκκλησάκι δίπλα στον τοίχο, πάνω σε μια τάβλα με ένα στρώμα από κανναβάτσο με ποκαλάμες και ένα πρόχειρο σκέπαστρο επίσης από κανναβάτσο για να κόβει τη νυχτερινή νοτιά, τα καλοκαίρια ο πρωτότοκος γιος του ο Μηχάλης, κοιμόταν τις νύχτες και πρόσεχε το κοπάδι από κλέφτες καθώς εκείνον τον καιρό ένας άγνωστος ξενοχωρίτης έκανε τσάρκες και έκλεβε ζώα από μάντρες και αυλές. 

Κοντά 13 χρονώ εγώ, με το ξάδερφο μου, ένα καλοκαίρι τις νύχτες, προσέχαμε το κοπάδι. Ήταν μια ανέμελη περίοδος της παιδικής μας ηλικίας χωρίς βάσανα στη κεφαλή μας, που την εργασία την είχαμε ως διασκέδαση. Μέσα στις ερημιές τις νύχτες μόνοι μας κάτω από τα άστρα τις σκοτεινές νύχτες, ξαπλώναμε χωρίς φόβο για στοισιά και αερικά, σκεφτόμασταν πως ο Αρχάγγελος Μηχαήλ μας προστάτευε αφού ο ξάδερφος μου είχε το όνομα του Άγιου Μηχάλη.

Μέσα στις ερημιές έξω από το χωριό η μάντρα, και δίπλα κάτω στους γκρεμμούς σε μια πυκνώδη βλάστηση γεμάτη φωλαιές αλεπούδων και επικίνδυνων τρωκτικών, ήθελε θάρρος δυο παιδιά εμείς, να κοιμόμασταν πάνω στην άγονη γη καυκάλλα γεμάτη μαζιά και αρκόσσιηλες, βιότοπος δηλητηριώδη φιδιών, που μαζί με τον αστικό μυθο πως δίπλα μέσα στο λαγούμι που ανάβλυζε αγίασμα, ζούσε ο προστάτης δράκος του νερού που έβγαινε τις νύχτες να αναζητήσει τροφή, και που προκαλούσε δέος και φόβο στις παιδικές μας καρδιές.

Παρ’ όλα αυτά, εμείς το διασκεδάζαμε. Είχαμε μαζί μας ένα μαντολίνο, παίζαμε και τραγουδούσαμε, και τσουγκρούσαμε ποτήρια που είχαν μέσα νερό αντί για  πιοτό. Με τη φαντασία μας πλάθαμε ιστορίες που την άλλη μέρα τις διηγούμασταν σαν αληθινές στα άλλα παιδιά…

Ήταν ξένοιαστες παιδικές εποχές που πραγματικά έως σήμερα τις αναπολούμε με νοσταλγία. 

Ο ύπνος λοιπόν στην εξοχή ήταν ευεργετικός, αλλά μερικές φορές επικίνδυνος.

Ευεργετικός γιατί χαλάρωνέ τις αισθήσεις μας, γιατί μας έφερνε περισσότερο ύπνο, γιατί με το πρώτο ρόδισμα της αυγής όλα μας φαίνονται ρόδινα και χαρούμενα, γιατί στο άκουσμα των πρώτων τιτιβισμάτων, αγαλιούσαν και ευφραίνονταν οι ψυχές και οι καρδιές μας.

Επικίνδυνος γιατί υπήρχαν κίνδυνοι από αδέσποτα σκυλιά, αλεπούδες, φίδια, από την υγρασία της νύχτας, ακόμα και από τυχών επικίνδυνους κλέφτες που ορέγονταν τα πρόβατα που εμείς προσέχαμε.

Πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε το Φθινόπωρο πήγαινε να τελειώσει κι΄ αυτό, και στεναχωρημένοι που θα χάναμε την ξεγνοιασιά μας, ετοιμαζόμασταν να μετακομίσουμε το κοπάδι πάνω στο χωριό, στην κυρίως μάντρα που ήταν κτισμένη και καλά μαντρωμένη με στέγαστρα για την προστασία των κτηνών από βροχές και κλέφτες, και εμείς στα σπίτια μας όπου θα ακούαμε τις παρατηρήσεις και θα υπομέναμε τους θυμούς των γονιών μας. 

Ήταν μια μέρα του Μηχαήλ Αρχαγγέλου, και κατά τα μεσάνυχτα άρχισε ψιλή βροχή που όσο πήγαινε δυνάμωνε. Εμείς με βια ανοίξαμε την πόρτα στο μικρό εκκλησάκι και μεταφέραμε τον κανναβάτσο μέσα για να προστατευθούμε. Αφήσαμε την πόρτα ανοιχτή για να έχουμε επαφή με το κοπάδι, και περιμέναμε να κοπάσει η βροχή.

Η ώρα περνούσε, η βροχή όλο δυνάμωνε σηκώθηκε και ένα μπουρίνι και η βροχή έμπαινε από την ανοιχτή διπλή πόρτα και μούσκευε όλο τον εσωτερικό χώρο. Έτσι κλείσαμε τις πόρτες και ξαπλωμένοι μέσα στο σκοτάδι, ακούγαμε τον άγριο καιρό που βρηχόταν και μας φόβιζε.

Στην πολλή ώρα αποκοιμηθήκαμε κουλουριασμένοι πάνω στο βρεγμένο κρεββάτι.

Ξαφνικά ξυπνήσαμε από δυνατές φωνές που ακούγονταν από έξω. Ήταν άγριες και φοβερές που μας αναστάτωσαν, και αλαφιασμένοι πεταχτήκαμε όρθιοι και ανοίξαμε τις πόρτες.

Αντικρύσαμε τον θείο Γιώρκο έξαλλο να χειρονομεί και να φωνάζει,

-πού είναι το κοπάδι, μας κλέψαν το κοπάδι.

Εμείς ξαφνιασμένοι και σοκαρισμένοι στρέψαμε το βλέμμα στη μάντρα και την αντικρύσαμε άδεια από πρόβατα.

Βαθύς φόβος μας κυρίεψε που μας έσφιξε τις καρδίες και μας μούδιασε ολόκληρους. Στεναχωρημένοι με την καρδιά μας να θέλει να σπάσει που δεν μπορέσαμε να προστατεύσουμε τα ζώα, και φοβισμένοι από την οργή του του θειού μου. Όταν θύμωνε ήταν πολύ σκληρός, και έδερνε άγρια τα παιδιά του.

Στο χέρι κρατούσε μια μαγκούρα και άρχισε να έρχεται προς εμάς. Γνωρίζοντας τι μας περιμένει, με μια ματιά που ανταλλάξαμε μεταξύ μας, το βάλαμε στα πόδια.

Ύστερα από πολλή ώρα και αφού διανύσαμε πολλά μίλια, μη αντέχοντας άλλο την κούραση, σταματήσαμε. Κοιτάξαμε πίσω, και καταλάβαμε ότι γλυτώσαμε.

Κάτσαμε κάτω από μια τρεμιθιά και αρχίσαμε να μιλούμε και να διερωτόμαστε ποιος έκλεψε το κοπάδι. Η στεναχώρια και ο φόβος για τιμωρία, έγινε οργή για τον κλέφτη, και απόφαση να τον ανακαλύψουμε.

-Κυριάκο, δεν ξαναπάω πίσω στ σπίτι αν δεν ανακαλύψω τον κλέφτη. Είμαι αποφασισμένος και θα κινήσω γη και ουρανό. Και όταν τον βρω, θα τον τιμωρήσω.

Μου είπε αποφασιστικά, και το πρόσωπο του έδειχνε αμετάκλητο πείσμα και θέληση.

Αφού ξεκουραστήκαμε λίγο, πήραμε τα πόδια μας και κινήσαμε δρόμο για ώρες προς την μακρινή Πέγεια έως που βράδιασε, ψάχνοντας εξονυχιστικά όλο τον παραθαλάσσιο κάμπο μήπως βρούμε ανάμεσα στα κοπάδια που συναντούσαμε γνωστά αιγοπρόβατα δικά μας.

Άπραχτοι γυρίσαμε πίσω. Ήταν πλέον αργά το βράδυ. Ποσταμένοι και πεινασμένοι, χορτασμένοι μόνο λίγο με ότι βρίσκαμε σε ρέντες και ποστάνια στο δρόμο μας, μπήκαμε στο σταυλί που είχαμε τη λόττα, και καθισμένοι γερμένοι στον τοίχο από ξερολιθιές, αποκοιμηθήκαμε.

Το πρωί το χάραμα άνοιξα τα μάτια μου και είδα ότι ο Μηχαλάκης δεν ήταν δίπλα μου. Κατάλαβα ότι είχε φύγει για αναζήτηση του κοπαδιού και του κλέφτη, όπως είχε υποσχεθεί στον εαυτό του και σε μένα.

Σηκώθηκα και πήγα σπίτι, και εκεί βρήκα τον θειό μου να μας αναζητά. Με τους γονιούς μου μαζί, με έστησαν στον τοίχο γεμάτοι ανησυχία με ρωτούσαν που είμασταν, που είναι ο Μηχαλάκης.

Αφού τους εξήγησα, λέει ο θειός μου.

-Ο γιος μου είναι σκληρό καρύδι, τον ξέρω καλά, μου έμοιασε. Ξέρω ότι δεν θα ξαναγυρίσει αν δεν βρει το κοπάδι. Και θα το βρει. Ξέρει κάποια ζώα καλά και θα τα αναγνωρίσει.

Πέρασαν τέσσερις ημέρες. Χασημιός ο Μηχαλάκης. Η αγωνία μας έτρωγε. Ήταν καλά; Τι έτρωγε; Θα έβρισκε το κοπάδι, ή θα τον χάναμε κι αυτόν καθώς ξέραμε το πείσμα του και την ξεροκεφαλιά του;

Την Πέμπτη μέρα αργά το δείλι, άκουσα την πόρτα να χτυπά. Πετάχτηκα όρθιος σίγουρος πως ήταν ο Μηχαλάκης. Άνοιξα το παράθυρο, και ναι, ήταν αυτός. Ταλαιπωρημένος, καταϊδρωμένος, πεινασμένος και σκελετωμένος, αλλά με λαμπερό πρόσωπο από ικανοποίηση, μου είπε,

Κυριάκο, βρήκα το κοπάδι, θέλω να έρθεις μαζί μου να με βοηθήσεις. 

Είχε οργώσει περπατητός τη μισή Πάφο ώσπου σε μια μάντρα μέσα σε μια ρεματιά στο χωριό της Μαραθούντας, ανακάλυψε το κοπάδι μαντρωμένο και δύο άγρια σκυλιά να το φυλάνε. 

Πάνω στο τραπέζι είχε δύο οκάδες κρέας που έφερε ο πατέρας μου για να μαγειρέψουμε, και αφού το πήραμε το κόψαμε κομμάτια για να τα δώσουμε στα σκυλιά, να τα ξεγελάσουμε. Πήραμε και δυο μαγκούρες προς υπεράσπιση μας αν χρειαζόταν, και ξεκινήσαμε για την μακρινή Μαραθούντα. Όσο να ετοιμαστούμε και να καταστρώσουμε σχέδιο δράσης, η νύχτα είχε προχωρήσει καλά. Ξημερώματα, φτάσαμε στα μακρινά μέρη. Με τις μαγκούρες έτοιμες, κοντέψαμε στη μάντρα και τα σκυλιά μόλις μας μυρίστηκαν, άρχισαν να γαυγίζουν. Ένα ένα άρχισα εγώ να τους ρίχνω τα κομμάτια κρέας και αυτά πεινασμένα όρμηξαν να τα καταβροχθίσουν.

Ο Μηχαλάκης πήγε στο καγκέλι και το άνοιξε, και οδήγησε το κοπάδι έξω.

Δίπλα από μια πρόχειρη καλύβα που υπήρχε, άνοιξε η πόρτα και βγήκε έξω ένας βρακάς. Άρχισε να φωνάζει τι κάνουμε, και ο Μηχαλάκης του απάντησε,

-Ήρθαμε να πάρουμε το κοπάδι που μας έκλεψες. Φώναξε τα σκυλιά σου και άφησε μας να πάρουμε το κοπάδι μας, γιατί αν αρνηθείς, θα σε σκοτώσουμε στο ξύλο.

Ο βρακάς ίσως από φόβο, ίσως γιατί πιάστηκε στα πράσα, φώναξε τα σκυλιά, και μας άφησέ να πάρουμε το κοπάδι. 

Με τες ώρες οδηγούσαμε το κοπάδι μέσα από κάμπους και χωράφια αφήνοντας το ταυτόχρονα να βοσκήσει, και το οδηγήσαμε στο χωριό. Φτάνοντας, θέλοντας να δείξουμε τον θρίαμβο μας, το οδηγήσαμε προς την μάντρα τους μέσα από τον κεντρικό δρόμο σαν παρέλαση. Οι νυκοκυραίοι έβγαιναν έξω και μας χειροκροτούσαν.

Και εγώ με το φίλο μου ακολουθούσαμε κορτωτοί και περήφανοι γεμάτοι χαρά για την απρόσμενη υποδοχή. Λίγο παρακάτω είδαμε τον θειό μου να τρέχει να μας συναντήσει με ανοιχτές αγκάλες και αυτός χαρούμενος, αλλά περισσότερο ευτυχισμένος και περήφανος για τον κανακάρη γιό που γέννησε. 

Ο ΣΕΡ ΓΟΥΛΣΛΕΫ ΚΑΙ Ο ΒΟΣΚΟΣ

Πριν τόσα πολλά χρόνια, την Κυπρο πούλησαν στους Άγγλους οι Τούρκοι. Ήταν μια διμερή σύμβαση που συνομολογίθηκε το 1878 μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Αγγλίας με χαρακτήρα αμυντικής συμμαχίας. Η παραχώρηση αυτή έγινε με σκοπό η δεύτερη να γίνει σύμμαχος της πρώτης ενάντια της Ρωσίας που απειλούσε την κυριαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Στην Κυπρο οι κάτοικοι δέχτηκαν τους Άγγλους Αποικιοκράτες ως ελευθερωτές που τους γλύτωσαν από τα σκληρά δεσμά των Τούρκων.

Πρώτος κυβερνήτης - Ύπατος Αρμοστής της

Κύπρου διορίστηκε ο υποστράτηγος

σερ Γούλσλεϋ τον οποίον υποδέχθηκε και  προσφώνησε «κατά χρέος το ευ παρέστης» ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος Γ΄ ως εκκλησιαστικός και εθνικός ηγέτης του Ελληνικού πληθυσμού, βεβαιώνοντάς τον ότι:

-Η Κύπρος οικείται υπό λαού φιλησύχου και ευαγώγου, όστις δεν αρνείται την καταγωγήν και τους πόθους του, και επιθυμεί να εθισθή εις την οδόν την ευθείαν, εις την οδόν δηλονότι της αληθείας, του καθήκοντος και της ελευθερίας. Αποδεχόμεθα την μεταπολίτευσιν τοσούτω μάλλον καθ΄ όσον έχομεν την πεποίθησιν ότι η Μεγάλη Βρεταννία θα βοηθήση την Κύπρον, ως έπραξε και περί των Ιονίων Νήσων να ενωθή με την μητέρα Ελλάδα, με την οποίαν φυσικώς συνδέεται. 

Αυτή η απλή αλλά μεστή περιγραφή του λαού της Κύπρου κέντρισε το ενδιαφέρον του ύπατου αρμοστή, ο οποίος στον επόμενο καιρό, φρόντισε να περιέλθει διαφόρους τόπους που ζούσαν απλοί χωρικοί για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι αυτόν τον λαό που παρέμενε πιστός στα εθνικά ιδεώδη της πατρίδας του ύστερα από πολλούς αιώνες σκλαβιάς στους Φράγκους, στους Γενουάτες και στους Οθωμανούς.

Ο σερ Γούλσλεϋ ήταν κυνηγός και του άρεσε να τριγυρνά τα όρη και κυνηγώντας να γυμνάζει το σώμα του και να έχει την υγεία του. Μια φορά που πήγε σε ένα βουνό κοντά στο Πισσούρι, βρήκε μια μάντρα με ένα καλύβι δίπλα που έβγαινε καπνός από τη τσιμινιά. Ποσταμένος και διψασμένος πλησίασε, και φώναξε αν ήταν κάποιος μέσα. Βγήκε από το καλυβάκι μια βόσιαινα γυναίκα, και του είπε,

-Κάτσε να ξαποστάσεις, κάτσε να σου βάλω να φάγεις και να πιείς.

Κάθησε ο ξένος, τον φίλεψε με όλα τα καλά η καλή νοικοκυρά, ώσπου πέρασε λίγη ώρα και επέστρεψαν στη μάντρα ο άντρας της με τους γιούδες του και τα πρόβατα.

Οι γιοι του βοσκού ήταν δώδεκα υπέροχοι νέοι ο ένας ομορφότερος και καλύτερος του άλλου, παλικάρια, με λεβέντικη κορμοστασιά και σπιθοβόλα μάτια.  

Άμα τους είδεν ο σερ Γούλσλεϋ, ρώτησε τον βοσκό ποιοι είναι αυτοί οι ωραίοι νέοι, και ποια είναι η καταγωγή τους και πόθεν έρχονται.

Ο βοσκός του είπε,

-Εν οι γιούες μου,

Και ο σερ Γούλσλεϋ του αποκρίθηκε,

-Μα δεν γίνεται, δεν σου μοιάζουν, εσύ δεν είσαι έτσι όμορφος, ούτε έτσι λεβέντης.

Ο βοσκός στεναχωρημένος που δεν τον πίστεψε ο υψηλός επισκέπτης, του αποκρίθηκε,

-Μα σερ Εγγλέζε, έν να καταδεχτώ να σε περιπαίξω; Λαλώ σου ούλλην την αλήθκιαν, θέλω να με πιστέψεις, εν αντροπή μου να σε περιπαίξω.

-Τότε πές μου πως κατάφερες να είναι όλοι τόσον ωραίοι, διότι αν υπάρχει τρόπος πρεπει να τον μάθω και εγώ,

απαντήσεν ο σερ Γούλσλεϋ, και ο βοσκός του αποκριθηκε,

-Τρώω τριών ημερινών, πίνω τριών χρονών, τσιαι κάμνω μιαν φοράν τον μήναν.

Έμεινεν ο εγγλέζος να σκέφτεται και να συλλογιέται, ήταν η απάντηση μια σπαζοκεφαλιά και δεν έβρισκε την απάντηση, γι αυτό ύστερα από πολλή σκέψη παρακάλεσε τον βοσκό να του εξηγήσει,

-Μετά χαράς άρχοντα μου να σου εξηγήσω, τριών ημερινών εννοώ το ψωμί που για να το φάγω πρεπει να περάσουν τρεις ημέρες απ όταν ψηθεί στο φούρνο, τριών χρονών εννοώ το παλαιόν κρασί, γιατί να ξέρεις άρχοντα μου, ώσπου παλιηνήσκει δυναμώνει τσιαι είναι ωφέλιμο, μιαν φοράν τον μήναν εννοώ ότι ππέφτω με την γεναίκαν μου  τσιαι για τούτον κάμνω έτσι δυνατά παιθκιά.

Ο σερ Γούλσλεϋ κατάλαβε ότι ήταν καλή η ιδέα του βοσκού, και σκέφτηκε να την εφαρμόσει ο ίδιος, σκέφτηκε ακόμα να το εισηγηθεί στη βουλή των Λόρδων ώστε να παροτρύνουν τους Εγγλέζους να πράττουν τοιουτοτρόπως ώστε τα Εγγλεζόπουλα να γενιούνται όμορφα, δυνατά και έξυπνα…

Όμως, δεν υπάρχουν πληροφορίες εάν έπραξε τοιουτοτρόπως.

ΠΑΝΑΓΙΑ ΧΡΥΣΟΜΕΣΟΓΕΙΩΤΙΣΣΑ

Ορισμένοι πιστοί Χριστιανοί ισχυρίζονται ότι πολλά από τα θαύματα της Παναγίας είναι μια διαρκής πρόσκληση της Θεοτόκου προς τους μουσουλμάνους κυρίως, για να προσέλθουν στο χριστιανισμό. Απόδειξη για τον ισχυρισμό τους αναφέρουν ότι σε περιοχές όπου συνυπάρχουν και οι δύο θρησκείες, οι μουσουλμάνοι γίνονται αποδέκτες θαυματουργικών παρεμβάσεων της Παναγίας.

Μια τοπική παράδοση αναφέρει ότι σε κάποιο βάτο κελαηδούσε καθημερινά μια πέρδικα που ενοχλούσε τους Τούρκους της περιοχής, που αποφάσισαν να την σκοτώσουν. Επειδή όμως δεν τα κατάφεραν, έκαψαν τη βάτο και μέσα στη στάχτη της βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας της Χρυσελεούσας. Εκεί κτίστηκε από τους Χριστιανούς μικρό πλίνθινο προσκυνητάρι όπου τοποθετήθηκε.

Μια μέρα πέρασε από το σημείο εκείνο ένας Τούρκος κρατώντας δυο γομάρια λάδι. Όταν είδε το προσκυνητάρι της Παναγίας είπε κοροϊδευτικά,

-Παναγία φανερωμένη με τους πλίθους είσαι χτισμένη;

Εκείνη τη στιγμή έχασε το φως του.

Μια χριστιανή που ήταν μάρτυρας του γεγονότος, είπε στον Τούρκο να ζητήσει συγχώρεση και να δώσει το λάδι προσφορά στην Παναγία για να ξαναδεί το φως σου. Πράγματι, μόλις ο Τούρκος ζήτησε συγχώρεση ξαναβρήκε το φως του.

Ένα άλλο περιστατικό που είναι ιστορικό γεγονός και υπάρχουν μαρτυρίες ότι έχει συμβεί, συνέβηκε στο χωριό της Μεσόγης της Πάφου και έχει σχέση με την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της ΧρυσοΜεσογειώτισσας. Η εκκλησία της Χρυσο Μεσογειώτισσας που μέσα ήταν τοποθετημένη αρχικά η εικόνα, σήμερα κινδυνεύει από την πολυκαιρία και την κακοκαιρία να χαλαστεί και χρειάζεται επειγόντως επιδιόρθωση και αναστύλωση, αυτή είναι η έκκληση κάθε Κυριακή στη θεία λειτουργία τους ιερέως της κοινότητας παπά Στυλιανού για να εξευρεθούν δωρητές για το σκοπό τούτο. 

Η Κύπρος έχει περάσει πολλές ανομβρίες κατά καιρούς και πάντα όποτε συμβαίνει αυτό, σχεδόν κάθε χρόνο, οι άνθρωποι εναποθέτουν την πίστη τους στο Θεό για να τους βοηθήσει. Ένα παλαιόν καιρόν, στο χωριό της Μεσόγης, ο παπάς κάλεσε τους χωριανούς να κάμουν παράκληση στην Παναγία την ΧρυσοΜεσογειώτισσα και να την γυρίσουν λυτή σε όλο το χωριό, ίσως και οι παρακλήσεις τους να εισακουστούν και στείλει ο Θεός βροχές.

Εκείνη την εποχή το χωριό ήταν μικτό με Έλληνες και Τούρκους. Στην κάτω μεριά της εκκλησίας προς την πλευρά του Κτημάτου, ήταν η γειτονιά με τους αλλόθρησκους. Την ώρα της περιφοράς της εικόνας της Παναγίας από εκείνη τη μεριά, ένας Τούρκος μειδιώντας ειρωνικά, είπε σιγανά σε έναν άλλο Τούρκο,

-Κοίταξε τους χριστιανούς, κρατούν ένα κομμάτι ξύλο και το γυρίζουν σαν τους πελλούς πως έν να γινεί θαύμα.

Και το θαύμα συνέβηκε στη στιγμή. Από το εικόνισμα ένα μικρό κομμάτι ξύλο αποκόπηκε, και με δύναμη εκσφενδονίστηκε  στο μάτι του Τούρκου που βλασφήμησε και του τον τύφλωσε. Έμεινε για πάντα τυφλός, γιατί κανείς δεν του εξήγησε να ζητήσει συγχώρεση και ίσως η Παναγία να του ξανάδινε το φως.

Ύστερα από το περιστατικό, αλλά και στα χρόνια που πέρασαν, όσοι δοκίμασαν να κολλήσουν το αποκομμένο κομμάτι στην εικόνα, δεν μπόρεσαν. Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας ίσως το απέβαλλε γιατί ήρθε σε επαφή με αυτόν που την βλασφήμησε χωρίς ύστερα να μετανιώσει.

Η εικόνα σήμερα ευρίσκεται στο τέλος του δεξιού εικονοστασίου της καινούργιας εκκλησιάς του αποστόλου Βαρνάβα, όπου την επισκέπτονται πολλοί ευσεβείς για να έχουν τη χάρη της.

Παράκληση και δική μας, με τη φώτιση του Θεού να συνδράμουν οι πιστοί για τη σωτηρία του παρεκκλησιού της Παναγίας της ΧρυσοΜεσογειώτισσας.

Η ΤΡΕΛΛΗ

Η Ξενού ήταν πλουσιοκόρη και μοναχοπαίδι, και ήταν από τις ελάχιστες γυναίκες που τέλειωσε σχολαρχείο. Πολύ περήφανη για τη μόρφωση της, αλλά συνάμα και πολύ εγωίστρια, καμάρωνε για την καταγωγή της και έβλεπε τον υπόλοιπο πληθυσμό αφ υψηλού καθώς ένιωθε πως άνηκε σε ανώτερη κοινωνική τάξη.

Σεβόταν τους γονείς της και ήταν υπάκουη σε αυτούς, έτσι από μικρή έμαθε το ίδιο να τη σέβονται και να την εκτιμούν οι άλλοι, συμπεριφορές που πήγαζαν όπως πίστευε, ένεκα της ανώτερης καταγωγής της και εκ της μορφώσεως της, καθώς και της προσωπικότητας της. Ήταν καλή Χριστιανή και αγαπούσε και εφάρμοζε το νόμο του Θεού, ήταν ηθική και αγαπούσε το δίκαιο. Πίστευε πως όλες οι αρετές ήταν χαρισμένες εκ γενετής σε αυτήν.

Ήταν λοιπόν ευχαριστημένη και ευτυχισμένη αγαλλιούσε η ψυχή της γνωρίζοντας το σεβασμό που ενέπνεε.

Οι γονείς της το ίδιο περήφανοι την είχαν καμάρι και την προόριζαν να την καλοπαντρέψουν με ένα εξ ίσου από καλή οικογένεια παλικάρι. Από ενωρίς ξεκίνησαν να ετοιμάζουν την προίκα της, και όταν πλέον ήταν σε ηλικία για γάμο, τα προικιά της πλουσιοπάροχα ήταν έτοιμα να μοιραστούν στη νύφη και στον κατάλληλο ευρεθώντα γαμπρό.

Και όταν παρήλθε καιρός και η Ξενού έτοιμη πλέον για παντρειά, αυτοί σίγουροι για το τι ήθελε συμβεί, μεταξύ τους συζητούσαν ποιον γαμπρό θα επέλεγαν. 

Όμως άλλαι αι βουλαί του Θεού, και άλλαι των ανθρώπων.

Μια απρόσμενη συμφορά τους πλάκωσε και έπεσαν από τα σύννεφα, όταν τους είπε πως αγαπούσε ένα παλικάρι και ήθελε να τον παντρευτεί, και ποιος ήταν αυτός; Ένας αχαΐρευτος ομορφονιός από ξένα μέρη που από φήμες έμαθαν πως ήταν προικοθήρας, άνεργος, χαρτοπαίκτης και τυχοδιώκτης.

Χωρίς δεύτερη σκέψη την αποπήραν, και για να τη συνετίσουν, να τη τιμωρήσουν και να τη συμμορφώσουν, την κλείδωσαν στη κάμαρη της για κάμποσες μέρες.

Αυτή όμως κυριευμένη από μεγάλο έρωτα, δεν υποχωρούσε. Έμεινε μέσα κλεισμένη να κλαίει και να οδύρεται, χωρίς να τρώει ούτε να πίνει.

Και καθώς μέρες πέρασαν και αυτή έστηνε γινάτι, οι γονιοί της φοβούμενοι για την υγεία της, την αποφυλάκισαν. 

Η Ξενού αποφασισμένη να ζήσει την μεγάλη της αγάπη, αν και γνωρίζοντας τον πόνο που θα προκαλούσε, αν και γνωρίζοντας ότι με την πράξη της θα έχανε πλούτη, περιουσίες, χρήματα και θα εξέπεμπτε της κοινωνικής της θέσης για την οποία ήταν τόσο υπερήφανη, το έσκασε και πήγε να βρει τον μορφονιό της.

Στη μεγάλη πόλη όμως όπου μετοίκισε με τον αγαπημένο της, δυστυχώς πολύ λίγο καιρό πρόλαβε να ζήσει τον μεγάλο έρωτα. Ο αχαΐρευτος ομορφονιός όταν κατάλαβε πως η Ξενού δεν επρόκειτο λα λάβει κληρονομιά, άρχισε να την παραμελεί, και σιγά σιγά να απομακρύνεται από κοντά της, ώσπου μια μέρα την εγκατέλειψε και την άφησε μόνη της παρατημένη μέσα στα ξένα μέρη.

Και η δύστυχη η Ξενού με καταρρακωμένη την περηφάνια της και την αξιοπρέπεια της, έμεινε μονάχη να παλεύει για τη ζωή της, χωρίς καμιά φορά να σκεφτεί να πάει πίσω στους γονιούς τους και να ζητήσει ήμαρτον. Ο εγωϊσμός της ήταν μεγάλος και δεν επρόκειτο ποτές μα ποτές να πάει πίσω στο χωριό της και όλοι να την ιδούν πως κατάντησε και πόσο χαμηλά έπεσε.

Και έμεινε η δύστυχη με την καρδιά ραγισμένη να ξενοδουλεύει για ένα μεροκάματο, για ένα κομμάτι ψωμί.

Μα ο καιρός όσο περνούσε, η αγάπη της μετατρεπόταν σε μίσος. Και το μίσος μετατράπηκε σε μεγάλη έχθρα και επιθυμία για εκδίκηση. Της έγινε έμμονη ιδέα, ήθελε να τον βλάψει. Κουρασμένη τα βράδια στο κρεββάτι, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, κατέστρωνε σχέδια με τη φαντασία της πως να τον βλάψει, πως να κορέσει η καρδιά της εκδίκηση, πως να χορτάσει το ανείπωτο μίσος που κυριάρχησε στο είναι της και της έγινε έμμονη ιδέα. Ήταν αποφασισμένη να γίνει φόνισσα, έπρεπε οπωσδήποτε να τον τιμωρήσει. 

Και όσο ο καιρός περνούσε, και ενώ συνέχεια η απόφαση της ενισχυόταν τι πλέον να κάμει, μια μέρα έμαθε πως τον σκότωσαν άλλοι, εγκληματίες τοκογλύφοι που τους χρωστούσε.

Ο θυμός της ήταν μεγάλος γιατί τον σκότωσαν άλλοι και όχι η αυτή, έτσι αλαφιασμένη πήρε τις στράτες και μονολογούσε για την αδικία των ανθρώπων που δεν άφησαν την ίδια να το κάμει. Περπατούσε και μονολογούσε και η ψυχή της ήταν σε αναβρασμό και το μυαλό της ήθελε να κάμει έκρηξη και να σπάσει το κρανίο της. 

Στη κηδεία οι παρευρισκόμενοι είδαν μια τρελή να στέκει πάνω στο μνήμα με το φέρετρο μέσα, να φτύνει και να καταριέται τον νεκρό. Την απομάκρυναν με το ζόρι, και αυτή σκυφτή έφυγε πιότερο αποτρελαμένη.

Όμως η ψυχή της δεν θα ησύχαζε, ήταν αποφασισμένη να τον τιμωρήσει έστω και μετα θάνατον.

Έτσι μια νύχτα σκοτεινή, ξαφνικά ξύπνησε από τον ύπνο της και χαρούμενη παραλαλούσε πως βρήκε τον τρόπο να εκδικηθεί. 

Την άλλη μέρα την βρήκαν κρεμασμένη σε ένα χοντρό κλαδί μιας συκαμινιάς. Και πάνω στο σκαμνί που είχε ανέβει για να κρεμαστεί, βρήκαν ένα σημείωμα.

«Σκοτώνομαι για να πάω στον άλλο κόσμο να βρω την αχρεία ψυχή του και να την τιμωρήσω».

Την άλλη μέρα οι εφημερίδες έγραψαν ότι σάλεψε το μυαλό της με την εμμονή που είχε για εκδίκηση, έτσι που πίστεψε πως με αυτό τον τρόπο θα απέδιδε τη δική της δικαιοσύνη.

Ο ΚΟΥΤΣΟΣ

Ο Ευστάθιος από τα δεκαοχτώ του χρόνια εντάχθηκε στις τάξεις της ΕΟΚΑ για να πολεμήσει τους Βρεττανούς αποικιοκράτες που καταδυνάστευαν τον Κυπριακό λαό. Ήταν ένας ωραίος νέος που αγαπούσε πολύ μια όμορφη κοπελιά, αλλά πιότερο αγαπούσε την πατρίδα του, έτσι χωρίς να υπολογίζει την αγάπη που της είχε καθώς και την ίδια τη ζωή του, ανακατώθηκε με τους άλλους αγωνιστές και έλαβε μέρος σε πολλές ενέδρες και σαμποτάζ εναντίον του εχθρού. Όμως σαν πολύ νέος, οι συναγωνιστές του του ανέθεταν κυρίως τη μεταφορά και απόκρυψη όπλων και πυρομαχικών.

Μια φορά μετέφερε ένα σακούλι με καψούλια, αλλά καθώς στο δρόμο για την παράδοση περνούσε από το σπίτι των γονιών του, εισήλθε να πει μια καλημέρα στη μάνα του.

Η μάνα του είχε σούπα τραχανά στη φωτιά και μαγείρευε.

-Καλώς το γιόκα μου, ήρθες την κατάλληλη ώρα να φας σούπα τραχανά που σου αρέσει,

του είπε, και ο Ευστάθιος που πολύ την ορεγόταν, κάθισε στο τραπέζι και περίμενε.

Ξαφνικά από την ανοιχτή πόρτα μπούκαραν Εγγλέζοι στρατιώτες και χωρίς να δώσουν λόγο, άρχισαν να ερευνούν εξονυχιστικά το σπίτι.

Η καρδιά του Ευστάθιου χτύπησε με αγωνία, ήταν σίγουρος πως θα συνελάμβαναν και αυτόν και την μητέρα του. Το πρόσωπο του ωχρίασε σε αυτή τη σκέψη και ακίνητος σαν άγαλμα περίμενε το μοιραίο.

Οι στρατιώτες μπήκαν στα άλλα δωμάτια να ψάξουν, εξόν από ένα ψηλό ξανθό κοκκινοτρίχη που έμεινε στη κάμαρη και άρχισε να ψάχνει πολύ προσεχτικά.

Κοίταξε εδώ, κοίταξε εκεί, και τέλος πήρε τη σακούλα και την άνοιξε. Κοίταξε μέσα, ύστερα κοίταξε τον Ευστάθιο και του έκλεισε το μάτι. Ύστερα πήρε τη σακούλα και την άδειασε στη κατσαρόλα με τη σούπα.

Μετά που βγήκαν οι άλλοι, τον ρώτησαν αν βρήκε κάτι ύποπτο, και αυτός τους απάντησε αρνητικά.

Έτσι έφυγαν άπραχτοι, και ο Ευστάθιος δοξάζοντας το καλό Θεό για την απρόσμενη βοήθεια, ανάπνευσε ανακουφισμένος. Ήξερε πως γλύτωσαν από του χάρου τα δόντια. 

Πέρασαν μέρες, αλλά τον Ευστάθιο τον έτρωγε η περιέργεια γιατί ο στρατιώτης τον βοήθησε. Ήθελε πάση θυσία να μάθει το γιατί. Σκεφτόταν διάφορες εικασίες, αλλά δεν έμενε ευχαριστημένος, ήθελε να γνωρίσει την πραγματική αλήθεια.

Ώσπου μια μέρα τον συνάντησε μόνο του, και τον πλησίασε. Με τα λίγα Εγγλέζικα που γνώριζε, τον χαιρέτησε και στα ίσια τον ρώτησε γιατί.

Ο Εγγλέζος του απάντησε πως απλά ήταν Ιρλανδός, και εκεί στη χώρα του, οι Εγγλέζοι τους καταπίεζαν το ίδιο, οπότε σαν Ιρλανδός πατριώτης συμμεριζόταν τον αγώνα των Κυπρίων και ότι έκαμε το έκαμε εκ καθήκοντος προς ένα Κύπριο συμπατριώτη. 

Ευχαριστημένος από την εξήγηση, μια μέρα στο καφενείο είπε το περιστατικό σε κάποιους φίλους του που τους νόμιζε πατριώτες, και τους εμπιστευόταν.

Όμως δυστυχώς, ένας ήταν σπιούνος και καταδότης του εχθρού, και τους ομολόγησε το περιστατικό. ΄Ετσι μια μαύρη μέρα, οι Εγγλέζοι τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στα κρατητήρια. Πρώτα τον βασάνισαν και ύστερα τον δίκασαν. Τον καταδίκασαν και τον φυλάκισαν για έναν χρόνο και οκτώ μήνες.

Όταν αποφυλακίστηκε ήρθε πίσω στο χωριό, αλλά δεν ήταν όπως πριν. Ήταν σακατεμένος από το πολύ ξύλο που έφαγε, και ο ίδιος διηγόταν,

-Είναι αδύνατο να περιγράψω τα βασανιστήρια. Όσο και να προσπαθήσω είναι αδύνατο να τα καταλάβει κάποιος. Έβαζαν καλώδια στα πόδια και τα χέρια μου και ύστερα μου έκαναν ηλεκτροσόκ. Δεν μπορείς να διατηρήσεις τις αισθήσεις σου ούτε ένα λεπτό. Δεν σταμάταγαν όμως οι βασανιστές εκεί, έπειτα μου έριχναν νερό και μου ξανακάναν ηλεκτροσόκ και με χτυπούσαν στα πόδια και στο σώμα με μια κοντή τετράγωνη χοντρή βέργα. Στα πόδια μου έχουν φράξει οι φλέβες και τα δάκτυλα μου έμειναν παράλυτα. Οι πληγές μου με τον καιρό επουλώθηκαν, δυστυχώς όμως δεν αποθεραπεύτηκα. Από τότες δεν έχω δύναμη στα πόδια και κουτσαίνω.

Οι χωριανοί τον υποδέχτηκαν σαν ήρωα, και η όμορφη κοπελιά που ακόμα τον αγαπούσε, έστω και κουτσό, τον παντρεύτηκε. Έκαναν ένα παιδί, και περνούσαν όμορφα και καλά.

Όλοι τον φώναζαν «ο κουτσός», αλλά δεν τον πείραζε και το είχε περηφάνια και τιμή γιατί ότι έπαθε, το έπαθε για χάριν της πατρίδας. 

Το παιδί μεγάλωσε, πήγε σχολείο, και κάποια παιδιά τον πείραζαν γιατί είχε πατέρα κουτσό, και αυτός ντρεπόταν. Σιγά με τον καιρό του έγινε μανία και ένιωθε προσβεβλημένος, έτσι απέφευγε όσο μπορούσε να περπατά με τον πατέρα του. Και όταν μεγάλωσε ήταν τόση η ντροπή του, που έφυγε από το χωριό και δεν ξαναγύρισε γιατί δεν ήθελε να τον φωνάζουν ο γιος του κουτσού.

Ο δυστυχισμένος πατέρας που ένιωσε τον πόνο του παιδιού του, έμεινε μαραζωμένος χωρίς να τον ενοχλεί, αλλά το παράπονο του ήταν μεγάλο, και καταριόταν τη στιγμή που ανακατώθηκε με την ΕΟΚΑ και έτσι έχασε το παιδί του.

Η στεναχώρια τον κατέτρωγε και από το μαράζι γέρασε και γρήγορα πέθανε. 

Στο καιρό που πέρασε, ο γιός παντρεύτηκε και έκανε ένα παιδί. Ήταν ένα αξιαγάπητο και αξιολάτρευτο μωρό που πολύ το αγάπησε, και έγινε ολόκληρη η ζωή του. Τέτοιο μωρό σίγουρα κανένας άλλος δεν είχε, σκεφτόταν, και ευχαριστούσε το Θεό για ότι του του είχε δώσει. 

Όμως άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου, ίσως σαν δίκαιη τιμωρία, όταν ήρθε ο καιρός και το μωρό περπάτησε, ήταν κουτσό.

Ο πατέρας απελπισμένος το πήρε σε όλους τους γιατρούς, αλλά αυτοί του εξήγησαν πως θεραπεία δεν υπήρχε.

Και έμεινε ο καημένος πατέρας να μαραζώνει και να θλίβεται.

Έμεινε δυστυχισμένος για όλη του τη ζωή, αλλά καμιά φορά δεν ρώτησε το Θεό γιατί αυτή η αδικία. Ήξερε πως ήταν μια δίκαιη τιμωρία που έστρεψε ο Θεός εναντίον του για τη δική του συμπεριφορά απέναντι στο δικό του πατέρα.

Υπάρχει ένας θρύλος για το Θεό

Είναι μια μορφή,  ένας γέρος, ένας άντρας, ο οποιοσδήποτε που κάθεται σ’ ένα παγκάκι δίπλα μας, οπουδήποτε, και τότε απρόβλεπτα του παρουσιάζεται η μοίρα του. Συμβαίνει μια συνάντηση, και εκεί ίσως κρίνονται όλα. Μια ευκαιρία ζωής που κάθε άνθρωπος αποζητά, και αμέσως όλα εξαρτώνται από τη συμπεριφορά του καθενός. Για καλή τύχη ή για ατυχία.

Είναι ο αγαθός Θεός που θέλοντας να βοηθήσει τους ανθρώπους παρουσιάζεται στον καθένα μας έστω και μια φορά σε όλη τη ζωή μας με άλλη μορφή, θέλοντας να δοκιμάσει τα αισθήματα και τη ψυχή μας δίνοντας μια ευκαιρία που μόνο από εμάς εξαρτάται αν θα την αδράξουμε ή αν θα την αφήσουμε να μας προσπεράσει.

Όλα εξαρτώνται πως θα αντιδράσουμε στη τυχαία συνάντηση, τι θα κάνουμε, τι θα πούμε. 

Ζούσε σε μια μικρή πόλη ένα άνδρας και είχε όνειρο ζωής, επιθυμία και μοναδικό σκοπό τρία πράγματα. Να βρει μια καλοπληρωμένη δουλειά, να παντρευτεί μια πολύ όμορφη γυναίκα, και να γίνει διάσημο πρόσωπο στη κοινωνία.

Έτσι λοιπόν με στόχο αυτά, κατ αρχάς προσπάθησε μέσω συνεντεύξεων να βρει την κατάλληλη εργασία που επιθυμούσε.

Σε μια συνέντευξη που τον κάλεσαν για μια πολύ καλή δουλειά, στο δρόμο που πήγαινε συνάντησε στο δρόμο στο έδαφος πεσμένο έναν άνθρωπο που έδειχνε ανήμπορος. Πολύ τον λυπήθηκε, αλλά βιαστικός καθώς ήταν, δεν έσκυψε να τον βοηθήσει. Μόνο τον προσπέρασε βιαστικός θέλοντας να φανεί συνεπής στο ραντεβού του. Ευχόμενος να βρεθεί κάποιος άλλος καλός άνθρωπος να τον βοηθήσει, πήγε με συνέπεια στην ώρα του στο ραντεβού, αλλά δυστυχώς αν και κατά τη γνώμη του πήγε καλά η συνέντευξη, δεν προσελήφθηκε. 

Μια άλλη φορά, μια όμορφη καλοκαιρινή νύχτα, ενώ  σεργιάνιζε στους δρόμους της πόλης, συνάντησε ένα μικρό περιπλανώμενο θίασο που έδινε παράσταση. Σταμάτησε και παρακολούθησε για ώρα τους ηθοποιούς να παίζουν το έργο.

Όταν η παράσταση τέλειωσε και κίνησε να φύγει, ένιωσε ένα άγγιγμα στον ώμο. Γύρισε και αντίκρυσε μια ηθοποιό του θιάσου που φορούσε μάσκα και θέλοντας κουβέντα μαζί του, τον ρώτησε αν του άρεσε η παράσταση. Όμως αυτός νομίζοντας πως ήθελε να της δώσει χρήματα για την παράσταση, γύρισε χωρίς να πει τίποτα χωρίς να χαμογελάσει, ακόμα και χωρίς να την κοιτάξει στα μάτια και έφυγε. 

Μια βροχερή νύχτα στο γυρισμό για το σπίτι του πολύ κουρασμένος, άκουσε μια μουγκή κραυγή. Ήταν μια γυναίκα που καθόταν μες τη βροχή σε ένα παγκάκι και έκλαιγε. Μόλις τον αντίκρυσε του φώναξε καθώς ήθελε λίγη κουβέντα, να πει τον πόνο της γιατί ήταν πολύ λυπημένη και στεναχωρημένη και ήθελε μια παρηγοριά, ήθελε να βγάλει τον πόνο της έξω. Όμως αυτός μη θέλοντας να στέκει στο κρύο, και βιαστικός να μπει στη θαλπωρή του σπιτιού του την προσπέρασε και συνέχισε το δρόμο του. 

Τα χρόνια πέρασαν, και η ζωή του τέλειωσε και γέρος πλέον χωρίς να πραγματοποιήσει τα όνειρα του, απεβίωσε εις Κύριον. Πέθανε μόνος του και καθώς δεν ήταν κακός άνθρωπος, πήγε στον Παράδεισο. Στη πύλη του Παραδείσου, έπιασε κουβέντα με τον Άγιο Πέτρο, και στη φιλία τους επάνω που δημιουργήθηκε, εξέφρασε το παράπονο, γιατί η ζωή του εξελίχθηκε άθλια, χωρίς να πραγματοποιηθεί κανένα από τα λιγοστά του όνειρα. Και ερώτησε γιατί ο καλός Θεός δεν τον βοήθησε.

Τότε η φωνή του Θεού ακούστηκε προς απάντηση του να λέει,

-άνθρωπε μου, εγώ προσπάθησα να σε βοηθήσω, αλλά εσύ δεν άπλωσες το χέρι σου να αδράξεις τη βοήθεια μου.

-Μα πως με βοήθησες και εγώ αρνήθηκα; Ποτές μου δεν κατάλαβα κάτι τέτοιο, εξήγησε μου σε παρακαλώ.

Και του απάντησε ο καλός Θεός και του εξήγησε ότι τη βοήθεια που δίνει στους ανθρώπους, δεν την δίνει άμεσα, αλλά έμμεσα ως μορφή δοκιμασίας ώστε να φανεί ο εσωτερικός τους εαυτός, και η πραγματική τους φύση. Και μόνο από αυτούς εξαρτάται η επιβράβευση τους ή όχι, ανάλογα πως θα αντιδράσουν.

Και του είπε πως,

Όταν πήγε σε συνέντευξη για την εργασία που επιθυμούσε, ο αβοήθητος άνθρωπος που συνάντησε στο δρόμο του και χρειαζόταν ένα χέρι, ήταν ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας που θα τον προσλάμβανε.

Όταν στο δρόμο συνάντησε ένα θίασο και μια ηθοποιός τον έπιασε κουβέντα, ήταν μια πανέμορφη γυναίκα που τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και αν αυτός έμενε να την ακούσει, θα εξελισσόταν ένα ειδύλλιο με ευτυχισμένο μέλλον.

Όταν σε ένα παγκάκι μια βροχερή νύχτα συνάντησε μια θλιμμένη γυναίκα που ήθελε παρηγοριά και μια καλή κουβέντα, αυτή ήταν μια διάσημη συγγραφέας που θα την ενέπνεε κα θα τον ανέφερνε σε ένα μυθιστόρημα της ως κεντρικό ήρωα και θα γινόταν παγκόσμια διάσημος. 

Υ.Γ.

Όταν αφουγκραζόμαστε γύρω μας τον κόσμο, θα μας δοθούν ευκαιρίες, και για να τις αδράξουμε πρέπει πρώτα οι ίδιοι όχι μόνο να θέλουμε, αλλά και να προσφέρουμε.

Ο ΚΛΕΦΤΗΣ

Ο Ττοουλής ήταν ένας αθκιασερός τεμπέλης που την άραζε στο καφενείο όλη μέρα, και έκανε τράκα καφέδες και τσιγάρα. Καλόπιανε τους χωριανούς με κομπλιμέντα και γαλουφίες, και καθώς ήταν έξυπνος και αστείος, ο χωριανοί τον συμπαθούσαν και τον κερνούσαν.

Έναν καιρό λοιπόν, για λίγο καιρό, λίγες μέρες, τόσο κράτησε η πρωτοφανής κατάσταση, ο Ττοουλήςς καθισμένος στο καφενείο, όποιος έμπαινε μέσα τον κερνούσε καφέ.
-Φέρε ένα καφέ στο φίλο μου,

Έλεγε στον καφετζή.

Όλοι έκπληκτοι, τον ρωτούσαν πώς στα ξαφνικά απόχτησε χρήματα. Και αυτός τους απαντούσε πώς του τα έστειλε ένας θειός του από την Αυστραλία.
Οι χωριανοί του έδωσαν συχαρίκια και τον επαίνεσαν γιατί τώρα που είχε χρήματα ήταν ανοιχτοχέρης.

Πέρασαν λίγες μέρες και ο παπάς διαπίστωσε πώς οι εισπράξεις στο παγκάρι κάθε Κυριακή ήταν μειωμένες από άλλες φορές. Τις πρώτες φορές σκέφτηκε πως ήταν τυχαίο, αλλά πονηρός σαν παπάς που ήταν, δεν άφησε το ζήτημα χωρίς να το ψάξει. Την εκκλησία μετά από κάθε λειτουργία ή εσπερινό την κλείδωνε ο ίδιος, ώστε μάλλον δεν μπορούσε κλέφτης να μπει μέσα. Όμως από την άλλη ήξερε πως οι χωριανοί έριχναν χρήματα στο παγκάρι με την καρδιά τους, ώστε δεν δικαιολογείτο η συνεχιζόμενη μείωση του τζίρου.

Έψαξε το ζήτημα επισταμένα ελέγχοντας πόρτες και παράθυρα και ανακάλυψε πως μετά τη λειτουργία της Κυριακής κάποιος κατέβαζε το χερούλι ενός παραθύρου.
Συμπέρανε λοιπόν πως το έκανε κάποιος επιτήδειος κλέφτης ώστε τη νύχτα έμπαινε μέσα και αφού έπαιρνε κάποια χρήματα, όχι όλα για να μην κινήσει υποψίες, έφευγε κλείνοντας το ώστε σε κανενός το μυαλό να μην περάσει υποψία.

Έτσι κατά τη πρωινή λειτουργία παρακολούθησε ποιοι ήταν κοντά στα παραθύρια, και όταν όλοι έφυγαν από την εκκλησία, τα έλεγξε όλα. Βρήκε ένα παραθύρι με το χερούλι κατεβασμένο, και αμέσως κατάλαβε ποιος ήταν ο δράστης.
Αποφάσισε να του δώσει ένα μάθημα. Σαν ιερέας δεν ήθελε να τον καταδώσει, απλά να τον τιμωρήσει ώστε να σταματήσει την ανίερη πράξη της κλοπής των ιερών χρημάτων από το παγκάρι.

Ο Ττοουλής ήταν φτωχός και άνεργος καθώς βαριόταν να δουλεύει, και πίστευε πως αν έπαιρνε λίγα χρήματα από το παγκάρι δεν θα έλειπαν από την εκκλησία καθώς όλοι γνώριζαν την τεράστια οικονομική ευρωστία που είχε η Αυτοκέφαλος εκκλησία της Κύπρου από έσοδα ιδιόκτητων ξενοδοχείων και επιχειρήσεων. Εξ άλλου δεν σήκωνε όλα τα χρήματα, αλλά ένα μικρό μέρος απλά για να κερνά καφέδες στους φίλους του. Ήταν σίγουρος πως ο Θεός δεν θα θύμωνε μαζί του καθώς ήταν φιλεύσπλαχνος και ήταν ελεήμων στους φτωχούς. Έτσι με ελαφρά τη συνείδηση έμπαινε κάποια βράδια στην εκκλησία και έπαιρνε μερικά νομίσματα από το παγκάρι.

Όμως η κακή τύχη του έλαχε στη κοινότητα να υπηρετεί ένας πονηρός ιερέας που τον πήρε χαμπάρι. Έτσι μια κακή βραδιά για λόγου του, μια Κυριακή μεσάνυχτα την ώρα που ξαμώθηκε να πάρει λεφτά από το παγκάρι, σαν κεραυνοί ακούστηκαν μέσα στην εκκλησία κρότοι και θόρυβοι δυνατοί και συνεχείς, όπως να ξεκίνησε μια δυνατή καταιγίδα εντός του ναού με τους κεραυνούς να πέφτουν με αχούς στριγκούς και πολλή φασαρία.

Η αναπνοή του κόπηκε και το μυαλό του μούδιασε. Χωρίς βούληση να το βάλει στα πόδια, έμεινε ακίνητος και χασκιασένος με βλέμμα απλανές σαν ένα άγαλμα μη μπορώντας ούτε τα βλέφαρα να ανοιγοκλείσει. Πίστεψε πως τελικά ο Θεός δεν ήταν ελεήμων με τους κλέφτες, αλλά ως ευεργέτης της δίκαιης και αληθινής ζωής, ήταν επίσης τιμωρός των άδικων πράξεων και ενεργειών. Έτσι σίγουρος πως έστειλε κάποιο τιμωρό Αρχάγγελο για να τον τιμωρήσει, έμεινε χασκιασμένος να περιμένει την δίκαια Θεϊκή τιμωρία.

Ο παπάς που ήταν κρυμμένος και χτύπησε τους σκάμνους για να τον ξιππάσει και να τον τιμωρήσει κάνοντας τον να φοβηθεί ώστε τοιουτοτρόπως να σταματήσει την αποτρόπαια πράξη του κλέβειν εκκλησία, όταν βλέποντας τον σαν στήλη άλατος να μένει μια σκιά στο μισοσκόταδο, σκέφτηκε πως ίσως από τον τρόμο που πήρε, είχε ξιππαστεί πέραν του δέοντος. Άναψε μια λαμπάδα και τον πλησίασε. Πράγματι είδε το πρόσωπο του σοκαρισμένο και παραμορφωμένο από την το φόβο. Τον λυπήθηκε και του είπε να συνέλθει, και πως δεν θα τον κατέδιδε, απλά του έδωσε ένα μάθημα, και πως έπρεπε να μετανοήσει και αυτός θα τον συγχωρούσε.

Όμως ο άμοιρος Ττοουλής έμενε ακίνητος σοκαρισμένος και χασκιασμένος μη αντιδρώντας στις παραινέσεις του παπά, έτσι ο παπάς για ώρα του μιλούσε ήρεμα παροτρύνοντας τον να συνέλθει και να πάει να κοιμηθεί και όλα θα ήταν καλά όπως πριν.

Στις μέρες που ακολούθησαν, οι χωριανοί αναρωτιούνταν τί απόγινε ο Ττοουλής και χάθηκε από προσώπου γης. Δεν ξαναφάνηκε στον καφενέ, ούτε κανείς τον έβλεπε να κυκλοφορεί. Όταν τον επισκέφτηκαν στο σπίτι του για να ιδούν μήπως είχε αρρωστήσει, συνάντησαν έναν άλλο Ττοουλή, που δεν μιλούσε, που έδειχνε χασκιασμένος, ένα ήσυχο ανθρωπάκι χωρίς βούληση, που δεν έλεγε πλέον αστεία, ούτε εξυπνάδες.

Τι να είχε πάθει, αναρωτήθηκαν.

Όμως μόνο ο παπάς ήξερε. Πολύ στεναχωρημένος για το κακό που προκάλεσε, και χωρίς να ομολογήσει στους χωριανούς το συμβάν για να μην τον εκθέσει ως κλέφτη, από εκείνο τον καιρό τον επισκεπτόταν ταχτικά και του έδινε κουράγιο, και με συμβουλές και καλά λόγια προσπαθούσε να τον συνεφέρει. Έπαιρνε επίσης ο ίδιος χρήματα από το παγκάρι και του ψώνιζε τα προς το ζειν, καθώς και για χαρτζιλίκι.

Όταν μετά από μέρες ο Ττουλής συνήλθε, δεν άφησε τον παπά να το καταλάβει. Σκέφτηκε πως όπως αυτός τον τιμώρησε, έτσι τώρα και αυτός θα τον τιμωρούσε, αφήνοντας τον στην άγνοια και βουτηγμένο στις τύψεις, έτσι που τα χρήματα από το παγκάρι να του τα φέρνει ο ίδιος ευλογημένα, χωρίς να χρειάζεται να τα κλέβει.

ΤΟ ΡΙΖΑΡΙ ΣΤΟ ΠΗΛΟ

Η ελπίδα της Ανάστασης συντηρεί και τρέφει τους χριστιανούς. Ο Θεός τρεις μέρες έμεινε στον Κάτω Κόσμο, αλλά νίκησε και συνέτριψε το θάνατο. Και εμείς εις ανάμνηση, κάθε Πάσχα βάφουμε τα αυγά κόκκινα για να ενθυμούμαστε το μέγα γεγονός.

Ο Κοκκινολαίμης είναι ένα πτηνό που ευκολότερα το ακούμε παρά το βλέπουμε. Η ονοματολογία του προέρχεται από το χαρακτηριστικό χρώμα του λαιμού του και του στήθους του. Είναι από τα λίγα είδη που κελαηδούνμτον χειμώνα και έχει μελωδικό και μελαγχολικό κελάηδημα. Στην Κύπρο είναι χειμερινός επισκέπτης από τον Οκτώβρη μέχρι τον Μάρτη, όμως σε ένα τόπο στον Πηλό της Χλώρακας, παλιά ενδημούσε ολοχρονίς

Ο θρύλος λέει ότι, όταν ο Ιησούς πέθαινε στο σταυρό, ο κοκκινολαίμης που τότε είχε καφέ χρώμα, πέταξε προς το μέρος του και τραγούδησε στο αυτί του για να τον παρηγορήσει στον πόνο του. Το αίμα από τις πληγές του Ιησού χρωμάτισαν το στήθος του πουλιού, και από τότε όλοι οι κοκκινολαίμηδες πήραν το σημάδι του αίματος του Χριστού επάνω τους. Ιστορίες που διηγούνται οι πρωτινοί, θέλουν τους κοκκινολαίμηδες να έρχονται από τον Γολγοθά με τη βοήθεια των νότιων ανέμων και να ενδημούν για πάντα στο κόλπο του Πηλού. Από τότε το χώμα στο τόπο αυτό βάφτηκε κόκκινο και ως μέχρι πρόσφατα που ξεχερσώθηκε από τους επιχειρηματίες γης, υπήρχε εκεί για να θυμίζει το θρύλο.

Ο Πηλός είναι ένας κολπίσκος στη θάλασσα της Χλώρακας, που όμως καθώς γεωγραφικά είναι ανοιχτός προς τη μεριά της Ελλάδας όπου βγαίνουν μεγάλες τρικυμίες, τα κύματα θεόρατα εισέρχονται εντός και με δύναμη σπάζουν και κατατρώγουν τη στεριά.

Η ακτή στο μέρος είναι κυρίως χωμάτινη και όταν τα κύματα βγαίνουν έξω, αλλά και καθώς όταν με δυνατή βροχή τα χώματα κατεβαίνουν με τους χειμάρρους και σμίγουν με τη θάλασσα, η ακτή γίνεται θολή και λασπώδης, γίνεται πηλός, έτσι οι παλαιοί κάτοικοι ονομάτισαν τον τόπο Πηλό.

Στα πολλά χρόνια αυτής της φυσικής διεργασίας στη περισσότερη ακτή τα χώματα χάθηκαν, και ένας ψηλός γκρεμός σχηματίστηκε και έμεινε να στέκει ψηλός με τις σχισμάδες στα τοιχώματα γεμάτες άγρια βλάστηση και με δένδρα βλαστημένα οριζόντια που έγερναν προς τη θάλασσα σχηματίζοντας ένα παράξενο και απόκοσμο τοπίο που φάνταζε φοβικό και μυστηριώδες. Από τη βάση του γκρεμού μέχρι μέσα στη θάλασσα ήταν σπαρμένα μεγάλα βράχια ριγμένα το ένα πάνω στο άλλο κατάμαυρα από την τριβή τους με τα άγρια κύματα, που σχημάτιζαν δύσκολους δρόμους, που όμως δεν εμπόδιζαν τους ανθρώπους να τους χρησιμοποιούν.

Ήταν μονοπάτια δύσκολα και επικίνδυνα που οδηγούσαν στη νότια πλευρά του κόλπου όπου υπήρχε πυκνή βλάστημένη χλωρίδα.

Καλαμιώνες, βάτα και άλλα είδη βλάσταιναν πάνω σε κατακόκκινο χώμα που δεν μπόρεσαν τα κύματα και η διάβρωσή να παρασύρουν στη θάλασσα. Ήταν το χώμα εκείνο το ποτισμένο με το αίμα του Χριστού που έφεραν μαζί τους τα κόκκινα πουλιά, οι κοκκινολαίμηδες.

Και μέσα σε αυτό το χώμα βλάσταιναν αλιζάρια κάτι τεράστιοι θάμνοι που είχαν κόκκινες ρίζες. Και κάθε Πάσχα την Μεγάλη Τετάρτη, τα μικρά παιδιά διάβαιναν τα δύσκολα μονοπάτια στο κόλπο του Πηλού, και πήγαιναν να σκάψουν στο κόκκινο χώμα να μαζέψουν ρίζες ώστε καθώς απαιτούσε το έθιμο τη Μεγάλη Πέμπτη μετά την εκκλησία οι μανάδες τους και οι γιαγιάδες τους έβαφαν κόκκινα Πασχαλινά αυγά.

Μια φορά, ο τρελός του χωριού πήγε εκεί να μαζέψει ριζάρι. Ήταν στην άκρη του γκρεμού και έσκαφτε το χώμα να βγάλει τις ρίζες. Ανακάλυψε κάτι χοντρές, και τρυφερές, και ευχαριστημένος σκέφτηκε πως η μάνα του θα του έλεγε μπράβο.

Ξαφνικά όμως από το θάμνο πετάχτηκε ένα απαίσιο φίδι κίτρινο και φαρμακερό έτοιμο να του ορμήξει καθώς το είχε ενοχλήσει από τη φωλαιά του. Φοβισμένος και ξιπασμένος, έγειρε να το αποφύγει, και με τη κίνηση, έπεσε στο γκρεμό. Όμως τα αντανακλαστικά του ήταν καλά, και πιάστηκε από τα κλαδιά ενός θάμνου ο οποίος γέρνοντας μαζί του τον συγκράτησε και έπεσε με λιγότερη ορμή πάνω στα άγρια βράχια που ήταν από κάτω. Πληγωμένος και πονεμένος, είδε το αίμα του να ρέει κατακόκκινο από το σώμα του που είχε σκιστεί και γδαρτεί από τη πτώση.

Και ο τρελός αντί να στεναχωρηθεί για τα πάθη του, περισσότερο στεναχωρήθηκε που δεν θα μάζευε τις παχουλές κατακόκκινες ρίζες του ριζαριού και δεν θα είχε τον έπαινο της μάνας του.

H διαδικασία για το βάψιμο ήταν απλή. Κοπάνιζαν τις ρίζες του ριζαριού σε χτοσιέρι. Και τις έβραζαν σε νερό για 10 λεπτά και στη συνέχεια το άφηναν να κάτσει για 2-3 ώρες ή και όλη τη νύχτα. Το πρωί το σούρωναν και κατόπιν πρόσθεταν μέσα τα αυγά και τα έβραζαν για 15 λεπτά προσθέτοντας μισό ποτήρι του κρασιού ξύδι και νερό ίσα που τα έχωνε. 

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ

Έναν καιρό στη παλιά πόλη στο Κτήμα, ζούσε ένας τεμπέλης κατεργάρης ομορφονιός, που επειδή βαριόταν να δουλέψει, έκαμε μια παντρεμένη μεγάλη σε ηλικία γυναίκα φιλενάδα, η οποία του έδινε χαρτζιλίκι. Ο άντρας της ήταν μεγαλέμπορος και σε τακτικά διαστήματα έφευγε για ταξίδια σε άλλες πόλεις όπου και διανυκτέρευε. Τότε εύρισκε ευκαιρία ο μορφονιός και μέσα στη νύχτα κρυφά,επισκεπτόταν τη φιλενάδα του.

Μια φορά όμως κατά κακή του τύχη ο άντρας της επέστρεψε ενωρίς. Ευρισκόμενοι στη κρεβατοκάμαρα και ακούοντας το κλειδί στη πόρτα και μη έχοντας χρόνο διαφυγής, ο νους του κατεργάρη μορφονιού, πήρε αμέσως στροφές και σκαρφίστηκε ένα έξυπνο τρόπο να γλυτώσει. Πήρε λοιπόν το άσπρο σεντόνι από το κρεββάτι και το σκουλήστηκε, και μέσα στο μισοσκόταδο άπλωσε τα χέρια σαν φάντασμα και προχώρησε να φύγει. Πέρασε μπροστά από τον νοικοκύρη με θράσος, και με αργό βήμα άνοιξε το παράθυρο, το δρασκέλισε και γίνηκε καπνός.

Ο έμπορος δεν φαντάστηκε τίποτα πονηρό, παρα μόνο πίστεψε πως είδε αληθινό φάντασμα. Πήρε μεγάλο τρόμο, και από εκείνη την ημέρα πίστεψε πως στο σπίτι του κατοικούσαν φαντάσματα. Με τη γυναίκα του γύρεψαν παπάδες και μάγους να εξορκίσουν το σπίτι, όμως δυστυχώς το φάντασμα δεν έφευγε και η γυναίκα του όταν αυτός έλειπε σε κάποιο ταξίδι φοβόταν πολύ καθώς του έλεγε ότι κάποιες φορές το είχε ξαναδεί να σεριανίζει στο σπίτι. 

Έβγαλε λοιπόν ο καημένος επικήρυξη και έταξε δέκα λίρες σε όποιον θα μπορούσε να διώξει το φάντασμα από το σπίτι του.

Ο Κκόλας κάθε πρωί πριν ο ήλιος ανατείλει, πήγαινε περπατητός με το γαϊδούρι του φορτωμένο οπωρικά στο παζάρι να τα πουλήσει. Όταν ξημέρωνε καλά και ήταν ώρα να σχολάσει, πρίν καβαλικέψει το γαϊδουρι για την επιστροφή, του άρεσε να αράζει λίγη ώρα στο καφενείο της Συκαμηνιάς όπου απολάμβανε τον καφέ του και τη θέα που απλωνόταν ως τη θάλασσα. Εκεί όλη την ημέρα επίσης, την έβγαζε αραχτός και ο αργόσχολος ομορφωνιός που μαζί με τα άλλα του ελαττώματα, ήταν πολυλογάς και καυχησιάρης. Έτσι μια μέρα καυχήθηκε τα κατορθώματα του στο Κκόλα.

Ο Κκόλας την άλλη μέρα διηγήθηκε την ιστορία σε ένα κοψονούρη φίλο του αλετράρη, ο οποίος αμέσως του λέγει,

-Άκου φίλε, αυτό που κάνει δεν είναι σωστό, γι’ αυτό άκου τί να κάμουμε.

Ο Κκόλας τον άκουσε με προσοχή, και αμέσως σκέφτηκε πως ήταν ένα καλό σχέδιο.

Επήγαν στον έμπορο και του υποσχέθησαν πως έχουν τον τρόπο να διώξουν το φάντασμα δια παντός καθώς έχουν φίλο ένα σπουδαίο εξορκιστή. Ο έμπορος δέχτηκε, αφού ήθελε διακαώς να φύγει το φάντασμα και να μην φοβάται η γυναίκα του. Συμφώνησαν να τους δώσει προκαταβολικά τη μισή αμοιβή, και όταν παρέλθει καιρός χωρίς το φάντασμα να ξαναεμφανιστεί, να τους εξοφλήσει το υπόλοιπο ποσό. 

Όταν μια μέρα έφυγε ο έμπορος για ταξίδι και ο μορφονιός εξομολογήθηκε στο Κκόλα πως θα επισκεπτόταν τη νύχτα την παστρική, οι δυο φίλοι έβαλαν εμπρός το σχέδιο τους.

Στην αυλή του σπιτιού ο έμπορος είχε μια αποθήκη γεμάτη εμπορεύματα, ανάμεσα σε αυτά είχε και κάδους ασβέστη που πουλούσε στους κτίστες για να φτιάχνουν πηλό. Μπήκαν μέσα το λοιπόν, και κυλίστηκαν στον ασβέστη ο οποίος κόλλησε πάνω στα ρούχα τους και τα πρόσωπα τους, έγιναν ολόασπροι σαν φαντάσματα. Ύστερα βγήκαν έξω, πήγαν στην εξώπορτα του σπιτιού και τη γρατσούνισαν. Από μέσα οι ένοχοι νομίζοντας πως γύρισε ο νοικοκύρης, μάνι μάνι ο μορφονιός σκουλήστηκε το σεντόνι και πήδηξε από το παράθυρο. Όμως άχ τι τρομάρα πήρε, μπροστά του είδε δυο πραγματικά φαντάσματα να ξεχωρίζουν κάτασπρα στο σκοτάδι και να του κλείνουν το δρόμο. Η καρδιά του λαχτάρησε και κόντευε να σπάσει από το φόβο, ενώ τα γόνατα του λύγισαν και δεν τον έσωναν. Με κόπο έσυρε τα πόδια του στην αντίθετη μεριά να φύγει, και ευτυχώς τα φαντάσματα δεν του επιτέθηκαν, έμειναν μόνο να τον κοιτάζουν και να έχουν τα χέρια απλωμένα προς το μέρος του. 

Από εκείνο τον καιρό δεν ξαναεπισκέφτηκε την πεταχτή κυρία, και για όσο ζούσε είχε ένα μεγάλο φόβο για τα φαντάσματα, τόσο μεγάλο, που δεν ξεπόρτισε ξανά νύχτα από το σπίτι του.

Οι δυο φίλοι με την αμοιβή που πήραν, ο ένας αγόρασε ένα παλιό φορτηγάκι και κουβαλούσε τα προϊόντα του ώστε να μη χρειάζεται να πηγαίνει περπατητός στο παζάρι, ενώ ο άλλος ένα τρακτέρ και όργωνε τα χωράφια χωρίς να κουράζεται. 

Και έζησαν ο έμπορος με τη γυναίκα του καλά, και οι δυο φίλοι καλύτερα.

Ο ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

Ήταν Αύγουστος, η εποχή των σταφυλιών. Μια εποχή που τα θερμοκήπια δεν παρήγαγαν οπωρικά ένεκα των ψηλών θερμοκρασιών του καλοκαιριού, έτσι συνήθιζα αυτές τις εποχές να πηγαίνω στα χωριά της Ορεινής και να φορτώνω αμπελίσιμα σταφύλια.

Μια φορά στις απόκρημνες πλαγιές της Τσάδας προς Κοίλης μεριά, ανακάλυψα ένα αμπέλι με εξαίρετα μαύρα σταφύλια. Ο δρόμος χωμάτινος, στενός, και επικίνδυνος. Καθώς όμως το φορτηγό άδειο από φορτίο τον διάβηκε εύκολα, και εκ της ωραότητας των σταφυλιών, αποφάσισα πως άξιζε το ρίσκο να διακινδυνέψω ένα τέτοιο δύσκολο δρομολόγιο με υπερδιπλάσιο φορτίο.

Καθώς το μικρό φορτηγάκι ΤΟΥΤΑ δεν χωρούσε τα μεγάλα φορτία που εμπορευόμουνα, μόλις το είχα πουλήσει και το είχα αντικαταστήσει με ένα BEDFORD που σήκωνε διπλάσιο φορτίο. Η καρότσα χωρούσε εφτά κιβώτια πλάτος και εφτά μάκρος. Όταν φόρτωνα έξι σε ύψος, το φορτίο ήταν ιδανικό βάση των προδιαγραφών του εργοστασίου.

Όταν όμως αντίκρυσα τα τσαμπιά να κρέμονται από τα κλήματα, αποφάσισα πως έπρεπε να τα αγοράσω όλα. Ήταν ωραιότατα, μικρά, σελλινωτά και αραιά. Ωραιότατα σε ένα βαθύ κατάμαυρο χρώμα, χάρμα οφθαλμών και απίθανα σε γεύση. Ήμουν σίγουρος πως θα τα πωλούσα όλα σε πρώτη τιμή. Έτσι αντί για το κανονικό φορτίο που σήκωνε το φορτηγό, έδωσα κιβώτια για διπλάσιο και πλέον φορτίο. Φόρτωσα δώδεκα στο ύψος, ακόμα έβαλα στη πόρτα της καρότσας που βασταζόταν από αλύσους άλλα ογδοντατέσσερα κιβώτια. Τα έδεσα γερά με σχοινιά για να μην έχουν φόβο να γείρουν και να πέσουν στο χαλασμένο από τη διάβρωση χωμάτινο δρόμο, και πήρα τον ανήφορο της επιστροφής.

Αλλά δυστυχώς, ώ τί συμφορά, στην επιστροφή με το βαρύ και ψηλό φορτίο στην καρότσα, τα πράγματα ήταν διαφορετικά.

Το φορτηγό ανέβαινε σημειωτόν. Ο μεγάλος αμαξωτός βρισκόταν οκτακόσια μέτρα ψηλά και με το μεγάλο φορτίο στην καρότσα το οδήγημα ήταν δύσκολο.

Ο στενός κακοφτιαγμένος χωματένιος δρόμος σε πολλά σημεία ακολουθούσε σύριζα τον γκρεμό. Και εγώ τώρα να παίζω τη ζωή μου για να μεταφέρω τα σταφύλια στη κορφή.

Στο δρομολόγιο ένιωθα ανατρίχιασμα και πατούσα συνέχεια φρένο ώστε να εξετάζω τον δρόμο με το μάτι.

-Αν τα καταφέρω, θα είναι θαύμα,

Σκέφτηκα, και έλεγα μέσα μου,

-γιατί ήρθα σε δύσβατα βουνά να φορτώσω σταφύλια; Αν σκοτωνόμουν τι θα γινόταν; Είχα γυναίκα και δυο μικρά παιδιά, θα έμεναν ορφανά.

Καθώς αναμετρώντας την απόσταση και τον κίνδυνο και φοβούμενος ότι ο δρόμος δεν θ’ αντέξει, άκουγα το δρόμο να τρίζει από το βάρος του μεγάλου φορτίου, αλλά προχωρούσα μέτρο με μέτρο. Και από τη θέση του οδηγού έβλεπα το βάθος του γκρεμού και σε κάθε στροφή άκουγα τους τριγμούς των αναρτήσεων.

Κρακ, κρακ άκουσα σε μια στιμή κάτω απ’ τα πόδια μου το διάζωμα του δρόμου.

-Τα δόντια του διαβόλου είναι αυτά και τρίζουν, ψιθύρισα. Θα σκοτωθώ εδώ πάνω,

βλαστήμησα.

Αλλά αμέσως μετάνιωσα και είπα μέσα μου οι βλασφημίες είναι του διαβόλου και παρακάλεσα το Θεό να με βοηθήσει καθώς κάτωχρος σκεφτόμουν πως θάταν κρίμα κι άδικο να σκοτωθώ πριν της ώρας μου, θα ήταν αμαρτία σκέφτηκα.

-Δεν θα πάθω τίποτα. Είναι ο Θεός μαζί μου, νοιώθω την παρουσία του, είπα φωναχτά.

Κκαι κάθε λίγο τράβαγα χειρόφρενο, έγερνα έξω απ’ το παράθυρο και υπολόγιζα τη γωνία κλίσης. Με μερικούς πόντους διαφορά απ το χείλος του γκρεμού που απλωνόταν κάτω, οδηγούσα πόντο πόντο.

Είχα φτάσει σχεδόν στο τέρμα και θα έμπαινα στο μεγάλο δρόμο. Όμως η τύχη δεν ήταν μαζί μου, και σε ένα σημείο διαπίστωσα πως ο δρόμος ήταν στενότερος, και αν τον περνούσα ο μισός τροχός θα ήταν στον αέρα. Αν το φορτίο ήταν χαμηλό, δεν θα είχα πρόβλημα, αλλά ήταν πολύ ψηλό και επειδή ο δρόμος είχε αριστερή κλίση, το φορτίο θα έγερνε και ίσως να με κατακρήμνιζε.

Ήμουν σε μεγάλο δίλημμα, η ώρα περνούσε και άρχιζε να σουρουπώνει. Το μυαλό μου έσπαγε τι απόφαση να πάρω. Να μείνω εκεί στις ερημιές να νυχτωθώ έως ότου με γυρέψουν; Ή να πάρω την απόφαση και να διακινδυνέψω μήπως με χωρέσει ο δρόμος.

-Θα περάσω με την βοήθεια του Θεού,

αποφάσισα

Έτσι ξεκίνησα και πόντο πόντο προχώρησα, Πόντο στο πόντο πατούσε ο τροχός στην άκρια του γκρεμού με το μισό λάστιχο να είναι σε κενό, και το φορτηγό να γέρνει επικίνδυνα. Με τη ψυχή στο στόμα προχωρούσα, και την απόσταση των πεντέξι μέτρων μου χρειάστηκε ώρα πολλή να τη διανύσω. Πέτρες και χώματα που συνθλίβονταν από τους αριστερούς τροχούς και έπεφταν στο κενό, έκαναν την αγωνία μου και το φόβο μου να είναι σε μέγιστο βαθμό καθώς άκουγα τους ανατριχιαστικούς θορύβους της κατωλίσθησης.

Οι στιγμές φαίνονταν ατελείωτες και τα λεπτά αιώνες. Με το αμάξι να γέρνει επικίνδυνα από το ψηλό φορτίο και με τη ψυχή στο στόμα, κατάφερα επιτέλους να περάσω το επικίνδυνο σημείο και να βρεθώ σε ασφαλές σημείο.

-Ευτυχώς τα κατάφερα, σε ευχαριστώ Θεέ μου,

είπα φωναχτά, και έσβησα το αμάξι. Έγειρα στο τιμόνι με ανακούφιση για ώρα πολλή έως η καρδιά μου πάει στη θέση της. Ύστερα κατέβηκα και περπάτησα πάνω κάτω για να χαλαρώσουν οι μύες μου που είχαν μουδιάσει από το σφίξιμο της μεγάλης αγωνίας.

Ανέβηκα πάλι στο φορτηγό, έβαλα πρώτη ταχύτητα, δεύτερη, τρίτη και έπιασα το μεγάλο δρόμο. Έβαλα Τετάρτη και ανέπτυξα ταχύτητα. Η καρδιά μου φτεροκοπούσε από χαρά και ικανοποίηση. Τα είχα καταφέρει.

Καθώς οδηγούσα σκέφτηκα αν άξιζε τον κόπο για το κέρδος να διακινδυνέψω τόσο πολύ. Τόλμησα το εγχείρημα καθώς τα σταφύλια που φόρτωσα ήταν εξαιρετικής ποιότητας και ήμουν σίγουρος ότι θα τα πωλούσα εύκολα στο παζάρι. Αλλά τι να έκανα τέτοια κέρδη με τέτοιο αντίτιμο; Κάλιο λιγότερα και σίγουρα σκέφτηκα. Και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην επιχειρούσα ξανά τέτοιο ρίσκο.

Την άλλη μέρα στο παζάρι πούλησα τα σταφύλια με μεγάλο κέρδος. Στην επιστροφή σε όλο το δρομολόγιο και εκ του ασφαλούς πλέον, το μυαλό μου ήταν κολλημένο στις στιγμές εκείνες του κινδύνου που διέτρεξα και αποφάσισα πως ο Θεός σίγουρα με αγαπούσε και με πρόσεχε και με γλίτωσε από εκείνο τον μεγάλο κίνδυνο.

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ - όλο το έργο

  ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΚΟΥΔΗΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ  (όλο το έργο) ISBN:                     Ετος έκδοσης: 2023 Στα καφενεία σύχναζαν συνήθως μόνο άν...