να πάρει τον Χαράλαμπον να σβήσει το λαμπρόν της
Τζ΄η καϋμένη εφώναζεν χριστόν τσιαι Παναγίαν,
Σάββατον ναν το χάρτωμαν, τσιαι Κυριακήν η παντρεία.
Πριν 100 χρόνια και βάλε, σε ένα χωριό
δυό σκάπουλοι αγάπησαν την ίδια κοπέλα, μια πεντάμορφη κόρη από μεγάλο σόι και
ήθελαν να την παντρευτούν. Ό Ευστάθιος πολύ πλούσιος, και ο Χαράλαμπος πολύ
φτωχός.
Ο Ευστάθιος και αυτός από μεγάλο σόι, ήταν σίγουρος πως ένα
προξενιό θα τελεσφορούσε. Έτσι λογάριαζε να πει στους στους γονιούς του να την
ζητήσουν για νύφφη τους.
Ο Χαράλαμπος πάμπτωχος και εκ της δεινής θέσεως του γνωρίζοντας το
αδύνατον του συνοικεσίου, εξομολογήθηκε τον καημό του στη μάνα του και εξομολογήθηκε
απελπισμένος την ερώτησε τι να κάμει.
Η Έρχαρη η μάνα του που τον άκουσε, πολύ τον ελυπήθει. Ήταν ο γιος της
ο καλός, ο κανακάρης της, και ήξερε πως δεν είχε ελπίδες απέναντι στον Ευστάθιο.
Όμως σαν μάνα ευσπλαχνική αλλά και κοψονούρα, έβαλε το μυαλό της να
δουλέψει να τον εβοηθήσει. Ήταν μια χωρική γυναίκα άκληρη χωρίς στον ήλιο μοίρα
που η ίδια όλη της τη ζωή στη φτώχεια με πολλά βάσανα ανάγιωνε τα παιδιά της, ήθελε
αν γινόταν να τον παντρολογήσει με την πλούσια κοπέλα και να τον μπάσει στο
μεγάλο σόι της, να μην περάσει και αυτός τα ίδια δεινά της μίζερης δικής της
ζωής που ένεκα της φτώχειας από παιδιόθεν βασανιζόταν.
Σκέφτηκε πολύ, και γνωρίζοντας πως θα ήταν δύσκολο το εγχείρημα,
κατέστρωσε ένα σχέδιο και το έβαλε μπροστά. Θα το προσπαθούσε, και αν πετύχαινε
θα ήταν καλά, αν όχι, θεός είδε.
Ο γιος της ήταν όμορφο παλικάρι, σεμνός, τίμιος και εργατικός. Όμως
εκείνους τους πέτρινους καιρούς, καλύτερα προσόντα λογαριάζονταν οι περιουσίες
και τα μάλια. Ήταν ψηλός ίσα με δυο μέτρα, ωραίος και αρρενωπός. Σε πολλές
κορασιές η καρδιές τους σκιρτούσαν για λόγου του, αλλά αυτός είχε πέσει σε
μεγάλο έρωτα με την θεκλού, που δυστυχώς δεν ήταν της τάξης του.
Πολύ δύσκολα τα πράματα σκέφτηκε η Έρχαρη, ήθελε πονηράδα να
πετύχει ο σκοπός κα καθώς είχε μια ανιψιά που μπαινόβγαινε καθημερινά στο σπίτι
της Θεκλούς σαν παραδουλεύτρα, την έπεισε να βοηθήσει. Ήταν η Τοτέ, μια πολλοπάϋτη
και καταφερτζού που με τα γλυκόλογα της έβγαζε κουφή από την τρύπα.
Ξεκίνησε λοιπόν με γλυκόλογα και παινέματα να της εκθειάζει τον Χαράλαμπο.
Ότι ήταν όμορφος, καλός, πως είχε έρωτα μαζί της, πως την αγάπη δεν την φέρνουν
τα μάλια και οι περιουσίες.
Ύστερα έβαλε τον Χαράλαμπο να περνά τακτικά από τη γειτονιά, και
από μακριά ανταλλάσσοντας ματιές, και πες πες η Τοτέ λόγια και λογάκια, η
θεκλού έπεσε και αυτή σε μεγάλο έρωτα για τον Χαράλαμπο.
Ο Ευστάθιος έστειλε τα προξένια, και ο
πατέρας της Θεκλούς καθώς ήθελε το καλύτερο για την κόρη του, αμέσως δέχτηκε.
Ανέλαβε τα παντρολόγια η προξενήτρα, οι
συμπέθεροι συμφώνησαν στην προίκα, ήταν όλα καλά και η δουλειά πήγαινε να
τελέψει.
Ώσπου όμως ξαφνικά η νύφη αν και
φοβισμένη αλλά αναθαρυμμένη από την αγάπη που είχε μέσα της για τον Χαράλαμπο, αρνήθηκε
το προξενιό.
Εκείνους τους καιρούς, οι κόρες δεν
είχαν μερτικό στην απόφαση ποιος θα ήταν ο γαμπρός. Ούτε της μάνας έπεφτε
λόγος, η απόφαση ήταν μονο του κυρού και αφέντη.
Έτσι σαν έμαθε ο πατέρας την άρνηση της,
ποιος δεν τον φοβήθηκε, ήταν η οργή του μεγάλη. Την τιμώρησε σκληρά, ύστερα την
κλείδωσε στο ασιερονάρι και δεν την έβγαλε έξω ώσπου θέλοντας και μη, είπε το
ναί και εγίνηκεν το προξενιό.
Ήταν μια λυπητερή ιστορία αγάπης που
είχαν η κόρη στην καρδιά της και το όμορφο παλικάρι που όταν τον έβλεπε σκιρτούσε
η καρδιά της.
Ήταν ένα πρωτόγνωρο
αίσθημα που κατάφερε να της το προκαλέσει με τα σούρτα φέρτα και τα
γλυκά της λόγια της η πολλοπάιτη Τοτέ η καταφερτζού, που ήθελε την μικρή κοπέλα
να την βάλει στο σόι της. Έτσι με σούρτα φέρτα και φιλέματα, σιγά αλλά σταθερά,
την κατάφερε να αγαπήσει τον ανεψιό της, ύστερα την έβαλε να αρνηστεί το
προξενιό του πατέρα της.
Όμως δυστυχώς αλλες οι επιθυμίες άλλων,
και άλλες οι προσταγές εταίρων.
Έτσι παντρεύτηκε η
κόρη τον Ευστάθιο και έμεινε ο Χαράλαμπος να μαραζώνει και να οδύρεται για τη
χαμένη αγάπη του.
Ήθελε να φύγει να
χαθεί, δεν άντεχε να σκέφτεται πως άλλος την αγκάλιαζε και τη φιλούσε, ήταν ο
πόνος ανυπόφορος.
Και μια μέρα
ξαφνικά είπε στη μάνα του πως θα φύγει να πάει μακριά, να ξενιτευτεί, να πάρει
ένα δρόμο άγνωστο, να αναζητήσει νέους τόπους, να συναντήσει καινούργιους
ανθρώπους, να γνωρίσει περιπέτειες, να πορευτεί κινδύνους, να αλλάξει ζωή,
μήπως έτσι θάψει τον πόνο του, μήπως γιατρευτεί και να ξεχάσει το ντέρτι που
του έτρωγε τα σωθικά.
Έφυγε ο Χαράλαμπος. Μπαρκάρισε σε ένα βαπόρι, γύρισε λιμάνια και
χώρες, και μετά από χρόνια καταστάλαξε στη μακρινή Πορτογαλία. Και ύστερα από
χρόνια όταν καταλάγιασε ο καημός του, ξέχασε λίγο τον πόνο του, παντρεύτηκε και
έμεινε δια παντός εφ όρου ζωής μακριά στα ξένα.
Και έμεινε η καημένη η μάνα του να μαραζώνει και να τον
πεθυμά, και να καταριέται τα μάλια και τις περιουσίες που ήταν η
αιτία να χάσει το γιο της.
ΥΓ. Η ιστορία είναι πραγματική, και άγνωστος λαϊκός ποιητής την
τσιάττισε και την έκανε τραγούδι που το τραγουδούσαν στα πανηγύρια.